24/11/09

Εισαγωγή στην «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-116): Γονατιστή η Ανδρομάχη μπροστά στο άγαλμα της Θέτης που είναι τοποθετημένο στην είσοδο του ναού της, στη Φθία της Θεσσαλίας, εξιστορεί τις συμφορές της, που έχουν πέσει αδιάκοπες πάνω της. Είδε τον άνδρα της τον Έκτορα να τον σκοτώνει μπρος στα μάτια της εξαγριωμένος ο Αχιλλέας. Το γιο της τον Αστυάνακτα τον είδε να τον πετούν οι Αχαιοί πάνω από το κάστρο. Αυτήν την ίδια τη δώσανε σκλάβα στο Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα, του φονιά του Έκτορα. Δε λογάριασαν που ήταν μια βασιλοπούλα.
Από το Νεοπτόλεμο γέννησε παιδί η Ανδρομάχη. Σ’ αυτό το μοναχοπαίδι στηρίζει η δυστυχισμένη Τρωαδίτισσα την ελπίδα, ότι κάποτε μπορεί να δει κι αυτή μέρες καλές ύστερα από τόσες δυστυχίες. Είναι η ελπίδα κάθε δυστυχισμένης μάνας.
Αλλά από την πλοκή ενός ονείρου ευτυχίας ως την πραγμάτωσή του λίγες φορές δεν παρεμβάλλονται απροσδόκητα εμπόδια. Ο Νεοπτόλεμος παντρεύτηκε την Ερμιόνη, την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης. Και τώρα η Ερμιόνη ζηλεύει την Ανδρομάχη. Λόγο καλό δεν έχει γι’ αυτήν την Τρωαδίτισσα, που μοιράζεται τον άνδρα της. Νομίζει ότι αυτή με ασιατικά μάγια την έχει κάνει στείρα και βέβαια μισητή στο Νεοπτόλεμο. Αποφάσισε λοιπόν το θάνατο κι αυτής και του παιδιού, του μισητού νόθου. Βοηθό της σ’ αυτά της τα σχέδια έχει τον πατέρα της Μενέλαο, που έφτασε από τη Σπάρτη με τροχισμένο μαχαίρι.
Και τώρα η Ανδρομάχη, ολομόναχη κι απροστάτευτη, αφού ο Νεοπτόλεμος λείπει στους Δελφούς, έχει κρύψει σε ξένο σπίτι το παιδί της κι αυτή έχει προσπέσει ικέτισσα, όπως τη βλέπουμε, στο άγαλμα της Θέτης, με την ελπίδα, ότι ίσως οι εχθροί της θα σεβαστούν το ιερό της καταφύγιο.
Αλλά οι εχθροί δεν ησυχάζουν. Μια υπηρέτρια αναγγέλλει στην Ανδρομάχη ότι ο Μενέλαος ψάχνει να βρει το κρυμμένο παιδί.
«Τρέξε γρήγορα», φωνάζει στην υπηρέτρια έντρομη η Ανδρομάχη, «να ειδοποιήσεις το γέρο Πηλέα». Και όταν έμεινε μόνη, ασυγκράτητοι ξεσπούν οι λυγμοί της (103-115), σε μια λυρική μονωδία, που έχει τη θέση μοιρολογιού για τα φρικτά δεινά της, που αφορμή τους είναι ο γάμος της Ελένης με τον Πάρη.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (117-146): Δεκαπέντε γυναίκες από τη Φθιώτιδα δείχνουν τη συμπόνια τους στην Ανδρομάχη. Θα ήθελαν να τη βγάλουν από τα αξεδιάλυτα δεινά, που την έριξε η εχθρότητα της Ερμιόνης (στροφή 1). Άνισος είναι ο πόλεμος που έχει να κάνει η Τρωαδίτισσα. Αντιμετωπίζει δύο γεννημένους στη Σπάρτη, το Μενέλαο και την Ερμιόνη. Θα χιμήξουν πάνω της οι δυνατοί και το κλάμα της σε τίποτα δεν μπορεί να τη βοηθήσει (αντιστροφή 1). Ένα μόνο της μένει να κάνει: Να φύγει μακριά από εδώ, από τον ξένο τόπο, όπου δεν υπάρχουν βοηθοί της (στροφή 2). «Ναι», προσθέτει ο Χορός στη δεύτερη αντιστροφή, «εκτός από τα δάκρια της συμπόνιας δε μπορούμε να σου προσφέρουμε κάτι άλλο, μας συγκρατεί ο φόβος».

