31/10/09

Εισαγωγή στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη

Από τους ομηρικούς ως τους τελευταίους ιστορικούς χρόνους οι αρχαίοι πίστευαν ότι η ψυχή του άταφου δεν αξιωνόταν να μπει στον Άδη, αλλά ότι τριγυρνούσε αιώνια έξω από τις πύλες του. Έτσι ο νεκρός Πάτροκλος παρουσιάζεται στον Αχιλλέα στον ύπνο του και του ζητάει ταφή (Ιλιάδα Ψ 71 κ.ε.):
«Θάψε με, όσο μπορείς πιο γρήγορα, για να περάσω τις πόρτες του Άδη. Μακριά με κρατούν οι ψυχές, οι ίσκιοι των πεθαμένων, κι ακόμα δε με αφήνουν να διαβώ πέρα από το ποτάμι, και να σμίξω μαζί τους, μόνον έτσι τριγυρνώ επάνω-κάτω μπρος στου Άδη το παλάτι με τις πλατιές τις πόρτες».
Για τους αρχαίους, λοιπόν, ήταν η πιο φρικτή απανθρωπιά το να αρνηθεί κανείς σ’ ένα νεκρό τάφο και αυτό προκαλούσε την οργή των θεών, όπως έγινε στη Θήβα, που πλήρωσε με τόσους θανάτους και πρόωρους τοκετούς (Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος, 22 κ.ε.) την προσταγή του Κρέοντα να μη ταφεί ο Πολυνείκης.
Για τη ματαίωση ακριβώς αυτής της απανθρωπιάς ένας «νόμος παλαιός δαιμόνων», όπως λέγεται εδώ (Ικέτιδες 563), που ίσχυε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, «Πανελλήνων νόμος» (Ικέτιδες 526), όριζε να μην αφήνονται άταφοι οι νεκροί, ακόμα και οι εχθροί που έπεφταν στις μάχες. Στο Μαραθώνα οι Αθηναίοι έθαψαν και τους νεκρούς των Μήδων, αφού ο Δάτις και ο Αρταφέρνης τους είχαν παρατήσει στο πεδίο της μάχης (Παυσανίας 1, 32, 4).
Η διαδικασία της παραλαβής των νεκρών γινόταν ως εξής: Οι νικημένοι ζητούσαν τους νεκρούς από το στρατό των νικητών κι αυτοί, αν δεν ήθελαν να ασεβήσουν, έπρεπε να τους παραδώσουν. Αυτή η πράξη των νικημένων λογαριαζόταν ως παραδοχή τους ότι είχαν ηττηθεί.
Ένα επεισόδιο του Πελοποννησιακού πολέμου με ήρωα τον ευσεβή στρατηγό Νικία στα 425, δείχνει πόση σημασία έδιναν στην ταφή των νεκρών.
Οι Αθηναίοι είχαν νικήσει τους Κορινθίους και μετά, μόλις έμαθαν ότι έρχονταν για να τους κτυπήσουν άλλοι Πελοποννήσιοι, πήραν στα πλοία τους νεκρούς τους, εκτός από δύο, που παρόλα τα ψαξίματα δεν μπόρεσαν να τους βρουν, κι έφυγαν στα κοντινά νησιά, που είναι απέναντι στον Κρομμυώνα, τους σημερινούς Αγίους Θεοδώρους (Θουκυδίδης Δ' 97 κ.ε.).
Από τα νησιά αυτά έστειλε ο Νικίας κήρυκες στους Κορινθίους και, νικητής αυτός, πήρε τη θέση ηττημένου, έσκυψε το κεφάλι και ζήτησε τους δύο νεκρούς. Έτσι προτίμησε, όπως σχολιάζει ο Πλούταρχος («Νικίας» ΙV), να αρνηθεί τη νίκη και τη δόξα παρά να αφήσει άταφους δύο πολίτες.
Για τον Ισοκράτη στον «Πλαταϊκό» του (55) η παρεμπόδιση της ταφής είναι κακό πολύ πιο φοβερό γι’ αυτούς που το προστάζουν παρά γι’ αυτούς που σε βάρος τους γινόταν.
Είναι γνωστή η καταδίκη το 406 σε θάνατο έξι στρατηγών, των νικητών στις Αργινούσες, που από κακοκαιρία δε μπόρεσαν να μαζέψουν από τη θάλασσα τους νεκρούς της ναυμαχίας. Ήταν βέβαιη αυτή η καταδίκη μια προμελετημένη δολοφονία του αθηναϊκού δήμου (τώρα έχει γίνει όχλος), δείχνει όμως πόσο θα μπορούσε να θολώσει τη διαύγεια του πνεύματος ενός όχλου και επικίνδυνα να τον εξαγριώσει, γιατί όταν οργιστεί ο δήμος παραφέρεται (Ευριπίδη Ορέστης 685).
Έτσι ως ένα από τα πιο ιερά καθήκοντα του ανθρώπου οι Έλληνες είχαν την ταφή των νεκρών, που μπροστά σε μια ανώτερη ανάγκη μπορούσε να την αντικαταστήσει και το πασπάλισμα λίγου χώματος επάνω στο σώμα του νεκρού.
Όμως παρά τούτον τον πανελλήνιο υποχρεωτικό νόμο της ταφής των νεκρών, που έσωζε τους Έλληνες από κατρακύλισμα σε ωμότητα, οι Θηβαίοι αφού είχαν νικήσει τους Αργείους στον περίφημο πόλεμο των «Επτά επί Θήβες», δεν έδιναν για ενταφιασμό στο βασιλιά του Άργους Άδραστο τα σώματα των νεκρών. Να τους τα πάρει με πόλεμο ο Άδραστος, του ήταν αδύνατο μετά από μια ήττα και εξουθένωση του ηθικού του στρατού του και μάλιστα ύστερα από θάνατο των Επτά αρχηγών. Ο στρατός είχε αποκεφαλιστεί.
Έρχεται, λοιπόν, ο Άδραστος, ο βασιλιάς του Άργους, στην Ελευσίνα μαζί με τις άτυχες γερόντισσες μητέρες των επτά σκοτωμένων αρχηγών και μαζί με τα παιδιά των «Επτά». Εκεί, στο ιερό της Δήμητρας, βρίσκουν την Αίθρα, μητέρα του Θησέα, η οποία είχε πάει για κάποια θυσία, για την οποία γίνεται λόγος στην τραγωδία (28-31).
Συγκινημένη η Αίθρα από τα παρακάλια τους να πείσει τον ήρωα γιο της να πάρει από τους Θηβαίους ή με το καλό και φιλικό τρόπο ή με το κοντάρι τους σκοτωμένους, στέλνει κάποιον στην Αθήνα να καλέσει το Θησέα στην Ελευσίνα, όπου θα του ανακοινώσει την παράκληση των Αργείων, βασιλιά και μανάδων.
Ανήσυχος ο Θησέας για το απροσδόκητο κάλεσμα της μητέρας του της Αίθρας, σπεύδει στην Ελευσίνα. Εκεί η Αίθρα το ζήτημα των Αργείων το έκανε ζήτημα δικό της και ικετεύει το γιο της να βοηθήσει τις μητέρες να πάρουν τα σώματα των σκοτωμένων παιδιών τους, για να τα θάψουν.
Στην αρχή ο Θησέας διστάζει να δώσει βοήθεια στον Άδραστο, το νικημένο βασιλιά του Άργους, τον οποίον η αλαζονεία και η απερισκεψία τον έκαναν να φέρει τον πόλεμο στη Θήβα.
Δε θέλει, λοιπόν, να ενώσει την τύχη του με αυτόν τον απερίσκεπτο, γιατί δεν αποκλείεται να τον βρει κι αυτόν κανένα κακό:
«Ενωμένα ο θεός θεωρεί τα ριζικά και με τις συμφορές του ατόμου αφανίζει κι εκείνον που, χωρίς να τον βαραίνει κανένα φταίξιμο, κολλάει από το μόλυσμα».
Θα εξουδετερώσει όμως τους δισταγμούς του η Αίθρα. Αυτή που νοιάζεται για τη δόξα και την τιμή της Αθήνας και του γιου της, θα διαθέσει τη γλώσσα, στην οποία θα ήταν αδύνατο σ’ έναν ήρωα να μένει κουφός και ασυγκίνητος. Η άρνησή σου, του λέει η Αίθρα, θα ήταν μια ανακολουθία στην ιστορική πορεία της Αθήνας. Αυτή η χώρα είχε μια ωραία συνήθεια, να μεγαλώνει με τους αγώνες (323).
Αλλά και των δικών του ηρωικών έργων θα θόλωνε τη λάμψη η αδράνειά του μπροστά στους κατατρεγμούς των αδύνατων, αφού μάλιστα είναι σίγουρη η βοήθεια των θεών. Οι θεοί βοηθούν τα δίκαια έργα.
Έτσι, η γλώσσα αυτών των επιχειρημάτων της Αίθρας βγάζει τον Θησέα από την ουδετερότητα. Στέλνει λοιπόν ένα κήρυκα στο βασιλιά της Θήβας και του ζητάει να αποδοθούν για ενταφιασμό οι νεκροί των Αργείων, αφού μάλιστα αυτό απαιτούσε ο πανελλήνιος θρησκευτικός νόμος. Αλλά οι Θηβαίοι έχουν αντίθετη γνώμη και ζητούν από τον Θησέα να διώξει από τη χώρα του τον Άδραστο και τους Αργείους, πριν δύσει ο ήλιος. Του ζητούν δηλαδή να πράξει ένα ανοσιούργημα. Γιατί ανοσιούργημα προς τον ξένιο Δία ήταν η άρνηση να δώσουν βοήθεια και υποστήριξη στους κατατρεγμένους, όπως τώρα ήταν οι Αργείοι.
Αγανακτισμένος πια κι ο Θησέας με τους Θηβαίους για την τόση τους θρασύτητα συγκεντρώνει το στρατό του. Εισβάλλει στη Βοιωτία, νικά, παίρνει τα άταφα σώματα και τα φέρνει στην Ελευσίνα, όπου τα παρέδωσε στη νεκρική πυρά, ενώ στη ρίζα του βράχου, που ήταν μπροστά στο ναό, ετοιμάζεται μια άλλη πυρά, μόνο για τον Καπανέα. Ήταν ιερός νεκρός αυτός, αφού τον είχε κτυπήσει κεραυνός, και θα τον κήδευε χωριστά από τους άλλους.
Ξαφνικά και ενώ ακόμα καίονται οι νεκροί, παρουσιάζεται επάνω στο βράχο η Ευάδνη, η γυναίκα του Καπανέα. Κάτω στη ρίζα του βράχου παρουσιάζεται κι ο πατέρας της ο Ίφις, γέροντας Αργείος. Αναζητώντας την κόρη του, που είχε φύγει κρυφά από το σπίτι, έφτασε στην Ελευσίνα. Θλιμμένη η Ευάδνη για το θάνατο του άντρα της, δηλώνει από εκεί επάνω ότι δε θέλει πιανα ζήσει, αφού έχασε τον άντρα της, θα πέσει στη φωτιά.
Μάταια, ο πατέρας της με τα μάτια στυλωμένα στην κορυφή του βράχου, όπου στέκει η Ευάδνη, έτοιμη να για το θανάσιμο πήδημα κάτω στη φωτιά, την ικετεύει γεμάτος απόγνωση, να μην το κάνει αυτό που έβαλε στο νου της. Αυτή δεν τον ακούει, έρωτας θανάτου φλογίζει την καρδιά της, κι αφήνοντας τον πατέρα της στην ταλαιπωρία του, πηδάει κάτω στη φωτιά, όπου καίεται αγκαλισμένη με τον άντρα της.
Η τραγωδία τελειώνει με την εμφάνιση της Αθηνάς, που προστάτισσα της Αθήνας, νοιάζεται για την τύχη της αγαπημένης χώρας και συμβουλεύει το Θησέα να πάρει όρκο από τον Άδραστο,, ότι ποτέ δε θα εισβάλλουν Αργείοι στην Αθήνα και ότι αιώνια θα είναι πιστοί της φίλοι και σύμμαχοι. Και για να είναι ευχαριστημένοι όλοι, η Αθηνά προλέγει, ότι μια μέρα τα παιδιά των τωρινών νεκρών θα πάρουν εκδίκηση, θα πατήσουν τη Θήβα και δοξασμένα πια θα ονομαστούν «Επίγονοι».