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (147-273): Ντυμένη πολυτελέστατα και ξιπασμένη για τα πλούτη της, βγαίνει η Ερμιόνη από το παλάτι και με λόγια φαρμακερά μιλάει στην Ανδρομάχη. Αυτή η ξενοφερμένη, η σκλάβα από την Τροία, της πλάνεψε τον άνδρα, με μαγικά βότανα την έριξε στη δυστυχία της ατεκνίας. Και με τα νύχια της ζήλιας μπηγμένα στην καρδιά της δε βρίσκει άλλον τρόπο να εκδικηθεί την αντίζηλη παρά μόνον το θάνατο, που θα την απαλλάξει από τη φοβερή Ασιάτισσα. Και η εχθρότητά της για την Ανδρομάχη και η λύσσα της ζηλοτυπίας, της υπαγορεύει και μια σκληρή περιφρόνηση γι’ αυτή τη σκλάβα, που δίχως ντροπή πήγε να πλαγιάσει (σαν να μπορούσε να κάνει κι αλλιώς!) με το γιο εκείνου που σκότωσε τον άντρα της. Κακό, πολύ κακό αυτή η αδιαντροπιά της, όπως και πλήθος άλλα ελαττώματα, που δεν τα έχουν για τίποτα οι βάρβαροι και που τώρα που ήρθε στην Ελλάδα αυτή η Τρωαδίτισσα θα χαλάσουν τα ωραία ήθη των Ελλήνων. Ένας που μισεί, ό,τι κι αν πει, ποτέ δεν το βρίσκει υπερβολικό.
Δεν λείπει αξιοπρέπεια από την απάντηση της Ανδρομάχης (183-231). Μαντεύει η κατατρεγμένη Τρωαδίτισσα όλον τον κίνδυνο που την απειλεί από την άδικη και αλαζονική Ερμιόνη, αλλά δε θα αφήσει τον εαυτό της ανυπεράσπιστο, θα της δείξει της Σπαρτιάτισσας πόσο άδικο έχει. Με αλλεπάλληλες ερωτήσεις (192-204) υποδεικνύει πόσο αβάσιμο είναι το κατηγορητήριο. Κι αν ο άνδρας της μισεί την κόρη του Μενέλαου, το φταίξιμο δεν είναι αυτής της ίδιας. Αφόρητη έγινε με τους κακούς της τρόπους και με την έπαρσή της (205-214), για τα πλούτη του πατρικού σπιτιού της, για τη Σπάρτη, για τον πατέρα της το Μενέλαο. Αφόρητη ακόμα και με την ενοχλητική ζηλοτυπία της (215-228). Αχρησιμοποίητο δεν άφησε η Ανδρομάχη και το τελευταίο και πιο πικρό βέλος, που είχε στη φαρέτρα της. Συμβουλεύει (229-231) τη νεαρή κόρη της Ελένης να κοιτάξει να μη ακολουθεί στον πόθο της για τους άνδρες τα αχνάρια της μάνας της: «Των κακών μανάδων τις συνήθειες πρέπει να τις αποφεύγουν οι κόρες, αν είναι γνωστικές».
Μάταια προσπάθησε η Κορυφαία του Χορού (232-233) να υποδείξει στην Ερμιόνη ότι δεν έχει άδικο η Ανδρομάχη. Αλύγιστη στο μίσος της εκείνη (και με ποια ζηλοτυπία δε συνυφαίνεται το μίσος;) προκαλεί την Ανδρομάχη σε λογομαχία (234-260) και καταλήγει στη φοβέρα (261-273), ότι έχει τρόπο να την αποσπάσει από το άγαλμα της θεάς. Τώρα θα δει!