Δυο χρόνια πριν παιχθούν οι «Ικέτιδες» (424 π.Χ.), οι Θηβαίοι είχαν επαναλάβει την παλαιά ασέβεια των προγόνων. Αφού είχαν νικήσει τους Αθηναίους στο Δήλιο, κοντά στο σημερινό Δήλεσι, για πολλές μέρες εμπόδιζαν τον ενταφιασμό των Αθηναίων νεκρών. Είναι αδύνατο να μη θυμήθηκαν οι Αθηναίοι, κατά την παράσταση της τραγωδίας, την τωρινή ασέβεια των Θηβαίων (και αυτός ήταν ένας από τους σκοπούς του Ευριπίδη) και ήταν ακόμα πιο αδύνατο να μην είπαν με το νου τους ότι εκεί, πέρα από τον Κιθαιρώνα, πάντοτε οι ίδιοι και απαράλλαχτοι ωμοί άνθρωποι κατοικούν και ασεβούν, επεκτείνοντας έτσι τις σκέψεις τους και τους χαρακτηρισμούς τους πάνω σε όλους, δίκαιους και άδικους, όπως γίνεται σε κάθε πόλεμο. Τότε ανακαλύπτονται όλα τα ελαττώματα των αντιπάλων.
Ο Ευριπίδης κατάφερε λοιπόν να δυναμώσει την αγανάκτηση των Αθηναίων κατά των αντιπάλων, που τόσο απαραίτητη είναι, για να καταλήξει ένας πόλεμος σε νίκη. Έρανος του ποιητή στον αγώνα της πατρίδας.
Αλλά εδώ οι «Ικέτιδες» εκτελούν και άλλο έργο. Καλούνται τώρα οι Αργείοι να θυμηθούν την ένορκη υπόσχεσή τους και να συμμαχήσουν με τους Αθηναίους. Ένα χρόνο μετά, μια συμμαχία έδεσε την Αθήνα με το Άργος.
Είναι δύσκολο βέβαια να πει κανείς ότι αυτό το διπλωματικό επίτευγμα οφείλεται πέρα για πέρα και ολοκληρωτικά στην υπόμνηση των παλαιότατων υποσχέσεων και υποχρεώσεων. Ούτε η ροή της ιστορίας ούτε η πορεία και τα αποτελέσματα των διπλωματικών ζυμώσεων ρυθμίζονται από την υπόμνηση της παλαιότερης ιστορίας ή από το συναίσθημα. Άλλοι παράγοντες ρυθμίζουν αυτά τα πράγματα. Κοινά συμφέροντα, κοινοί κίνδυνοι, κοινές επιδιώξεις οδήγησαν σε συμμαχία το Άργος και την Αθήνα. Ο Ευριπίδης, όμως, αν και δεν ανακατεύτηκε στην πολιτική, δεν έμεινε αδιάφορος και αδρανής. Δεν ήταν αυτός ακροατής των λόγων και θεατής των έργων, αλλά διέθεσε κι αυτός κάτι, τη συγκινητική τραγωδία του με τις πονεμένες γερόντισσες και τους λυγμούς τους, για τη σύναψη αυτής της συμμαχίας.

Ύμνος στην ανθρωπιά των Αθηναίων ή, όπως έλεγε και αρχαίος Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (3ος-2ος αιώνας π.Χ.), αυτή η τραγωδία είναι «εγκώμιο των Αθηναίων». Οι πρόγονοι παρουσιάζονται υπερασπιστές του δικαίου, επίκουροι των αδύνατων, πολέμιοι της απανθρωπιάς, τέλος πάντων προασπιστές αρχών ανθρωπισμού, αυτού του πράγματος που αποτελεί τη ζύμη του πολιτισμού.
Την Αθήνα και το πνεύμα της αντιπροσωπεύει ο Θησέας και με το στόμα του η Αθήνα είναι που εξομολογείται όταν ακούμε τον ήρωα να λέει (340-41):
«Διάλεξα για τον εαυτό μου τη συνήθεια, πάντοτε να είμαι τιμωρός των κακών».
Ο Ευριπίδης αντλεί θέματα από τους θησαυρούς των μεγάλων προγονικών θρύλων, που μέσα τους παρουσιάζονται αρετές των προγόνων και τις προβάλλει στις τραγωδίες του φανερώνοντας έτσι τα ανθρωπιστικά και ηθικά στοιχεία του βίου τους. Και καθώς είχε γίνει πεποίθηση στον ελληνικό κόσμο ότι η αρετή είναι καρπός του αίματος, βασίζεται δηλαδή κατά μεγάλο μέρος, όπως λέμε και παραδεχόμαστε σήμερα, σε κληρονομικές καταβολές, υποδεικνύει έτσι ο Ευριπίδης στους σύγχρονούς του Αθηναίους, «αγαθοί» αυτοί από προγονική κληροδοσία, να μη διακόψουν την εξακολούθηση της ηθικής αποστολής στον κόσμο και να θεωρήσουν χρέος τους την ιστορική πορεία πάνω στην οδό, που οι πρόγονοί τους στα βάθη των περασμένων αιώνων είχαν βαδίσει ως προασπιστές του δικαίου και των κατατρεγμένων χωρίς εξωτερικό καταναγκασμό, αλλά μονάχα από αίσθηση ευθύνης και καθήκοντος, που ελεύθερα οι ίδιοι μόνοι τους είχαν διαλέξει και με το δίκιο τους θα μπορούσαν να λένε: «Διαλέξαμε για τον εαυτό μας τη συνήθεια, πάντοτε να είμαστε τιμωροί των κακών». Δεν είναι καθόλου ασήμαντο πράγμα η ζωή για έναν άντρα ή ένα λαό, που στρατεύει τον εαυτό του στην εξυπηρέτηση υψηλών ιδανικών, όπως για παράδειγμα οι Αθηναίοι. Γνώστης και θαυμαστής της ιστορίας των Αθηναίων ο Φίλων ο Ιουδαίος, δεν εξέφρασε μονάχα το θαυμασμό του, αλλά φανέρωσε μια αλήθεια, όταν είπε: «Όπως η κόρη του ματιού είναι ο λογισμός της ψυχής, έτσι είναι και η Αθήνα στην Ελλάδα».
Υψηλό ιδανικό είναι η υπεράσπιση των αρχών και των συνηθειών που δίνουν ομορφιά στη ζωή και η τιμωρία και η καταστολή των κακών που την ασχημίζουν. Δε θέλει η κακία πολύ, για να προκόψει. Φτάνει μόνο να μην υπάρχει ο φόβος του κολασμού. Ήξερε τι έλεγε ο Αισχύλος (Ευμενίδες 699):
«Ποιος άνθρωπος θα είναι δίκαιος, αν δεν έχει κανένα φόβο;»
Στις «Ικέτιδες» ο Ευριπίδης φανερώνει ακόμα τη λαχτάρα του για την ειρήνη (στίχος 488 κ.ε.), να τελειώσει ο τόσο ολέθριος από τη λυσσαλέα του αρχή Πελοποννησιακός πόλεμος. Δεν μας ξαφνιάζει όμως το ότι στην ίδια τραγωδία από τη μια μεριά ποθείται η ειρήνη και από την άλλη ο ίδιος ποιητής συνιστά να δεθεί συμμαχία με το Άργος και ψάχνει στους θρύλους της χώρας του να βρει τα δικαιώματα των Αθηναίων στη συμμαχία αυτή. Η ειρήνη δεν αποκλείει τη σύναψη συμμαχίας για κάθε ενδεχόμενο και ούτε πρέπει να πέφτουν σε διπλωματικό λήθαργο τα κράτη. Δεν είναι πράγματα ασυμβίβαστα η σύναψη μιας συμμαχίας και η εξύμνηση της ειρήνης.

Οι «Ικέτιδες» πολύ πιθανόν διδάχτηκαν στα Διονύσια του 422. Ποια ήταν τα άλλα δράματα της τριλογίας και ποιο το σατυρικό δράμα, δεν ξέρουμε. Ταίρι του στην αρχαία λογοτεχνία με πολλές ομοιότητες και με κοινό σκοπό τον εγκωμιασμό της Αθήνας, ο οποίος τόσο θα κολάκευε την εθνική υπερηφάνεια των Αθηναίων, είναι οι «Ηρακλείδες». Και στα δύο, έργα πατριωτικά, χωρίς να πάψουν να είναι και έργα τέχνης, ψέγονται οι εχθροί της Αθήνας, Θηβαίοι και Σπαρτιάτες, οι πρώτοι ως παραβάτες παλαιότατου και πανελλήνιου νόμου, που καθιέρωνε τα δικαιώματα των νεκρών, και οι δεύτεροι ως παραβάτες άλλου νόμου με πανελλήνια καθιέρωση, που καταδικάζει την αφιλοξενία, αυτήν τη δεινή περιφρόνηση του ξένιου Δία, του προστάτη των ξένων.

Το δράμα αυτό έχει αρετές που έχουν επισύρει τον έπαινο πολλών διακεκριμένων φιλολόγων. Δε λείπουν όμως και οι αντίθετες γνώμες άλλων διακεκριμένων επίσης φιλολόγων, οι οποίοι επισημαίνουν την εμφάνιση και το θάνατο της Ευάδνης ως κακό συνδεδεμένο παρέμβλημα στην τραγωδία, ως αταίριαστη παρέκβαση του στίχου 840-917 και τις γνώμες του Ίφιου (στ. 1080) ότι τους λείπει σοβαρότητα.
Αλλά για να πούμε και τα καλά, που τα δικαιούται ο Ευριπίδης, θερμοί πατριωτικοί λόγοι, που πάντοτε διατηρούν τη δύναμή τους, ωραιότατα και συγκινητικά χορικά, σφιχτοδεμένα με το έργο, τρυφερά συναισθήματα που περισσεύουν, όλα αυτά είναι τα στολίδια αυτής της τραγωδίας που θέλγει και με την έξοχη θεαματικότητα.

22/10/09

Εισαγωγή στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη

Η σκηνή σε μια εξοχή κοντά στα σύνορα της Αργολίδας. Ο θεατής βλέπει ένα χωριατόσπιτο φτωχού γεωργού. Χαμηλά κυλάει τα νερά του ο ποταμός Ίναχος. Ξημερώματα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-166): Ο άντρας της Ηλέκτρας, ένας άσημος Μυκηναίος γεωργός, καθώς βγήκε από το φτωχικό του χωριατόσπιτο, για να πάει να σπείρει το χωράφι του, στέκει και κοιτάει μια προς το Άργος και μια προς τον ποταμό Ίναχο. Πλήθος αναμνήσεις έρχονται στο νου του, που τις φανερώνει με ένα μονόλογο, κι έτσι διηγείται όλα τα έξω του δράματος.
Ξαναθυμάται το μεγαλείο του τρανού βασιλιά, του Αγαμέμνονα, που μια μέρα ξεκίνησε από τούτους εδώ τους τόπους, για να κουρσέψει πέρα από τη θάλασσα το Ίλιο, και που ξαναγύρισε στην πατρίδα, σε τούτους εδώ πάλι τους τόπους, με πλούσια λάφυρα δοξασμένος και τιμημένος νικητής. Και με τη μελαγχολία ενός χαμένου μεγαλείου ξαναθυμάται, καθώς μας δείχνει η συνέχεια του μονόλογου, ότι τον πορθητή του Ίλιου, όταν έφτασε στο σπίτι του, δεν τον περίμενε η ευτυχία, αλλά ο δόλος της γυναίκας του και το δολοφονικό το χέρι του Αίγισθου, που θα σκότωνε και το μικρό βασιλόπουλο, τον Ορέστη, αν δεν τον άρπαζε, για να τον στείλει στη Φωκίδα στο παλάτι του Στρόφιου ο παλιός παιδαγωγός του παλατιού, που είχε μεγαλώσει στα χέρια του.
Την Ηλέκτρα, τη δυστυχισμένη κόρη του Αγαμέμνονα, δεν τη σκότωσε ο φονιάς του πατέρα της, αλλά κάτι άλλο είχε στο νου του να κάνει. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου, αν και τη ζητούσανε οι καλύτεροι στην Ελλάδα, δεν την πάντρεψε με κανέναν από αυτούς. «Με μένα την πάντρεψε, που είμαι φτωχός κι από ξεπεσμένο σπίτι», λέει ο γεωργός με την ειλικρίνεια του αμόλυντου από ψευτοπερηφάνεια ταπεινού ανθρώπου. Και με ειλικρίνεια πάλι εξηγεί την αιτία του αταίριαστου γάμου μιας βασιλοπούλας με ένα ζευγολάτη: Με φτωχό την πάντρεψε, για να μην έχει μεγάλο φόβο. Μα αγνός κι αδιάφθορος χωριάτης αυτός σεβάστηκε την κλίνη της βασιλοπούλας. Τηρεί το γάμο του λευκό, όπως θα λέγαμε σήμερα, κι έτσι η Ηλέκτρα, και παντρεμένη που είναι, πάλι παρθένα μένει.
Πονετικά είναι τα λόγια που λέει ο γεωργός και για τον Ορέστη. Πόσο θα λυπηθεί ο δυστυχισμένος, αν έρθει καμιά φορά στο Άργος και δει τόσο κακοπαντρεμένη την αδελφή του... Ξέρει ότι οι έξυπνοι θα τον κορόιδευαν για το ανόητο φέρσιμό του προς την Ηλέκτρα, το τόσο γεμάτο σεβασμό προς το ξεπεσμένο βασιλικό γένος, αλλά η σωφροσύνη δε μετριέται με τα μέτρα του αισχρού στοχασμού.
Όταν έφτασε σ’ αυτό το σημείο του μονολόγου (50-54) ο γεωργός, βγήκε από το σπίτι και η Ηλέκτρα με μια στάμνα στο κεφάλι, για να φέρει νερό από το ποτάμι. Έτσι μπορεί η βασιλοπούλα να εξοργίσει τους θεούς εναντίον των εχθρών της για το άθλιο κατάντημά της και στο κάτω-κάτω πρέπει να βοηθάει τον άντρα της στις δουλειές. Δεν είναι αχάριστη προς την καλοσύνη του. Γι’ αυτό δεν ακούει τη σύστασή του να μη παιδεύεται.
Όταν έφυγαν εκείνος για το χωράφι και η Ηλέκτρα για το ποτάμι, στην άδεια πια σκηνή παρουσιάζεται ο Ορέστης με τον Πυλάδη (82-111). Ο Ορέστης διηγείται στο φίλο του - όχι βέβαια για το φίλο του, αλλά για το ακροατήριο - ότι πήγε στον τάφο του πατέρα του κι έκλαψε τον άδικο θάνατό του και τώρα ήρθε εδώ, όπου είχε μάθει ότι κατοικεί η αδελφή του, για να συνεννοηθεί μαζί της, με ποιο τρόπο θα μπορέσουν, υπάκουοι στο χρησμό του Απόλλωνα, να σκοτώσουν τους φονιάδες του πατέρα τους.
Ώσπου να τελειώσει τα λόγια του ο Ορέστης, φαίνεται (107) να ανηφορίζει από το ποτάμι η Ηλέκτρα με τη στάμνα στο κεφάλι. Ο Ορέστης κι ο Πυλάδης την περνούν για σκλάβα και κρυμμένοι την περιμένουν να πλησιάσει για να τη ρωτήσουν σχετικά με το ζήτημα που τους έχει φέρει ως εδώ.
Η Ηλέκτρα δεν τους είδε. Περπατάει μοιρολογώντας μια παθητική μονωδία (112-166), όπου, μέσα στη γαλήνη του τοπίου αυτήν την ώρα της αυγής, εκφράζεται έντονα το κορύφωμα του πόνου της αδικημένης βασιλοπούλας κι ο ψυχικός της συγκλονισμός για το φόνο του πατέρα της, για το διώξιμο του αδελφού της, που τον καλεί μέσα στους στεναγμούς της να γυρίσει στην πατρίδα, για να τη λυτρώσει από τα βάσανα και να εκδικηθεί για το φονικό, που σε τόση δυστυχία έχει βυθίσει και τα δύο αδέλφια.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (167-212): Δεκαπέντε χωριατοπούλες από την Αργολίδα, που αποτελούν το χορό της τραγωδίας, μπαίνουν στην ορχήστρα και με το τραγούδι τους καλούν την Ηλέκτρα στη μεγάλη γιορτή που θα γίνει σε τρεις μέρες στο ναό της Ήρας. Αλλά η βασιλοπούλα απαντάει ότι δεν έχει καρδιά για γιορτές και πανηγύρια. Αρνιέται, δε θα πάει. Οι θεοί δεν ακούνε την κραυγή της για τις τόσες συμφορές της (το θάνατο του πατέρα της, το διώξιμο του αδελφού της, τη δική της κατάντια, τη ντροπή της μάνας της), κι ούτε θυμούνται και τις θυσίες που τους πρόσφερε ο μεγάλος βασιλιάς.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (213-431): Σίγουρος πια ο Ορέστης κι από τη μονωδία της νέας, που ανηφόρισε από το ποτάμι με τη στάμνα στο κεφάλι, κι από το άσμα (την Πάροδο) του χορού, ότι αυτή είναι η Ηλέκτρα, σηκώνεται κι αυτός κι ο Πυλάδης από τη θέση που είχαν καθίσει και προχωρεί με τα χέρια ανοικτά να αγκαλιάσει την ποθητή του αδελφή. Τρομαγμένη η Ηλέκτρα από την απροσδόκητη εμφάνιση των δύο ξένων τρέχει προς το σπίτι της για να κρυφτεί. Τη φτάνει όμως ο Ορέστης, την πιάνει από το χέρι και τη βεβαιώνει ότι δε θέλει το κακό της και ότι τον έστειλε τάχα ο αδελφός της ο Ορέστης για να μάθει ποια είναι η κατάστασή της και πώς ζει.
Η Ηλέκτρα παίρνει θάρρος και του ιστορεί τη ζωή της, που την ξέρουμε κι από το μονόλογο του άντρα της. Αλλά δεν παραλείπει να παινέσει και τον άντρα της για τη φρονιμάδα του και για το σεβασμό που της έχει και για τη σωστή τη γνώμη του, ότι δεν την όριζε την ορφανή την κόρη του Αγαμέμνονα ο φονιάς του ο Αίγισθος, που την πάντρεψε με αυτόν τον φτωχό το γεωργό, αλλά ο Ορέστης ο διωγμένος από το σπίτι του και την πατρίδα του.
Μια μονάχα παραγγελία έχει για τον Ορέστη: Να γυρίσει στο Άργος και να σκοτώσει τους φονιάδες του πατέρα τους, τον Αίγισθο και τη σκληρή τη μάνα τους την Κλυταιμνήστρα. Και καθώς έχει συμπυκνωθεί μέσα της το μίσος όλα αυτά τα χρόνια που υπέφερε σιωπηλά και χωρίς να μπορεί να προσφέρει στην ψυχή της την αγαλλίαση της εκδίκησης, ένα πόθο έχει: Αν μπορούσε κι αυτή να βοηθούσε τον αδελφό της και μαζί του να σκότωνε τη μάνα τους με εκείνο το ίδιο το τσεκούρι που χτύπησε τον πατέρα τους και ύστερα ας πεθάνει! Ας δοκιμάσει αυτή τη μεγάλη χαρά κι ας τελειώσει η ζωή της!
«Να χύσω της μάνας μου το αίμα κι ύστερα ας πεθάνω» (281), είναι η κραυγή της η γεμάτη μίσος και μανία, που φανερώνει ότι την εκδίκηση έχει ορίσει για σκοπό της ζωής της και ότι, αν την κατορθώσει, τότε θα είναι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου.
Και για να μεταδώσει στον αδελφό της όλη την οργή και όλη τη μανία της αγριεμένης και γεμάτης από το μίσος ψυχής της, λέει στον ξένο να πει του Ορέστη ότι είναι βυθισμένη σε μεγάλη φτώχεια, ενώ η μάνα της χαίρεται όλα τα αγαθά που κέρδισε ο πατέρας τους με το σπαθί του και ότι το σκήπτρο του πατέρα τους το κρατάει στα ματωμένα χέρια του ο φονιάς του, που σαν να μη φτάνει αυτό το αφόρητο κακό, χοροπηδάει κιόλας μεθυσμένος πάνω στον τάφο του μεγάλου βασιλιά και φωνάζει γεμάτος σαρκασμό λόγια πικρά για τον Ορέστη (330-331):
«Πού είναι ο γιος σου ο Ορέστης; Είναι κοντά στον τάφο και σου τον υπερασπίζει με ωραίο ζήλο;» Τέλειωσε, μια είναι η σκέψη της: Να εκδικηθεί! Πότε να έρθει ο Ορέστης!...
Την ώρα αυτή γυρίζει από το χωράφι ο άντρας της Ηλέκτρας και σαν έμαθε ότι οι νεαροί ξένοι (που, μόλις τους είδε, δεν του καλάρεσε να μιλούν με τη νεαρή γυναίκα του), έρχονται από τον Ορέστη, τους μπάζει πρόθυμα στο σπίτι του, για να τους φιλοξενήσει. Και για να μπορέσει να τους φιλοξενήσει καθώς πρέπει, τρέχει με τη συμβουλή της Ηλέκτρας για το καλύβι ενός αγαπημένου γέροντα που κατοικεί εκεί κοντά, να του πει να έρθει στο σπίτι τους και να φέρει και τρόφιμα για να φιλέψουν τους ξένους. Αυτός είναι εκείνος που είχε μεγαλώσει τον Αγαμέμνονα και είχε γλυτώσει τον Ορέστη από το θάνατο. Τώρα διωγμένος κι αυτός από το παλάτι ζει στην εξοχή, όπου βόσκει πρόβατα, με τη ψυχή του γεμάτη από την ανάμνηση του μικρού Ορέστη, που άμα τον δει θα τον αναγνωρίσει. Ώστε πρέπει να έρθει αυτός ο γέρος. Το επιβάλλει η οικονομία του έργου. Αυτός θα αναγνωρίσει τον Ορέστη.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (432-486): Ο Χορός, όταν έμεινε μόνος στη σκηνή, τραγουδάει το θαυμάσιο ταξίδι για την Τροία του μεγάλου στόλου, που με τον ήχο των αυλών με τη γλυκιά φωνή, για τη ρύθμιση της κωπηλασίας, μάγεψε τα δελφίνια του Αιγαίου κι αυτά πηδώντας γύρω από τα καράβια ξεπροβοδίζανε το δυνατό βασιλιά των Μυκηνών και τον ανεμοπόδαρο γιο της Θέτιδας. Εδώ περιγράφεται και η ασπίδα του Αχιλλέα, του ανίκητου πολεμιστή μέσα στο στρατό του Αγαμέμνονα, για να καταλήξει ο Χορός και στην επιτιμητική αναφώνηση, ότι τον αρχηγό τέτοιων κονταρομάχων δε δίστασε να τον σκοτώσει η Κλυταιμνήστρα, και στη σιγουριά της ότι δίχως άλλο δε θα την αφήσουν τη φόνισσα ατιμώρητη οι θεοί.
Έτσι με τους τελευταίους στίχους συνδέεται το Χορικό με το θέμα της τραγωδίας.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (487-698): Σκυφτός από τα γεράματα έρχεται με τρόφιμα για τους ανθρώπους τους σταλμένους από τον Ορέστη ο γέρος, ο τώρα βοσκός και άλλοτε παιδαγωγός του βασιλικού παλατιού. Τα μάτια του είναι δακρυσμένα από κάποια δυνατή συγκίνηση. Καθώς περνούσε από τον παραμελημένο τον τάφο του Αγαμέμνονα, στάθηκε να κλάψει, να χύσει σπονδή και να τον στολίσει με κλαδιά μυρσίνης. Αλλά εκεί αντίκρισε περίεργα πράγματα! Ποιος να έσφαξε, τάχα, τώρα και λίγη ώρα ένα πρόβατο εκεί και να πρόσφερε βοστρύχους από τα μαλλιά του; Ο Ορέστης είναι, δεν αμφιβάλλει ο γέρος. Γύρισε ο Ορέστης και πάει να προσκυνήσει στον τάφο του πατέρα του! Να και τα μαλλιά του, που μοιάζουν με τα μαλλιά της αδελφής του της Ηλέκτρας. Ας τον κοροϊδεύει κι ας μην πιστεύει η Ηλέκτρα, αυτός είναι βέβαιος: γύρισε ο Ορέστης!
Βγήκανε και οι ξένοι από το καλύβι του γεωργού και ο γέρος αναγνωρίζει ότι ο ένας είναι ο Ορέστης. Κυνηγώντας μικρός ένα ελαφάκι, εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια στο παλάτι, έπεσε και χτύπησε στο φρύδι κι από τότε του έμεινε σημάδι. Από αυτό τον γνώρισε ο γέρος. Τον αναγνωρίζει και η Ηλέκτρα - ο Ορέστης ήξερε από το πρωί ότι ήταν η αδελφή του - και αγκαλιάζονται τα δυο αδέλφια. Οι θεοί που τους σμίξανε θα βοηθήσουν, βέβαια, να τιμωρηθούν οι φονιάδες του πατέρα τους.
Και το σχέδιο της τιμωρίας καταστρώνεται αμέσως. Πρώτα θα οδηγήσει ο γέρος τον Ορέστη στα χωράφια, όπου σήμερα ο Αίγισθος προσφέρει μια θυσία. Και όταν τον δει ο Αίγισθος τον ξένο, θα τον καλέσει στο τραπέζι κι αυτός κάπως θα βρει τρόπο να τον σκοτώσει. Μετά θα πάει ο γέρος και στη φόνισσα την Κλυταιμνήστρα στις Μυκήνες και θα την καλέσει με ένα ψέμα να έρθει εδώ στο σπίτι της Ηλέκτρας. Θα της πει ότι η Ηλέκτρα έχει γεννήσει παιδί εδώ και δέκα μέρες. Ας έρθει λοιπόν να προσφέρει τη συνηθισμένη θυσία. Κι άμα έρθει εδώ, ο θάνατός της είναι βέβαιος.
Και φωνάζουν για βοηθούς το μεγάλο Δία και την Ήρα την κυρία των Μυκηναϊκών βωμών, και γονατίζοντας και οι τρεις, Ορέστης, Ηλέκτρα και γέρος, χτυπούν με τις παλάμες τους τη γη και φωνάζουν το μεγάλο στρατηλάτη να βγει από τον Κάτω Κόσμο και να τους βοηθήσει με όλους τους νεκρούς των Τρωικού πολέμου και με όλους εκείνους που μισούν τους ανόσιους κακούργους.
Κι όταν σηκώθηκαν και φεύγει ο Ορέστης με το γέρο, «να φανείς άντρας» είναι ο τελευταίος λόγος, που διψασμένη για εκδίκηση, του κραυγάζει με δυνατή φωνή σαν προσταγή η Ηλέκτρα. Οι φονιάδες πρέπει να σκοτωθούν!

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (699-746): Τον παλιό το θρύλο για το θαυμαστό χρυσόμαλλο αρνί, που άρπαξε ο Θυέστης από τον αδελφό του τον Ατρέα, όταν του πλάνεψε τη γυναίκα την Αερόπη, θυμάται εδώ ο Χορός. Τότε άλλαξε το δρόμο του ο ήλιος, τα άστρα και η αυγή, γιατί τα ανόσια δεν τα θέλει ο Δίας. Αλλά αυτό δεν το σκέφτηκε η Κλυταιμνήστρα και, ξεχνώντας τους θεούς, σκότωσε τον άνδρα της. Και ο κάθε θεατής θα αναρωτιέται: Θα αφήσουν τάχα τούτο το κακούργημα ατιμώρητο οι θεοί;

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (747-853): Πέρα από τα χωράφια ακούγονται φωνές. Κάτι γίνεται εκεί. Ποιος σκοτώθηκε τάχα; Ο Ορέστης ή ο Αίγισθος; Ανήσυχη ρωτάει η Ηλέκτρα, που είναι αποφασισμένη να σφαχτεί, αν σκοτώθηκε ο αδελφός της. Αλλά έρχεται ένας αγγελιαφόρος. Ο Αίγισθος σκοτώθηκε, ο Ορέστης νίκησε. Ήρθε η μέρα της χαράς!

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (υπόρχημα, 859-879): Χαίρεται ο Χορός με την αγγελία της νίκης του Ορέστη κι ολόχαρος χοροπηδάει και καλεί την Ηλέκτρα να μπει στο χορό κι αυτή. «Όσα στολίδια έχω», απαντάει η Ηλέκτρα, «θα τα φέρω εδώ, για να στεφανώσω το νικητή».