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (274-308): Η Ερμιόνη έφυγε, αλλά οι φοβέρες της προς την Ανδρομάχη, που δείχνουν τη λύσσα της για την ξένη την παρείσακτη στο κρεβάτι του Νεοπτόλεμου, και που προαναγγέλλουν τους φοβερούς σκοπούς της νύφης από τη Σπάρτη για την Τρωαδίτισσα, θυμίζουν στις γυναίκες του Χορού ότι αρχή και αιτία όλων των δεινών είναι η κρίση του Πάρη για το ποια από τις τρεις θεές ήταν η πιο όμορφη (στροφή 1, αντιστροφή 1). Κανένα κακό δε θα χτυπούσε ούτε το Ίλιο ούτε την Ελλάδα, που δέκα χρόνια βασανίστηκαν τα παιδιά της γύρω από το κάστρο της Τροίας, ούτε και την ίδια την Ανδρομάχη, αν είχε πιστέψει η Εκάβη την προφητεία της Κασσάνδρας και σκότωνε τον ολέθριο Πάρη, νεογέννητο ακόμα βρέφος (στροφή 2, αντιστροφή 2). Πόθος ανικανοποίητος που οι γυναίκες του Χορού θα τον ήθελαν πραγματικότητα. Συμπονούν την Ανδρομάχη και χάσανε κι αυτές πατρίδα κι ευτυχία.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (309-464): Οδυνηρή έκπληξη επιφυλάσσεται στην Ανδρομάχη τώρα. Το παιδί της, που το είχε φυλαγμένο σε ξένο σπίτι, το βρήκε ο Μενέλαος και το κρατάει στα χέρια του. Το προορίζει για το μαχαίρι. Ένα τρομερό δίλημμα (316-318) θέτει στη μάνα του: Ή να τραβηχτεί από το άγαλμα της Θέτης και τότε θα γλυτώσει το παιδί ή να εξακολουθεί να παραμένει ικέτισσα και τότε κι αυτός θα της σκοτώσει το μοναχογιό. Ας διαλέξει ό,τι θέλει. Τελείωσε, ή αυτή ή το παιδί της θα πεθάνει.
Βέβαια η πρόταση του Μενέλαου δεν είναι κάτι από εκείνα που θα περίμενε να ακούσει από το στόμα ενός πολεμιστή, που καυχάται ότι πάτησε την Τροία και τώρα πολεμάει με μια δυστυχισμένη γυναίκα, κράζει με περιφρόνηση η Ανδρομάχη. Κι αν αυτός είναι ο λόγος της δεν τον φέρνει σε συναίσθηση, έχει κι άλλα επιχειρήματα, που με αυτά θα κοιτάξει να του γυρίσει τα μυαλά. Κάθε ενέργεια έχει κι ένα αποτέλεσμα, που κάθε φρόνιμος άνθρωπος πρέπει να το υπολογίζει. Και του απαριθμεί (335-349) τα πολύ δυσμενή αποτελέσματα και γι’ αυτόν τον ίδιο και για την κόρη του την Ερμιόνη, που θα προκύψουν από το θάνατο που της σχεδιάζουν. Αναπόφευκτη η βδελυγμία των ανθρώπων για τη μιαιφονία. Αν σκοτώσουν πάλι το παιδί , θα έχουν να κάνουν με τον πατέρα του. Μετά το θάνατο του παιδιού πρέπει να φύγει στο πατρικό της σπίτι η Ερμιόνη. Εκεί χήρα πια θα περιμένει τα γεράματα να της ασπρίσουν τα μαλλιά. Κανένας δε θα βρεθεί να πάρει γυναίκα του τη φόνισσα. Ας σκεφτεί σαν άντρας ο Μενέλαος κι ας μη παρασύρεται από μια άμυαλη κοπελίτσα σε αθεράπευτες ενέργειες.
«Άλλα είναι τα ελατήρια των πράξεών μου», απαντάει ο Μενέλαος (366-380). «Δε με παρασύρει μια γυναίκα». Η στοργή του τον οδηγεί. Δε θέλει να χάσει τον άντρα της η κόρη του. Κι επανέρχεται σκληρός στο δίλημμα: Ας διαλέξει η Ανδρομάχη το θάνατο το δικό της ή το θάνατο του παιδιού της.
«Ένας από τους δυο σας ανάγκη να φύγει από τη ζωή».
Τώρα πια μπροστά σε τόση ασπλαχνία, κύματα αλλεπάλληλα έρχονται οι θλιβερές αναμνήσεις στην Ανδρομέδα: Βουτηγμένη μέσα στις πιο πικρές δυστυχίες πέρασε η ζωή της. Μια τέτοια ζωή ας χαθεί για χάρη του παιδιού της. Και με την καρδιά της ξεχειλισμένη από στοργή για το παιδί της, αποτραβιέται από το άγαλμα της θεάς και παραδίνεται στα χέρια του εχθρού της. Ας ζήσει ο γιος της κι ας πεθάνει αυτή. Παντού οι γονείς ζωή τους έχουν τη ζωή των παιδιών τους:
«...Όλοι οι άνθρωποι ζωή έχουν τα παιδιά τους...» (418-419).