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (880-1146): Τον Ορέστη και τον Πυλάδη, που φτάνουν κι αυτοί σε λίγο, χαρούμενη τους περιμένει η Ηλέκτρα και με στεφάνια και διαδήματα, που κρατάει στα χέρια της, τους στεφανώνει και τους δυο. Νικήσανε τον εχθρό. Τούτη είναι νίκη κι όχι εκείνες οι άλλες στους αθλητικούς αγώνες!
Αλλά κι ο Ορέστης έχει ένα δώρο για την αδελφή του: Δούλοι που τον ακολουθούν, αφήνουν μπροστά στα πόδια της τον Αίγισθο νεκρό. Μπορεί να τον κάνει ό,τι θέλει. Είναι δικός της πια. Ας μην έχει κανένα φόβο. Και η Ηλέκτρα βγάζει το άχτι της, του λέει όσα δεν μπορούσε να του πει τότε που ήταν ζωντανός και της γέμιζε με φόβο την ψυχή.
Ο Ορέστης όμως δεν ξεχνάει ότι το έργο δεν τέλειωσε. Η Κλυταιμνήστρα ζει κι όπου να είναι θα έρθει. Γι’ αυτό μεταφέρεται μέσα στο καλύβι ο Αίγισθος, για να μη τον δει η γυναίκα του και μάνα τους, που την περιμένουν να έρθει αυτήν την ώρα από τις Μυκήνες.
Από μακριά προβάλλει ένα βασιλικό αμάξι. Έρχεται η Κλυταιμνήστρα. Με όλη τη μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει σε μια βασίλισσα. Αλλά ο Ορέστης τώρα δειλιάζει. Πώς θα σκοτώσει τη μάνα τους Δεν του φαίνεται λογικός ο χρησμός που τον πρόσταξε να κάνει αυτόν το φόνο. Κοντά του όμως βρίσκεται η Ηλέκτρα με την ψυχή γεμάτη από εκδικητική μανία και του φωνάζει: «Μη δειλιάσεις και χάσεις το θάρρος σου. Μόνον έμπα μέσα και στήσε της τον ίδιο δόλο, που μ’ αυτόν και με το χέρι του Αίγισθου ξάπλωσε κάτω τον άντρα της νεκρό». Και τον σπρώχνει να μπει στο σπίτι, όπου σε λίγο θα μπει και η μάνα του. Εκεί θα την περιμένει να τη σφάξει. Αλλά η καρδιά του είναι βαριά καθώς δείχνει ο λόγος του:
«Πικρός είναι ο αγώνας και δεν έχει καμιά χαρά».
Έφτασε πια το αμάξι με την Κλυταιμνήστρα. Όλες τρέχουν, και οι γυναίκες του Χορού και η Ηλέκτρα, να βοηθήσουν να κατέβει. Αλλά η βασίλισσα δε χρειάζεται καμιά βοήθεια, έχει τις σκλάβες της.
Η Ηλέκτρα όμως για να την ερεθίσει, είπε τον πικρό το λόγο της: «Άσε με να σε βοηθήσω. Σκλάβα είμαι κι εγώ, διωγμένη από το πατρικό μου».
Έτσι ανοίγεται ένας διάλογος μεταξύ της μάνας και της κόρης, από αυτούς που του αρέσουν του Ευριπίδη να βάζει στο στόμα δύο προσώπων που μισούνται μεταξύ τους. Τέλος η Κλυταιμνήστρα, στενοχωρημένη για τα έργα της και για την κακή παντρειά της κόρης της, μπαίνει στο φτωχικό καλύβι, για να προσφέρει τις θυσίες που πρέπει για τον τοκετό της Ηλέκτρας.
Λυσσασμένη την ακολουθεί η Ηλέκτρα μιλώντας στο Χορό με δίσημα λόγια, που οι θεατές τα καταλαβαίνουν ότι είναι υπαινιγμοί για την πραγματική θυσία που θα γίνει τώρα μέσα στο καλύβι από τον αδελφό της, που με τα χέρια της τον έσπρωξε μέσα καθώς του φώναζε να φανεί άντρας.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1147-1171): «Τα κακά ξεπληρώνονται!», φωνάζει στο τραγούδι του ο Χορός, γιατί ξέρει ότι τώρα πια δεν πρόκειται να βγει από εκεί μέσα ζωντανή η Κλυταιμνήστρα. Και θυμάται το θάνατο του Αγαμέμνονα και την απελπισμένη κραυγή του προς τη φόνισσα γυναίκα του, που έδειξε δίψα για αίμα, σαν να ήταν καμιά λέαινα από αυτές που ζουν στους λόγγους των βουνών.
Και σαν ακούει ο Χορός την παρακαλεστική της τη φωνή προς τα παιδιά της να μη τη σκοτώσουν, τη συμπαθάει βέβαια για το θάνατο που βρίσκει από τα τέκνα της, αλλά πάλι θυμάται ότι έχει πράξει ανόσια έργα κι αυτή στον άντρα της και καταλήγει στην πεποίθηση:
«Ναι, ο θεός μοιράζει το δίκαιο, όταν έρθει η ώρα η μοιρόγραφτη».

ΕΞΟΔΟΣ (1172-1359): Έντρομοι και καταματωμένοι βγαίνουν στη σκηνή οι φονιάδες της μητέρας τους. Το εκκύκλημα παρουσιάζει στους θεατές τα πτώματα του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας. Φριχτά οράματα έχουν μπροστά στα μάτια τους τα δυο αδέλφια και φρικτά ακούσματα βουίζουν ακόμα στα αφτιά τους. Το κορμί τους το συγκλονίζει η φρίκη. Του κάκου η δόλια η μάνα εξόρκισε τα τέκνα της στο γάλα που τα πότισε να μην τη σκοτώσουν! Του κάκου γονάτισε μπροστά τους, του κάκου τον αγκάλιασε το γιο της! Αυτός σκέπασε τα μάτια του με το μανδύα και βύθισε το μαχαίρι του στο λαιμό της μάνας του βοηθούμενος σε τούτο κι από την αδελφή του.
Και συγκλονισμένος ο Ορέστης για το φονικό που έκανε μιλάει προς τη νεκρή πια μάνα του μετανοιωμένος:
«Να, που γέννησες παιδιά για να σε σφάξουν».
Και η Ηλέκτρα, καθώς τη σκεπάζει, χύνει κι αυτή τα δάκρυα της μετανοιωμένης:
«Να, που αγαπημένη εσέ και μισημένη με τα πέπλα σε σκεπάζουμε».
Ο Χορός συμμερίζεται τη φρίκη τους, γιατί, με το φρικτό κακούργημα που έχουν πράξει, ανέβασαν στο κατακόρυφο τη μεγάλη δυστυχία του σπιτιού των Ατρειδών.
Αλλά καιρός πια να γαληνέψουν οι ψυχές! Γι’ αυτό εμφανίζονται οι ουράνιοι καβαλάρηδες, οι δυο Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης, που θα κλείσουν τη συγκλονιστική τραγωδία μ’ έναν τόνο ειρήνης. Κρίνουν και συμπονούν. Δίκαιη ήταν - βεβαιώνουν - η τιμωρία της αδελφής τους Κλυταιμνήστρας, αλλά όχι και η πράξη του Ορέστη, του γελασμένου - το βεβαιώνουν κι αυτό - από άσοφο χρησμό του Φοίβου. Ας τρέξει ο Ορέστης στον Άρειο Πάγο στην Αθήνα. Εκεί θα αθωωθεί, γιατί το φταίξιμο δεν είναι δικό του, ο θεός της μαντικής βαρύνεται γι’ αυτό. Αλλά να κατοικεί στην πατρίδα του, όπου έχυσε το αίμα της μάνας του, δεν επιτρέπεται. Υπάρχει τόπος να κατοικήσει στην Αρκαδία, κοντά στον Αλφειό. Η Ηλέκτρα ας παντρευτεί με τον Πυλάδη. Κι ο γεωργός, που τόσο διακριτικός στάθηκε μαζί της, ας πάρει πλούσια δώρα. Τον Αίγισθο θα τον θάψουν οι κάτοικοι του Άργους και την Κλυταιμνήστρα ο Μενέλαος, που την ώρα αυτή μπαίνει στο αραξοβόλι της Ναυπλίας.
Έτσι όμως τα δυο αγαπημένα αδέλφια, που χρόνια είχαν ζήσει με τον πόθο να ανταμωθούν κάποτε και να ζήσουν μαζί, μόλις ανταμώθηκαν, αναγκάζονται να χωριστούν και γι’ αυτό ξεσπούν, καθώς αποχαιρετίζονται σφιχταγκαλιασμένα, σε λόγια συγκινητικά. Δυστυχισμένοι θνητοί!
Και οι δυο θεοί, όταν είπαν όσα παρηγορητικά λόγια είχαν να πουν, φεύγουν για τη θάλασσα της Σικελίας. Εκεί θαλασσοδέρνονται μερικά πλεούμενα. Πάνε να τα γλιτώσουν από την τρικυμία.
Στην ενδόμυχη ερώτηση του κάθε θεατή, ποιος άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος, δίνουν απάντηση οι τρεις τελευταίοι στίχοι της τραγωδίας:
«Όποιος θνητός μπορεί να είναι χαρούμενος
Και δεν τον βασανίζει καμιά συμφορά,
Αυτός είναι ευτυχισμένος
».

Ένα ηθικό πρόβλημα παρουσιάζεται στο μύθο της Ηλέκτρας.
Η Κλυταιμνήστρα μαζί με τον Αίγισθο έχει πράξει ένα βδελυρό κακούργημα: Σκότωσε τον άντρα της. Και τώρα οι δυο φονιάδες χαίρονται τα κέρδη που τους πρόσφερε το έγκλημα. Αυτοί ορίζουν το σπίτι του σκοτωμένου κι όλα τα αγαθά του. Τα παιδιά του νεκρού, που ζουν σε μια κοινωνία, όπου η αυτοδικία είναι υψηλό ηθικό χρέος, πρέπει, αν δε θέλουν να λογαριάζονται για τιποτένιοι άνθρωποι, να αρνηθούν κάθε χαρά της ζωής και κάθε άλλη ασχολία, ώσπου να διορθωθεί η αδικία και να ικανοποιηθεί με φόνους εκδίκησης ο σκοτωμένος. Μια αλύγιστη ηθική επιταγή επιβάλλει στον Ορέστη και στην Ηλέκτρα να σκοτώσουν τους φονιάδες, και τους δυο φονιάδες, έστω κι αν ο ένας από αυτούς είναι η μάνα τους.
Αλλά η πιο φρικτή πράξη για κάθε άνθρωπο είναι να σκοτώσει τη μάνα του.
Πρέπει λοιπόν να προχωρήσουν τα δυο αδέλφια ως τη φρικτή εκδίκηση να σκοτώσουν τη μάνα τους; Να εκτελέσουν ένα καθήκον και να διαπράξουν κι ένα έγκλημα; Αν αποφύγουν το έγκλημα, δε θα παραβούν ένα καθήκον;
Αυτό το θέμα πραγματεύτηκε ο Αισχύλος στις «Χοηφόρους» του. Εκεί εκτελείται ένα καθήκον και διαπράττεται κι ένα έγκλημα. Ο Ορέστης σκοτώνει τη μάνα του σύμφωνα με την προσταγή του δελφικού θεού, αλλά αμέσως παραφρονεί - τον καταδιώκουν οι Ερινύες. Η πράξη αυτή, η προσταγμένη από ένα θεό και γι’ αυτό αναμφισβήτητα σωστή, ξεπερνάει την αντοχή της ανθρώπινης ψυχής. Και γι’ αυτό θα χρειαστεί θεϊκή επέμβαση στις «Ευμενίδες» για να απαλλαγεί ο Ορέστης από το κυνηγητό των Ερινυών.
Στην «Ηλέκτρα», που έγραψε ο Σοφοκλής, στην πολύ λαμπρή αυτή τραγωδία με τις ασυνήθιστες συγκρούσεις και τις ασύγκριτες τραγικές στιγμές, όταν ήρθε η ώρα να εκδικηθούν τα δύο αδέλφια, κανένας δισταγμός δεν τα αναχαίτισε πριν το φόνο και κανένα πάλι κλονισμό στα νεύρα τους ούτε κανένα βάρος στη συνείδησή τους ένιωσαν μετά το φόνο. Σκότωσαν με μεγάλη ευκολία, όπως, σκότωναν πάντοτε στο σπίτι των απογόνων του Πέλοπα. Έδειξε στην τραγωδία του ο Σοφοκλής την ικανοποίηση της δικαιοσύνης και την εκπλήρωση ενός καθήκοντος προς τον άδικα σκοτωμένο πατέρα από δυο βασανισμένα παιδιά, που το ένα, τον Ορέστη, μόλις και με μεγάλη δυσκολία μπόρεσαν να τον γλιτώσουν από τη σφαγή χέρια φιλικά, και το άλλο, η Ηλέκτρα, είχε την καθημερινή την πίκρα να βλέπει στο πατρικό παλάτι τα όργια των φονιάδων του πατέρα της, που είχαν γίνει κι αυτής της ίδιας τύραννοι σκληρόψυχοι. Στην τραγωδία αυτή η συνείδηση δεν ταράσσεται. Τέτοιο ζήτημα δεν παρουσιάζεται. Εκτελείται ένα καθήκον, που το παράγγειλε ο θεός. Δεν αντιμετωπίζεται το έγκλημα και τα φρικτά του επακόλουθα.
Στην τραγωδία του ο Ευριπίδης παρουσιάζει το ψυχικό βάθος της Ηλέκτρας, με μοναδική σχεδόν στο αρχαίο θέατρο διεισδυτική ανάλυση. Αδίστακτη κι αυτή μπροστά στο φόνο, όπως οι πρόγονοί της, έχει δηλητηριαστεί κι από το μίσος, που χρόνια τώρα συμπυκνώνεται στην καρδιά της εκεί στο χωριατόσπιτο, όπου έχει εξοριστεί. Πάντα το ανικανοποίητο μίσος της συλλογίζεται και πάντα τη στέρηση της αγάπης και τον καταποντισμό της μέσα στη φτώχεια, αυτή η κακοπαντρεμένη μ’ έναν άνθρωπο του λαού, που αν τον ευγνωμονεί για την καλοσύνη του, όμως δεν ήταν κι άξιος να γίνει άντρας αυτής της βασιλοπούλας. Η βασανισμένη της ζωή της έχει σκληρύνει την ψυχή της. Αυτή θα οδηγήσει το χέρι του Ορέστη, αφού πρώτα θα κοιτάξει να βγάλει από το νου του τους δισταγμούς για τη λογικότητα του δελφικού χρησμού και να του στυλώσει την καρδιά μεταδίδοντας και σ’ αυτόν, το μεγαλωμένο στην εξορία, όλο το μίσος της κι όλη τη λύσσα που νιώθει η ίδια. Η δυνατότερη θέλησή της θα παρασύρει και τον Ορέστη, που, ενώ με τόσο θάρρος είχε ξεκινήσει εδώ και λίγη ώρα να βρει τον Αίγισθο και να τον σκοτώσει, δείλιασε την ώρα που είδε τη μάνα του να έρχεται από τις Μυκήνες.
Όταν όμως θα τελειώσουν το φόνο της Κλυταιμνήστρας μέσα στο καλύβι του γεωργού και θα βγουν στη σκηνή καταματωμένα τα δυο αδέλφια, το βήμα τους θα κλονίζεται και, μετανιωμένα καθώς θα είναι για το φόνο της μάνας τους, θα δείξουν με τα λόγια τους τη βαριά τύψη που θα δέρνει τη συνείδησή τους. «Αχ! τι κάναμε!», θα λένε.
Έτσι ο Ευριπίδης, με τον παμπάλαιο μύθο του φόνου της Κλυταιμνήστρας, έδειξε το έγκλημα και την ψυχική ταραχή και φρίκη που προκαλείται από αυτό. Στέκουν οι φονιάδες της μάνας τους μπροστά μας με την ψυχή συντριμμένη από το φόβο και τη φρίκη, γεμάτοι κι οι δυο αμφιβολία και μεταμέλεια για ό,τι έπραξαν. Κι είναι δυστυχείς και οι δυο οι φονιάδες, γιατί το νιώθουν ότι είναι δυστυχείς.
Και σε άλλες τραγωδίες, π.χ. στη «Μήδεια», στην «Εκάβη», μελέτησε την εκδίκηση ο βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Αλλά, αν σ’ εκείνες φαίνεται σχεδόν γοητευμένος από την άγρια εκδίκηση ανθρώπων που πάθανε μια μεγάλη αδικία, εδώ άλλο δίδαγμα κατασταλάζει στην ψυχή μας: Μην περιμένετε καλό από την εκδίκηση! Θα σκοτώσετε τη γαλήνη της ψυχής σας!
Η μεγάλη φόνισσα, η Κλυταιμνήστρα, παρουσιάζεται στην τραγωδία αυτή λιγότερο άγρια προς την κόρη της από ό,τι παρουσιάζεται από το Σοφοκλή. Θλιμμένη και μετανιωμένη για ό,τι έκανε αυτή η δυστυχισμένη μητέρα περιορίζει τις εξάψεις της, αποζητάει τη συνδιαλλαγή με την κόρη της κι έχει στεναγμούς για την κατάντια της αποδιωγμένης σ’ ένα χωριατόσπιτο βασιλοπούλας.
Αλλά κι άλλες καινοτομίες παρουσιάζονται στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη.
Η εκδίκηση δεν διαδραματίζεται μέσα στο παλάτι των Ατρειδών, το ραντισμένο από το αίμα του δολοφονημένου Αγαμέμνονα, αλλά σ’ ένα χωριατόσπιτο χτισμένο έξω από το Άργος.
Εδώ προβάλλει μια νέα μορφή αμόλυντη από την κοινωνία: Από έναν απλοϊκό χωρικό, το γεωργό άντρα της Ηλέκτρας, πλάθει ο Ευριπίδης τον έντιμο άνθρωπο της τραγωδίας, που είναι απαλλαγμένος από ελαττώματα που βρίσκουμε σε κάθε πολυάνθρωπη κοινωνία. Και καταπολεμείται ακόμα (367-390) η πρόληψη που συνδέει την αρετή με την αρχοντική καταγωγή ή με τον πλούτο ή με τη φυσική δύναμη. Περιφρονητής των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και καταστροφέας των ομηρικών ηρώων, που πολλοί θαύμαζαν, ο Ευριπίδης στρέφει τη συμπάθειά του προς τους αδύνατους και τους άσημους. Στους απλοϊκούς βρίσκει την ειλικρίνεια, την τιμιότητα, τη διακριτικότητα, τη μεγαλοψυχία.

Η «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη παίχτηκε («διδάχθηκε») το 413 π.Χ., δηλαδή πολύ πιο μετά από τα δύο άλλα δράματα με την ίδια υπόθεση, τις «Χοηφόρους» του Αισχύλου (458 π.Χ.) και την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (ίσως 430 π.Χ.).
Τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από τον Αίγισθο με τη βοήθεια της Κλυταιμνήστρας και την επιστροφή κι εκδίκηση του Ορέστη την ξέρει και ο Όμηρος, χωρίς όμως να αναφέρει ρητά ότι ο Ορέστης σκότωσε και τη μάνα του.[1]Ύστερα από τον Όμηρο, στους «Νόστους» ξαναβρίσκουμε απήχηση του τραγικού θρύλου του οίκου των Ατρειδών. Εκεί ο Πυλάδης παρουσιαζόταν για σύντροφος του Ορέστη. Αργότερα στην «Ορέστεια» του Στησιχόρου (640-555 περίπου) γινόταν λόγος για το χρησμό του Απόλλωνα, που πρόσταξε την τιμωρία των φονιάδων του Αγαμέμνονα, και την καταδίωξη του Ορέστη από τις Ερινύες. Το θρύλο τον αναφέρει αργότερα (474 π.Χ.) και ο Πίνδαρος στον ΧΙ Πυθιονίκη του (στ. 15-37).

[1] Ομήρου Οδύσσεια α 298-300, γ 303-310, δ 91-92, λ 410-417.

10/10/09

Εισαγωγή στη «Μήδεια» του Ευριπίδη

Ο Πελίας άρπαξε το θρόνο από τον αδελφό του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού. Όταν μεγάλωσε ο γιος του Αίσονα, Ιάσονας και ζήτησε να του δοθεί η πατρική βασιλεία, ο Πελίας έμεινε σύμφωνος να του τη δώσει, αν του έφερνε το χρυσόμαλλο δέρας, που, αφιερωμένο από τον Φρίξο, το φύλαγε ένας άγρυπνος δράκος στο άλσος του Άρη στη μακρινή Κολχίδα. Ο Ιάσονας δέχεται και με τους γενναίους της εποχής του ταξιδεύει για την Κολχίδα με την Αργώ, που είχε ναυπηγήσει ο Άργος, γιος του Φρίξου.
Εκεί ο Αιήτης, ο βασιλιάς των Κόλχων, όταν του ζήτησε ο Ιάσονας το χρυσόμαλλο δέρας, του πρότεινε να ζέψει στο αλέτρι ταύρους που είχαν χάλκινα πόδια και έβγαζαν φωτιές από τα ρουθούνια τους. Ο Ιάσωνας το κατορθώνει με τη βοήθεια της πριγκίπισσας Μήδειας, που τον είχε ερωτευθεί. Ο Αιήτης όμως, δεν κρατάει την υπόσχεσή του. Τότε με τη βοήθεια πάλι της Μήδειας παίρνει το δέρας. Και με τη Μήδεια και τους συντρόφους του ανεβαίνει στην Αργώ και κάνει πανιά για την Ελλάδα. Ο Αιήτης τους κυνηγάει με καΐκι. Η Μήδεια όμως, για να τον αργοπορήσει, σφάζει τον αδελφό της Άψυρτο, που τον είχε πάρει μαζί της, τον κομματιάζει και τον πετάει στη θάλασσα. Έτσι ο Αιήτης απασχολήθηκε να μαζέψει τα κομμάτια του παιδιού του και η Αργώ γλύτωσε από την καταδίωξη και έφτασε στην Ιωλκό.
Εκεί ο Ιάσονας δε βρήκε ούτε τους γονείς του ούτε τον αδελφό του. Πατέρα και αδελφό τους είχε σκοτώσει ο Πελίας, που δεν πίστευε πως θα γύριζε ο Ιάσονας από το επικίνδυνο ταξίδι ο Ιάσονας. Η μητέρα του είχε πεθάνει από τη λύπη.
Τότε η Μήδεια, για εκδίκηση, μηχανεύτηκε ένα δόλο. Έσφαξε ένα γέρικο κριάρι, το έβρασε και με μάγια το έκανε αρνί. Κατάπληκτες από το θαύμα αυτό οι κόρες του Πελία, δέχονται να γίνει το ίδιο και στον πατέρα τους. Τον σφάζουν και τον βράζουν. Η Μήδεια όμως αρνείται να προφέρει τα μαγικά τα λόγια και έτσι ο Πελίας ούτε ζωντανός ούτε νέος γίνεται. Τότε ο Άκαστος, γιος του Πελία, διώχνει από την Ιωλκό τον Ιάσονα και τη Μήδεια, που με τα παιδιά τους καταφεύγουν στην Κόρινθο, όπου τους φιλοξενεί ο βασιλιάς ο Κρέοντας.

Ανάλυση της τραγωδίας
Η σκηνή στην Κόρινθο, μπροστά στο σπίτι της Μήδειας.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-130): Μια γερόντισσα σκλάβα, παλιά παραμάνα (τροφός) της Μήδειας, βγαίνει θλιμμένη από το σπίτι. Κάποια μεγάλη συμφορά έχει βρει την κυρά της. Αχ! Αν δεν ταξιδεύανε, λέει, οι Αργοναύτες για την Κολχίδα, κανένα κακό δε θα γινόταν από όσα έγιναν μετά. Δε θα ακολουθούσε ερωτοχτυπημένη η Μήδεια τον Ιάσονα στην Ιωλκό, όπου για το χατίρι του έσφαξε τον Πελία κι έτσι αναγκάστηκε κι αυτή κι ο Ιάσονας να πάρουν τα παιδιά τους και να καταφύγουν στην Κόρινθο. Εκεί άλλα βάσανα την περίμεναν. Ο άντρας της ξέχασε και γυναίκα και παιδιά και παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Κρέοντα. Γι’ αυτό τώρα λειώνει στο κλάμα η Μήδεια, νοσταλγεί το πατρικό της σπίτι, θυμάται τον πατέρα της, που τόσο μακριά του έφυγε. Θέλει να εκδικηθεί. Μισεί ακόμα και τα παιδιά της. Όταν τα βλέπει, δε γελάει το πρόσωπό της. Κάτι κακό θα κάνει. Την ξέρει η γερόντισσα.
Μα ο παιδαγωγός, που ήρθε από έξω την ώρα αυτή με τα παιδιά, έχει κι άλλα νέα: Ο Κρέοντας σκοπεύει να διώξει τη Μήδεια από την Κόρινθο μαζί με τα παιδιά. Αν το μάθει η Μήδεια; Γι’ αυτό με τρόμο στην ψυχή της η γερόντισσα συμβουλεύει τον παιδαγωγό να κρύψει τα παιδιά από την αγριεμένη μάνα τους. Την έχει δει να τα αγριοκοιτάζει, όταν βρίσκονται κοντά της. Με την οργή που έχει, κάποιο μεγάλο κακό θα κάνει.
Και δεν είναι ασύστατοι οι φόβοι της γερόντισσας. Αυτή την ώρα ένα άγριο ξεφωνητό ακούεται από μέσα από το σπίτι. Είναι η Μήδεια που τη δέρνει βαριά ταραχή και άγρια την πνίγει η απελπισία (97). Και σαν είδε τα παιδιά της, που μπήκαν μέσα μαζί με τον παιδαγωγό, με άλλη κραυγή ξεσπάει ασυγκράτητα το μίσος της και γι’ αυτά και για τον Ιάσονα και για όλο του το σπίτι (112-114).
Έτσι η άγρια κραυγή της Κολχίτισσας, που ακούστηκε σαν βροντή και σαν απόμακρο αχολόι θύελλας που ολοένα πλησιάζει, βεβαιώνει τα όσα είπε η παραμάνα για το χαρακτήρα της κυράς της.

ΠΑΡΟΔΟΣ (131-212): Δέκα πέντε Κορίνθιες - ο Χορός - ακούσανε τις κραυγές της Μήδειας. Έρχονται και στέλνουν την παραμάνα μέσα στο σπίτι να φωνάξει την κυρά της έξω. Ελπίζουν να την καταπραΰνουν.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (213-409): Βγήκε η Μήδεια από το σπίτι και στενάζει για την απιστία του άντρα της. Τώρα θέλει να πεθάνει. Πρώτα όμως θα εκδικηθεί τον άπιστο, τον καινούργιο πεθερό του και τη νεόνυμφη. Τη στιγμή αυτή παρουσιάζεται ο Κρέοντας (271) και την προστάζει να φύγει αμέσως από την Κόρινθο μαζί με τα παιδιά της. Αλλά η Μήδεια τον πείθει να την αφήσει για μια μέρα μονάχα, για να ετοιμαστεί.
Άλλα όμως είχε στο νου της η Μήδεια. Και τα εκμυστηρεύεται (364-409) στο Χορό. Της φτάνει αυτή η μια μέρα, λέει με άγρια χαρά, για να σκοτώσει τρεις εχθρούς, πεθερό, νύφη και γαμπρό.
«Θα φτάσω σε άγρια τόλμη» βεβαιώνει αποφασισμένη να μη λησμονήσει, γιατί δε θέλει να χαρούν οι εχθροί της με τις συμφορές της. Ξέρει να εκδικηθεί. Οι απόγονοι του Σίσυφου και η καλή του Ιάσονα δε θα γελάσουν με την εγγονή του Ήλιου. Πρέπει να εκδικηθεί.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (410-445): Φέρνοντας στο νου του ο Χορός το δόλο του Ιάσονα, που πάτησε τους όρκους του, ανυψώνεται σε γενικότερη θεώρηση και, καθώς παίρνει αφορμή ο ποιητής από τα προ του 431 π.Χ. χρόνια, οπότε συνθήκες είχαν καταπατηθεί, η δυσπιστία κι ο δόλος είχε κυριαρχήσει, η μια πόλη συκοφαντούσε την άλλη κι όλοι ετοιμάζονταν για πόλεμο, που τον κληρονομούσαν και τα εγγόνια τους, με δυσθυμία διαπιστώνει τη γενική των πάντων ανατροπή σε μια εικόνα, που κάθε αναστατωμένη εποχή θα την αναγνώριζε για καθρέφτισμα δικό της. Τίποτα δε μένει στη θέση του: «Πίσω πάνε τα ιερά νερά των ποταμών, κι ανάστροφα γυρνούν και η δικαιοσύνη κι όλα».
Και αυτό που λέγανε, ότι οι γυναίκες είναι πονηρές, τώρα αποδεικνύεται ότι οι άντρες είναι πονηροί.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (446-626): Έρχεται ο Ιάσονας και βρίσκει ότι σε όλα φταίει η Μήδεια, που κακολογεί το βασιλικό σπίτι. Κανένας δεν θα την έδιωχνε, αν είχε τη γλώσσα μαζεμένη. Μα πάλι αυτός έχει τη φροντίδα της και είναι, της λέει, έτοιμος να της δώσει χρήματα, για να μπορεί να ζήσει κι αυτή και τα παιδιά της στους ξένους τόπους που θα πάνε.
Αφρίζοντας από το κακό της η Μήδεια, απορεί για την αδιαντροπιά του άπιστου και, για να ξαλαφρώσει την ψυχή της, τον βρίζει με τα πιο καυτερά λόγια για την αχαριστία του.
Μα ο Ιάσονας δε δυσκολεύεται να απαντήσει. Δεν του λείπουν οι σοφιστικές δικαιολογίες. Ό,τι έκανε γι’ αυτόν η Μήδεια, δεν το έκανε από καλοσύνη της, αλλά γιατί τον είχε ερωτευθεί. Μα κι αυτή δε βγήκε ζημιωμένη. Κατοικεί πια στην Ελλάδα, όπου η σοφία της έγινε πασίγνωστη. Και πρέπει ακόμα να παραδεχτεί η Μήδεια, ότι για την ευτυχία και τα δική της και των παιδιών της παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα. Τώρα θα γίνει πια πλούσιος και δε θα τους λείπει τίποτα. Θα είναι πολύ ευτυχισμένοι όλοι τους.
Αλλά και τώρα είναι έτοιμος να της δώσει χούφτες το χρυσάφι και να τη συστήσει στους φίλους του, για να την καλοδεχτούν.
Κι όταν η Μήδεια δήλωσε ότι δε θέλει καμιά βοήθεια από αυτόν, έκραξε τους θεούς μάρτυρες των καλών σκοπών, που είχε και για την Κολχίτισσα και τα παιδιά τους. Και φεύγει με ήσυχη τη συνείδηση, ενώ πικρά και χλευαστικά τον κυνηγούν τα λόγια της παρατημένης, να τρέξει γρήγορα στη νύφη, που καταλήγουν (626) στη φοβερή απειλή:
«Θα κάνεις τέτοιο γάμο, που γάμο δε θα τον λες».

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (627-662): Τη συγκλονιστική εντύπωση των γυναικών του Χορού από την κακοτυχία της Μήδειας φανερώνει τούτο το Στάσιμο, όπου εύχονται να ζουν αρμονικά με τους άντρες τους στην πατρίδα και παράφορος έρωτας να μην τις χτυπήσει. Μαλακά ας είναι τα βέλη της Αφροδίτης. Και οι αίτιοι τέτοιων συμφορών σαν της Μήδειας να μη ζουν, γεμάτος συμπόνια για την ξένη ψάλλει ο Χορός.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (663-823): Μα να! ένας ξένος χαιρετάει τη Μήδεια. Είναι ο Αιγέας, ο βασιλιάς της Αθήνας. Έρχεται από τους Δελφούς, όπου ο Απόλλωνας του έδωσε ένα σκοτεινό χρησμό, όταν τον ρώτησε πώς θα αποχτήσει παιδιά. Του λέει και η Μήδεια τις συμφορές της και του υπόσχεται ότι θα του δώσει βοτάνια, για να αποχτήσει παιδιά, αν τη δεχτεί στη χώρα του. Δέχεται την πρότασή της ο Αιγέας και συνεχίζει το δρόμο του. Όταν θελήσει, μπορεί να πάει στην Αθήνα η Μήδεια.
Εξασφαλισμένη τώρα η Μήδεια ανακοινώνει στο Χορό τα σχέδια της. Θα καλέσει τον άντρα της και, κάνοντας τη μετανιωμένη για όσα του είπε, θα του πει να παρακαλέσει τον Κρέοντα να φύγει μονάχα αυτή και να μείνουν τα παιδιά κοντά στον πατέρα τους. Και για να το δεχτεί αυτό και η νεόνυμφη, θα της στείλει φανταχτερά δώρα, ένα πέπλο και χρυσό στεφάνι, που σαν τα φορέσει θα τη θανατώσουν. Μετά θα σφάξει και τα παιδιά της. Έτσι θα αφανίσει το σπίτι του Ιάσονα. Αυτό είναι εκδίκηση.
Του κάκου την αποτρέπει η Κορυφαία. Αυτή στέλνει την παραμάνα να της φέρει τον Ιάσονα. Ό,τι σχεδίασε, θα γίνει.

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (824-865): Μα στη χώρα, όπου σκέφτεται να πάει, την αγαπημένη από τους θεούς, της λέει ο Χορός, οι ευτυχισμένοι εκεί άνθρωποι είναι και σοφοί και αγαπάνε με άδολη αγάπη κάθε ευγενικό και ωραίο. Δεν είναι το ίδιο οι έρωτες τους - θέλει να αφήσει στην ψυχή της Μήδειας ο Χορός σαν καταστάλαγμα του ύμνου της Αθήνας - δεν είναι το ίδιο οι έρωτες εκείνοι και η δική σου παραφορά, που σε σπρώχνει στο έγκλημα. Τέτοια πόλη πώς θα σε δεχτεί; ρωτάει με εναγώνια φωνή ο Χορός. Μη σκοτώσεις τα παιδιά σου! Και καλπάζοντας με τη φαντασία του φέρνει μπρος στα μάτια της ψυχής της μανιασμένης τη φρικτή σκηνή, να προσπέφτουν δακρυσμένα τα παιδιά μπροστά στην αδυσώπητη μητέρα, καθώς θα υψώνει από πάνω τους μαχαίρι ακονισμένο. Κι από εδώ, σαν από αδύνατη κλωστή, κρέμεται η ελπίδα του Χορού, ότι δε θα μπορέσει η αγριεμένη σκληρόκαρδη μητέρα να βάψει το χέρι της στο αίμα των παιδιών της.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (866-975): Ήρθε ο Ιάσονας και η συνάντησή του με τη Μήδεια είναι φιλικότατη. Του ζητάει συγχώρεση για τα πικρά της λόγια και φωνάζει τα παιδιά να έρθουν να φιλήσουν τον πατέρα τους. Αφού φιλιώθηκε η μάνα τους, ας φιλιωθούν κι αυτά μαζί του.
Όμως το κακό, που μελετάει για τα παιδιά της και το κρύβει βαθιά στο νου της, της φέρνει δάκρυα στα μάτια. Δακρυσμένες και οι γυναίκες του Χορού την παρακαλούν:
«Μακάρι να μη μεγαλώσει πιο πολύ ακόμα το κακό».
Ο Ιάσονας πέφτει στην παγίδα. Δεν καταλαβαίνει την απάτη. Επαινεί την τωρινή φρονιμάδα της Μήδειας και για τα παιδιά προβλέπει ζωή ευτυχισμένη. Ας μη θλίβεται η Μήδεια. Φροντίζει αυτός. Και η Μήδεια του ζητάει να μη φύγουν μαζί της τα παιδιά, ας μεγαλώσουν στα χέρια του πατέρα τους. Δέχεται ο Ιάσονας να μεσολαβήσει στον Κρέοντα. Και για να ευχαριστήσει τη νεόνυμφη βασιλοπούλα, η Μήδεια της στέλνει με τα παιδιά της τα θανατηφόρα δώρα, που είδαμε να γίνεται λόγος στο προηγούμενο επεισόδιο.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (976-1001): Τώρα πια ο Χορός δεν έχει καμιά ελπίδα ούτε για τα παιδιά ούτε για τη νεόνυμφη. Γι’ αυτό κλαίει και τον Ιάσονα, που ανίδεος θα χάσει και νύφη και παιδιά, και στενάζει και για τη δυστυχισμένη μάνα, που για ένα νυφικό κρεβάτι θα σφάξει τα παιδιά της.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Ε' (1002-1080): Χαρούμενος έρχεται από το παλάτι ο παιδαγωγός και αναγγέλλει στη Μήδεια ότι όλα πάνε καλά: Η βασιλοπούλα ευχαριστήθηκε από τα δώρα, τα παιδιά δε θα φύγουν.
Τόσο ευχάριστο άγγελμα, κι όμως η Μήδεια σάστισε και κλαίει!
Βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ τραγική σκηνή του δράματος. Δυο πολύ δυνατά πάθη παλεύουν στην ψυχή της Μήδειας: γλυκιά και τρυφερή στοργή της μάνας και ζήλεια ασυγκράτητη και μίσος άγριο της περιφρονημένης συζύγου για τον άντρα της. Δακρυσμένη αγκαλιάζει και φιλάει τα δυο μικρά της και τους μιλάει με λόγια διφορούμενα. Αυτά θα κατοικούν για πάντα κάπου - στον Άδη δηλαδή - κι αυτή θα πλανιέται ξένη κι αποδιωγμένη σε ξένους τόπους. Πικρή και θλιβερή θα είναι η ζωή της. Δε θα τη γηροκομήσουν τα παιδιά της - θα είναι στον Άδη.
Αλλά καθώς την κοιτάνε τα μικρά κατάματα και της χαμογελούν, της λυγίζουν την καρδιά κι αποφασίζει να μην τα σκοτώσει. Όχι, θα τα πάρει και θα φύγει!
«Στο καλό, η πρώτη μου βουλή. Θα τα πάρω τα παιδιά μου από εδώ».
Μα έτσι θα μείνει ατιμώρητος ο άντρας της και θα γελάει! Και νικημένη από το μίσος αλλάζει γνώμη. Αποφάσισε να τα σκοτώσει και τα στέλνει μέσα στο σπίτι, όπου θα μπει κι αυτή οπλισμένη μ’ ένα μαχαίρι.
Τώρα μόνη πια, πότε δειλιάζει και πότε την κυριεύει η εκδικητική μανία, που βρίσκει τρόπο να τη δικαιολογήσει: Αν δεν τα σκοτώσει αυτή, θα τα σκοτώσουν οι εχθροί της και μάλιστα με μαρτύρια.
Τα ξαναφωνάζει πάλι έξω και τους δίνει τον τελευταίο ασπασμό, με όλο τον πόνο της μητέρας που ξεπροβοδίζει τα παιδιά της για το αγύριστο ταξίδι και, όταν τα ξανάστειλε μέσα, εξομολογείται στο Χορό την τρικυμία της ψυχής της (1078-79):
«Και ξέρω το κακό που πάω να κάνω, μα νικάει το λογισμό μου ο θυμός».

ΜΕΣΩΔΙΚΟ (1081-1115): Η Κορυφαία του Χορού καλοτυχίζει όσους δεν απόχτησαν παιδιά, γιατί αυτοί δε γεύονται πόνους στη ζωή τους.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤ' (1116-1250): Η Μήδεια δεν είχε πάει ακόμα να βρει τα παιδιά της με το μαχαίρι στα χέρια μες στο σπίτι. Περίμενε να μάθει το θάνατο της νύφης. Και το ευχάριστο άγγελμα δεν άργησε. Τρεχάτος ήρθε ο αγγελιαφόρος και της είπε ότι η νεόνυμφη κι ο πατέρας της κάηκαν από φλόγες που τινάχτηκαν από το χρυσό στεφάνι και το πέπλο.
Τώρα βρίσκει η Μήδεια ότι είναι πια καιρός να καταπιαστεί με το δεύτερο μέρος της εκδίκησης, με τη σφαγή των παιδιών της. Και με κραυγή δυνατή σαν αλαλαγμό και με αλύγιστη σκληρότητα ενθαρρύνει τον εαυτό της: «Εμπρός, καρδιά μου, ετοιμάσου! Λησμόνα τα για λίγο τώρα κι ύστερα τα κλαις». Και μεθυσμένη από τη μανία να ξεθεμελιώσει το σπίτι του Ιάσονα και να του προσφέρει την πιο πικρή οδύνη, ορμά προς την κάμαρα, όπου ανίδεα για το κακό που τα περιμένει, παίζουν τα παιδιά.

ΣΤΑΣΙΜΟ ΣΤ' (1251-1292): Τρομαγμένος ο Χορός από την άγρια μανία της Μήδειας, κράζει τον Ήλιο και τη Γη να προλάβουν το φρικτό κακούργημα και να διώξουν τη φόνισσα την αγριεμένη και διψασμένη για αίμα, που του κάκου πασχίζει να της ξυπνήσει τη στοργή, έστω και την τελευταία στιγμή, με την κραυγή:
«Του κάκου βασανίστηκες για τα παιδιά σου! Του κάκου, καθώς φαίνεται, τα γέννησες τα ακριβά σου...».
Μα τώρα ακούγεται πίσω από την κλεισμένη πόρτα η κραυγή των παιδιών, που ζητούν βοήθεια να τα γλυτώσει από την αγριεμένη μάνα τους. Ορμούν οι γυναίκες του Χορού στην πόρτα, τη χτυπούν, αλλά δεν ανοίγει, είναι αμπαρωμένη.
Τα παιδιά σφάζονται πίσω από την κλεισμένη πόρτα. Η φρίκη των θεατών, δυνατή και συγκλονιστική, έφτασε στο κατακόρυφο. Και ο Χορός θυμάται έναν παλιό θρύλο, που σ’ αυτόν μονάχα αναφέρεται ότι στα παλιά τα χρόνια, που σβήνουν στην ομίχλη των αιώνων, άλλη μια - μονάχα μια - μητέρα σκότωσε τα παιδιά της.

ΕΞΟΔΟΣ (1293-1419): Έρχεται ο Ιάσονας, για να σώσει τα παιδιά του από τα χέρια των συγγενών της νύφης και του πεθερού του. Μαθαίνει όμως από την Κορυφαία του Χορού πως η μάνα τους είναι η φόνισσα. Ορμά στην κλειστή την πόρτα, για να μπει στο σπίτι να σκοτώσει τη φόνισσα, αλλά δεν μπορεί κι αυτός να την ανοίξει και δε θα κάνει τίποτα. Η Μήδεια ανεβασμένη σ’ ένα άρμα, που το σέρνουν δράκοι φτερωτοί, βρίσκεται επάνω σ’ ένα ύψωμα. Έχει και τα σφαγμένα παιδιά μαζί της. Ο Ιάσονας μια τη βρίζει και μια την ικετεύει να του δώσει τα παιδιά του, για να τα αγκαλιάσει, να τα φιλήσει, να τα θάψει. Η Μήδεια χαίρεται με τον πόνο του και, ανένδοτη στα παρακάλια του, φεύγει με το φτερωτό της άρμα για την Αθήνα, όπου θα τη φιλοξενήσει ο Αιγέας.

Μια από τις πιο παθητικές και ίσως η πιο άψογη καλλιτεχνικά από τις τραγωδίες του Ευριπίδη είναι η Μήδεια, όπου ο τραγικός φανέρωσε την τρικυμία, που δέρνει την ψυχή μιας γυναίκας που την άφησε ο άντρα της.

Μήδεια: Η άγρια ζήλεια της προς τη γυναίκα, που της έκλεψε τον άντρα, θα της εμπνεύσει έναν πρωτότυπο σε σκληρότητα τρόπο να τη θανατώσει. Και θα αισθανθεί ως τα κατάβαθα της ψυχής την εντονότερη χαρά, όταν θα μάθει πόσο πικρές στάθηκαν οι τελευταίες στιγμές της βασιλοπούλας και του πατέρα της, που δεν τη συλλογίστηκε καθόλου αυτήν, μια γυναίκα ξένη σε ξένο τόπο, όταν τον άντρα της τον έκανε γαμπρό του.
Άγριο και αδυσώπητο είναι το μίσος της για τον Ιάσονα, που τον βοήθησε σε δύσκολες στιγμές της ζωής του, που για χατίρι του χωρίστηκε από τους δικούς της και τον ακολούθησε στην Ελλάδα, βασισμένη στους όρκους του. Και η μανία της θα την σπρώξει ως την απόφαση να σφάξει τα παιδιά της, που έχει από αυτόν. Έτσι θα του κάψει την καρδιά.
Και για να πετύχει όλους τους σκοπούς της, θα καταχωνιάσει την οργή στα βάθη της ψυχής της, και γλυκομίλητη θα παρασύρει στην παγίδα πρώτα τον Κρέοντα και μετά τον Ιάσονα, ώσπου να έρθει η ώρα να στείλει και στη νύφη γαμήλια δώρα. Και τότε θα δουν... Διψασμένη για εκδίκηση κρύβει και τη ζήλεια και το μίσος και τα θανάσιμα σχέδιά της. Ξέρει να υποκρίνεται.
Ξέρει πως η θανάτωση των παιδιών της θα βυθίσει τον Ιάσονα στη δυστυχία. Μα ίσα-ίσα που τη δυστυχία του θέλει και η Μήδεια. Κι αυτή η επιθυμία της τη βοήθησε να νικήσει την αγωνία και την ταραχή της, όταν έφτασε πια η ώρα να παλέψει το μίσος, που είχε για τον άντρα της, με τη μητρική στοργή. Η εκδίκηση είναι γι’ αυτήν η γλυκύτερη απόλαυση. Γι’ αυτό δε θα ανοίξουν τα φύλλα της καρδιάς της, για να περάσουν μέσα οι φωνές των παιδιών και δε θα δει το δάκρυ τους, όταν θα αστράφτει μπρος στα μάτια τους το κοφτερό μαχαίρι της. Έχει καιρό να τα κλάψει αργότερα. Τώρα θα εκδικηθεί.
Ιάσονας: Κερδοσκόπος, ελεεινός συμφεροντολόγος και αδιάντροπος μέχρι κυνισμού παρουσιάζεται εδώ ο ηγέτης των Αργοναυτών. Για συμφέρον πήρε γυναίκα του τη Μήδεια, όχι όπως εκείνη από αγάπη. Για συμφέρον την άφησε κι αυτήν και τα παιδιά του, για να πάρει άλλη γυναίκα, την πλούσια βασιλοπούλα. Ψεύτης και στρεψόδικος θέλει να σκεπάσει την απιστία του με σοφιστικά επιχειρήματα, γεμάτα κυνισμό.
Αιγέας: Συμπαθητικός είναι ο βασιλιάς της Αθήνας, που ποθεί να αποχτήσει παιδιά, ενώ ένας άλλος, που είχε την ευτυχία να είναι πατέρας, τα αφήνει στους πέντε δρόμους και η μητέρα τους σε λίγο θα τα σφάξει.
Κρέων: Την αυστηρότητα των αδύνατων ανθρώπων, που φοβούνται να μην τους έρθει κανένα κακό, έχει ο βασιλιάς της Κορίνθου.
Τροφός: Πονάει την κυρά της η τροφός κι όπως ξέρει το χαρακτήρα της, δοκιμάζει όλον τον τρόμο του ανθρώπου που μαντεύει αλάθητα το κακό.
Παιδαγωγός: Έχει κι αυτός ενδιαφέρον για τα ζητήματα της κυράς του. Και γι’ αυτό κρυφακούει στην αγορά τι λένε γι’ αυτήν και με χαρά της αναγγέλλει πως δέχτηκε ο βασιλιάς να μείνουν τα παιδιά της στην Κόρινθο.

Η «Μήδεια» διδάχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια του 431 π.Χ. στο θέατρο του Διονύσου. Τότε το πρώτο βραβείο το πήρε ο Ευφορίων, το δεύτερο ο Σοφοκλής και το τρίτο ο Ευριπίδης με τις τραγωδίες «Μήδεια», «Φιλοκτήτη», «Δίκτυ» και με το σατυρικό δράμα, τους «Θεριστές». Από αυτά μονάχα η «Μήδεια» σώζεται.

7/10/09

Εισαγωγή στην «Ιφιγένεια την εν Ταύροις» του Ευριπίδη

Η «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» διδάχτηκε το 414 π.Χ. περίπου. Η «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι» παίχτηκε μετά το θάνατο του Ευριπίδη, είναι έργο μεταγενέστερο, παρόλο που προηγείται σαν μύθος. Η «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» είναι ένα από τα πιο τεχνικά έργα του Ευριπίδη και κατορθώνει να μας πληροφορήσει για όλα τα βάσανα της γενιάς των Ατρειδών.
Η Ιφιγένεια δε σφάχτηκε στην Αυλίδα. Η Άρτεμη την αντικατέστησε πάνω στο βωμό με ένα ελάφι και την έφερε στη χώρα των Ταύρων, όπου είχε ναό, ενώ οι Έλληνες τη θεωρούν θυσιασμένη. Στη χώρα των Ταύρων η Ιφιγένεια γίνεται ιέρεια της Άρτεμης και συνεργεί στο προκαταρκτικό στάδιο αιματηρών θυσιών προς τιμή της θεάς.
Ο Ορέστης, μετά το φόνο της μητέρας του και αφού αθωώνεται στην Αθήνα, κυνηγιέται από μια ομάδα Ερινύες που διαφώνησαν με την απόφαση. Ο Απόλλωνας, στον οποίον καταφεύγει, του δίνει εντολή να πάει στην Ταυρίδα, να αρπάξει το άγαλμα της Άρτεμης και να το φέρει στην Αττική, στην περιοχή της Βραυρώνας, κοντά στη Ραφήνα.
Ο Ορέστης με τον ξάδελφό του Πυλάδη φτάνουν στην Ταυρίδα και σχεδιάζοντας την αρπαγή του αγάλματος συλλαμβάνονται στην ακτή από αγελαδάρηδες, που τους οδηγούν στο βασιλιά της χώρας Θόα. Εκείνος δίνει εντολή να θυσιαστούν. Οι δυο νέοι οδηγούνται μπροστά στην Ιφιγένεια για σφαγή. Σ’ ένα πολύ μακρύ επεισόδιο, ο Ευριπίδης μεθοδεύει την αναγνώριση των δύο αδελφών, που ο καθένας αγνοεί πως ο άλλος ζει.
Οι δύο νέοι σχεδιάζουν και πετυχαίνουν απόδραση εξαπατώντας τον άρχοντα της χώρας. Όταν η απάτη αποκαλύπτεται, εμφανίζεται από μηχανής θεά η Αθηνά και ευλογεί την πράξη. Οι νέοι αναχωρούν με το άγαλμα της θεάς με πλώρη για την Αθήνα. Ο χορός είναι γυναίκες Ελληνίδες αιχμάλωτες στη χώρα των Ταύρων.
Πίσω από την αστυνομική υπόθεση του έργου, τα πρόσωπα δεν μπορούν να κρύψουν την τραγική τους καταγωγή. Δέσμια, παγιδευμένα σε θεϊκές αποφάσεις, καταφεύγουν σε τεχνάσματα και πανουργίες για να ανταποκριθούν στο θεϊκό σχέδιο και να το υπηρετήσουν, πέφτουν σε άπειρες ασέβειες. Παραβιάζουν εντολές, προσβάλλουν έθιμα, εξαπατούν, ασεβούν στα θεία, διακωμωδούν τις ιερές τελετές.
Βέβαια στο έργο θριαμβεύει η λογική των Ελλήνων πάνω στην αφελή δεισιδαιμονία των βαρβάρων. Ο Ευριπίδης όμως δεν παίρνει θέση. Συμπαθεί τους ήρωες, αλλά παραμένει πρόβλημα το αν εγκρίνει τις μεθόδους τους. Το σίγουρο είναι ότι ο ποιητής στέκεται κριτικά απέναντι στους μύθους και προσπαθεί να συλλάβει το νόημα που έχουν οι ανθρώπινες πράξεις και ποιο σκοπό εξυπηρετούν. Στην Ιφιγένεια δεν υπάρχουν οι διαστάσεις του τραγικού που βρίσκουμε στον Αισχύλο και στο Σοφοκλή. Οι ήρωες έχουν χάσει το μέγεθός τους και συμπεριφέρονται σαν κοινοί άνθρωποι. Είναι φυσικό, γιατί βρισκόμαστε στην πιο δραματική περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, στη Σικελική εκστρατεία, όταν παίζεται η «Ιφιγένεια». Μέσα στην Αθήνα αμφισβητούσαν όλες τις αξίες και όλους τους θεσμούς. Είναι λοιπόν αδύνατο ένας οξυδερκής ποιητής να μην εντάξει στο έργο του το πνεύμα της εποχής.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το δράμα εξελίσσεται στην αφιλόξενη χώρα των Ταύρων, τη σημερινή Κριμαία. Επάνω σ’ ένα πετρώδες βουνό, κοντά στη θάλασσα, υψώνεται ένας ναός ελληνικού ρυθμού, αφιερωμένος στη λατρεία της Άρτεμης. Μπροστά από το ναό υπάρχει ένας βωμός, στον οποίον σύμφωνα με μια παμπάλαια συνήθεια των βαρβάρων Ταύρων θυσιάζονται οι Έλληνες που έφταναν με τα πλοία τους στη χώρα. Από τους θριγκούς του ναού κρέμονται λάφυρα αυτών που θυσιάζονταν, δηλαδή όπλα, κρανία, σκελετοί.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-122): Περίλυπη βγαίνει από το ναό η Ιφιγένεια και διηγείται τα έξω του δράματος, πώς δηλαδή οδηγήθηκε στην Αυλίδα, δήθεν για να παντρευτεί τον Αχιλλέα, στην πραγματικότητα όμως για να θυσιαστεί στη θεά Άρτεμη και πως την έσωσε η Άρτεμη και την έφερε σε τούτο το ναό, όπου υποχρεώθηκε ως ιέρεια πλέον να ετοιμάζει για θυσία τους Έλληνες που έφταναν μέχρι εκεί.
Αλλά στη θλίψη της για την απώλεια της πατρίδας, τη σκληρότητα του πατέρα και το φρικτό λειτούργημα που της ανέθεσαν, προστέθηκε τώρα και μια ταραχή: από ένα φοβερό όνειρο, που είδε την περασμένη νύχτα, νομίζει ότι πέθανε στις Μυκήνες ο αδελφός της Ορέστης. Σ’ αυτόν τώρα θέλει να προσφέρει νεκρικές τιμές (χοές). Αλλά επειδή δε φάνηκαν ακόμα οι σκλάβες Ελληνίδες που της δόθηκαν από τον βασιλιά των Ταύρων για να την υπηρετούν, μπαίνει πάλι στο ναό της θεάς, ο οποίος είναι και κατοικία της.
Στην άδεια ήδη σκηνή παρουσιάζονται δύο νέοι, ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Προχωρούν με πολλή προσοχή (μπροστά είναι ο Πυλάδης) και κοιτάζουν γύρω φοβισμένοι μήπως τους δει κανένας. Ο Ορέστης λέει ότι υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα ήρθε έως αυτή τη χώρα, για να κλέψει το άγαλμα της θεάς Άρτεμης και να το μεταφέρει στην Αθήνα. Αν το κατόρθωνε, θα απαλλασσόταν από την καταδίωξη των Ερινυών για το φόνο της μητέρας του. Η φρικτή διακόσμηση του θριγκού του ναού τους πείθει ότι αυτός είναι ο ναός που ζητάνε, στον οποίον βρίσκεται το άγαλμα της θεάς. Αφήνοντας την κλοπή για τη νύχτα αποσύρονται, για να κρυφτούν στους βράχους της ακρογιαλιάς.

ΠΑΡΟΔΟΣ (123-235): Με θρησκευτική ευλάβεια βαδίζουν οι 15 υπηρέτριες Ελληνίδες, που αποτελούν το Χορό, προς το ναό της Άρτεμης, τραγουδώντας προς τιμή της θεάς τους στίχους 126-136, που μπορούν να θεωρηθούν ως προσόδιο άσμα. Οι λίγες λέξεις των στίχων αυτών αρκούν για να ζωγραφίσουν με τις εικόνες που παρελαύνουν όλο το θέλγητρο του ελληνικού τοπίου με τα καλλιεργημένα δέντρα, τα κλήματα και τις ελιές, που φανερώνουν την πολιτισμένη χώρα, για την οποία τόση νοσταλγία αισθάνεται ο Χορός των Ελληνίδων εκεί στη βάρβαρη χώρα.
Η Ιφιγένεια βγαίνει από το ναό και απαρηγόρητη για το θάνατο του αδελφού της (τόσο δυνατή είναι η πίστη της στο όνειρο) του προσφέρει τις νεκρικές τιμές καθώς πνίγεται από τα δάκρυα.
Τη θλίψη της συμμερίζεται και ο Χορός που απαντά στους λυγμούς της με ταιριαστό μοιρολόι για όσα κακά χτυπούν αδιάκοπα το γονικό της Ιφιγένειας. Και σαν επιστέγασμα όλων των δυστυχιών ήρθε τώρα, λέει η Ιφιγένεια, και ο θάνατος του Ορέστη, του οποίου η ανάμνηση των τρυφερών παιδικών χρόνων της γεμίζει την καρδιά με τόση γλυκιά περιπάθεια, με όση και ο θάνατός του πίκρα και απόγνωση.
Κομματική είναι η πάροδος από τους στίχους 142-235, επειδή αποτελείται από κομμό (μοιρολόι) της Ιφιγένειας και του Χορού.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (236-391): Ένας βουκόλος έρχεται και διακόπτει το μοιρολόι της Ιφιγένειας. Αναγγέλλει ότι συνελήφθηκαν στην ακρογιαλιά δύο Έλληνες, εξαίρετα θύματα για τη θεά.
Αφού έφυγε ο βουκόλος, η Ιφιγένεια μονολογεί ερευνώντας (στίχοι 344-391) τι συμβαίνει στην καρδιά της: Άλλοτε αισθανόταν λύπη για τη θυσία ξένων. Τώρα όμως βρίσκει ότι σκλήρυνε η καρδιά της από το όνειρο που της ανάγγειλε το θάνατο του αδελφού της. Δεν υπάρχει πλέον θέση στην καρδιά της για ξένους καημούς! Θα είναι σκληρή προς τους Έλληνες που συνελήφθηκαν... Τι τραγική ειρωνεία! Θα είναι σκληρή προς εκείνον τον οποίον ίσα-ίσα τόσο αγαπά! Μαλακώνει όμως στο τέλος του μονόλογου και κατηγορεί το φρικτό έθιμο των Ταύρων να θυσιάζουν ανθρώπους. Δεν είναι αλήθεια, διακηρύττει η Ελληνίδα ιέρεια, ότι οι θεοί αρέσκονται στην ανθρωποθυσία ή την ανθρωποφαγία.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (392-455): Θαρραλέοι ναυτικοί θα είναι αυτοί που συνελήφθηκαν, διακηρύττει ο Χορός, τους οποίους θα παρέσυρε μέχρι τους άξενους Ταύρους η ελπίδα του πλούτου. Και αναπλάθοντας οι παρθένες του Χορού με τη φαντασία τους το ταξίδι μέσα από επικίνδυνες θάλασσες των νεαρών που συνελήφθηκαν, ενώνουν με τη διαύγεια των θαλασσινών εντυπώσεων τη συγκίνησή τους για τους ατρόμητους άντρες, που είχαν τη γενναιότητα να αψηφήσουν τους κινδύνους. Τέλος συμμερίζονται την εκδικητική μνησικακία της Ιφιγένειας για την Ελένη και εύχονται να προσάραζε κανένας εκεί για να τις σώσει από την πικρή σκλαβιά και τη βάρβαρη χώρα.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (456-1088): Βουκόλοι φέρνουν στην Ιφιγένεια δεμένους τον Ορέστη και τον Πυλάδη, για να θυσιαστούν. Αλλά σκληρότητα και μνησικακία, όπως είχε πει στους στίχους 348-350, δεν υπήρχε πια στην καρδιά της. Οίκτος την κατέχει. Και μαθαίνει από τον Ορέστη, που για αυτονόητη οικονομία του δράματος αρνήθηκε να πει το όνομά του, ότι είναι Μυκηναίοι, ότι κυριεύθηκε το Ίλιο, ότι χάθηκε ο μάντης Κάλχας, ότι ο οίκος του Οδυσσέα είναι τελείως δυστυχισμένος. Τα τελευταία ερωτήματα τα είχε κάνει για πρόσωπα αγαπητά: Ο Αχιλλέας δεν ζει, τον Αγαμέμνονα τον έσφαξε η γυναίκα του κι αυτήν ο γιος της. Και όταν άκουσε από τον ξένο ότι ο Ορέστης ζει, μια κραυγή χαράς πέταξε από το στήθος της:
«Ψεύτικα όνειρα, άμετε στο καλό. Κούφια ήσαστε όπως βλέπω!»
Ζει ο Ορέστης! Τι άλλο θέλει; Δεν κατάλαβε το τρομακτικό νόημα του στίχου 568:
«Ζει. Ελεεινός και παντού και πουθενά».
Της παρουσιάζεται θαυμάσια ευκαιρία να στείλει στον αδελφό της μια επιστολή. Προτείνει λοιπόν στον Ορέστη να τον σώσει, για να φέρει επιστολή της προς τους συγγενείς της στο Άργος. Αλλά ο Ορέστης προτιμά να θυσιαστεί αυτός και να σωθεί ο φίλος του Πυλάδης. Και ο Χορός με σύντομο κομμό (643-656) κλαίει μεν τον Ορέστη για τη θυσία, ενώ μακαρίζει τον Πυλάδη για τη σωτηρία, και τελικά συμφωνεί με τον Πυλάδη ότι είναι δύσκολο να καθορίσει ποιος από τους δύο φίλους είναι περισσότερο δυστυχισμένος.
Στο τμήμα του επεισοδίου, μετά τον κομμό, η ιέρεια προσφέρει την επιστολή και από πρόνοια μήπως αυτή χαθεί σε κάποιο ναυάγιο, λέει το περιεχόμενό της στον Πυλάδη. Όταν ακούστηκε ότι είναι η Ιφιγένεια, που σώθηκε από την Άρτεμη στην Αυλίδα, έρχεται η αναγνώριση. Η Ιφιγένεια ήδη προετοιμάζει την απόδραση και την κλοπή του αγάλματος.

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (1089-1151): Έντονη νοσταλγία πιάνει τις παρθένες του Χορού με την προετοιμασία της αναχώρησης της Ιφιγένειας και ολοφάνερη είναι η ζηλοτυπία τους, καθώς η φαντασία τους συλλαμβάνει το ταξίδι της κυράς τους. Αχ! Να μπορούσαν σαν πουλιά να πετάξουν κι αυτές προς την πατρίδα...
Γόνιμη φαντασία συσσωρεύει εδώ χαριτωμένες εικόνες, που γοητεύουν τα μάτια μας με την πλούσια ποικιλία τους. Και καθώς ο ποιητής είναι γνώστης του ψυχικού κόσμου, δίνει την απήχηση των συναισθημάτων των αιχμαλώτων νοσταλγών.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (1152-1233): Όταν ήρθε ο βασιλιάς των Ταύρων Θόας, για να δει αν έγινε η θυσία των ξένων, μαθαίνει ότι αυτοί είναι μολυσμένοι από το φόνο της μητέρας τους και πρέπει να καθαριστούν από το μόλυσμα στα νερά της θάλασσας. Το ίδιο πρέπει να γίνει και για το άγαλμα, επειδή κι αυτό μιάνθηκε από τους ξένους. Ο καθαρμός και των ξένων και του αγάλματος πρέπει να γίνει σε ερημικό μέρος της ακτής. Κατά τη μεταφορά των ξένων και του αγάλματος από το ναό στην ερημική ακτή οι πολίτες πρέπει να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και ο βασιλιάς μέσα στο ναό, για να μη μιανθούν. Με μεγάλη ευκολία τα πιστεύει όλα αυτά ο Θόας και είναι πολύ ευχαριστημένος για τα μέτρα που παίρνει η Ιφιγένεια υπέρ του λαού του και αυτού του ίδιου, κι έτσι δημιουργείται μια θυμηδία στο θέατρο. Η πομπή ξεκινάει από το ναό προς μια ερημική ακτή. Καμία αμφιβολία ότι το τέχνασμα της Ιφιγένειας θα πετύχει.

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1234-1283): Βέβαιος πια ο Χορός ότι πραγματοποιείται ο χρησμός του Απόλλωνα και ότι οι αιχμάλωτοι θα σωθούν μαζί με την Ιφιγένεια, εξυμνεί τον χρυσομάλλη θεό, με το χρυσό το τόξο και τη χρυσή κιθάρα.

ΕΞΟΔΟΣ (1283-1499): Ένας αγγελιαφόρος έρχεται τρέχοντας και αναγγέλλει στον Θόα με λεπτομέρειες, με πολλή σαφήνεια και γραφικότητα, ότι η Ιφιγένεια και οι δύο ξένοι επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο με 50 κωπηλάτες και πλέουν προς την έξοδο του λιμανιού. Το πλοίο όμως κλυδωνίζεται από τη θαλασσοταραχή και, αν τρέξουν, μπορούν να συλλάβουν και να τιμωρήσουν τους δραπέτες. Ο Θόας διατάζει να τρέξουν οι υπήκοοί του και να τους συλλάβουν, και απειλεί και τις παρθένες του Χορού, ότι θα τις τιμωρήσει μετά σαν συνένοχες.
Την ανησυχία μας όμως για την τύχη των φυγάδων έρχεται να σκορπίσει ο από μηχανής θεός. Φανερώνεται η Αθηνά και διατάζει το Θόα να πάψει την καταδίωξη, γιατί ο Ορέστης ήρθε στη χώρα των Ταύρων μετά από χρησμό του Φοίβου, για να πάρει την αδελφή του και το άγαλμα της θεάς.
Ο Θόας υπακούει στην Αθηνά και δέχεται ακόμα να στείλει στην Ελλάδα τις παρθένες που αποτελούν τον Χορό.

Στην τραγωδία αυτή ο ποιητής δείχνει την ακατανίκητη δύναμη της φιλίας και της αδελφικής αγάπης. Θερμή φιλία έκανε τον Πυλάδη συνταξιδιώτη του Ορέστη έως τη χώρα των Ταύρων. Η αδελφική αγάπη φανερώθηκε ασυγκράτητη στην Ιφιγένεια, η οποία, όπως τα αδέλφια του δημοτικού μας τραγουδιού, άρπαξε από τα νύχια του Χάρου τον αδελφό της, τον οποίον την ίδια εκείνη μέρα τον έκλαψε σαν νεκρό με συγκλονιστικούς λυγμούς και ζωντανό τον αγκάλιασε με απερίγραπτη χαρά, μόλις τον αναγνώρισε σε μια από τις πιο περίφημες σκηνές του παγκόσμιου θεάτρου.Η πλοκή της τραγωδίας είναι πολύ τεχνική, ζωηρός ο διάλογος, ευγενικά τα αισθήματα των προσώπων, αφού και ο βάρβαρος ο Θόας υποτάσσεται στο θεϊκό το θέλημα. Συγκινητική είναι η άμιλλα των δύο φίλων, ποιος να θυσιάσει τη ζωή του για να σώσει τον άλλο. Μας ανακουφίζει η ευπιστία του Θόα, γιατί μας αφαιρεί κάθε δισταγμό για την επιτυχία του σχεδίου απόδρασης που καταστρώθηκε. Λαμπρά είναι τα λυρικά μέρη, όπου φανερώνεται ο βαθύτερος συναισθηματικός κόσμος και της Ιφιγένειας και των παρθένων του Χορού.