Και τώρα κοντά στην ασπλαχνία θα εμφανιστεί άλλο χαρακτηριστικό του Μενέλαου, η απιστία. Με προσταγή του δένεται πισθάγκωνα η Ανδρομάχη (425). Και για να μη λείψει κι ο κυνισμός από το βασιλιά της Σπάρτης μπρος στους θεατές της αθηναϊκής τραγωδίας. «Σε γέλασα», της λέει (426 κ.ε.), «θάνατος σας περιμένει κι εσένα και το γιο σου!».
Έτσι κι ο Μενέλαος, ο βασιλιάς της Σπάρτης, με τις πράξεις του, αλλά και όλοι οι Σπαρτιάτες, με την κρίση (445-452) της αγανακτισμένης Ανδρομάχης για την παγίδα που της έστησε ο βασιλιάς της Σπάρτης, φορτώνονται όλα τα ελαττώματα που έδειξαν και άλλα που το αθηναϊκό μίσος βρήκε στους αντιπάλους από την αρχή και σε όλη τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και που με μεγάλη προθυμία σπεύδει να τα διαλαλήσει με την τραγωδία αυτή ο Ευριπίδης στο πλήθος των θεατών που θα την παρακολουθήσουν. Πρέπει να γίνει γνωστό τι άνθρωποι κατοικούν εκεί κάτω στον Ευρώτα και να έχει το νου του ο καθένας. Έτσι ο Ευριπίδης δίνει το «παρών» του στη μεγάλη σύγκρουση που έχει η πατρίδα του με τη Σπάρτη.
Και για να ολοκληρωθεί η ψυχογραφία της γελασμένης με δόλο Ανδρομάχης, που δεν έχει τίποτα να ελπίζει από ένα σκληρό και πανούργο αντίπαλο, τον ταπεινώνει και ξεθυμαίνει με την υπόμνηση της φυγής του μπρος το κοντάρι του άντρα της του Έκτορα κι επειδή δε μπορεί να αμυνθεί με άλλον τρόπο, καταφεύγει στο όπλο των ανίσχυρων που τους πνίγει η αγανάκτηση: Δεν αποκλείεται να δυστυχήσει κάποτε κι αυτός:
«...Κι αν τώρα εγώ δυστυχώ, καθόλου μην αλαζονεύεσαι. Μπορεί να δυστυχήσεις κι εσύ».

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (465-500): Όταν οι ακόλουθοι του Μενέλαου έσυραν την Ανδρομάχη στο παλάτι δεμένη πισθάγκωνα και όταν μπήκε μέσα, πίσω από αυτούς κι ο ίδιος, ο Χορός που μένει πια μόνος στην ορχήστρα, αποδοκιμάζει τον έρωτα του ενός ανδρός σε δυο γυναίκες. Είναι πηγή διχασμών και πολλών δεινών μέσα στο σπίτι (στροφή 1), όμοια με τους δυο τους βασιλιάδες σε μια χώρα, σαν τους δυο τους τεχνίτες τραγουδιών, που μισούνται μεταξύ τους αν συνθέσουν τραγούδι με το ίδιο θέμα (αντιστροφή 1). Μια κυρά χρειάζεται μέσα στο σπίτι, όχι δύο, όπως και στο τιμόνι ένας τιμονιέρης, όχι πολλοί (στροφή 2). Να, στο σπίτι του Νεοπτόλεμου, όπου υπάρχουν δυο κυράδες, η μια σχεδιάζει τον ανόσιο αφανισμό της άλλης και του παιδιού. Αλλά το κακό θα πληρωθεί (αντιστροφή 2), βεβαιώνει τελευταία ο Χορός, με την πεποίθηση των αγανακτισμένων για την αδικία που βλέπουν να γίνεται μπροστά στα μάτια τους.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (501-765): Το κακό φαίνεται τελικά ότι θα γίνει. Ο Μενέλαος και οι ακόλουθοί του βγάζουν την Ανδρομέδα από το παλάτι, με τα χέρια ματωμένα από το σφιχτό το δέσιμο, για να τη θανατώσουν. Μαζί της φέρνουν και το παιδί της. Θα το σφάξουν κι αυτό. Οι λυγμοί των μελλοθάνατων παίρνουν τη μορφή «κομμού» (θρήνου) σε μια λυρική δυωδία, καθώς άσπλαχνα και ανέκκλητα σέρνονται στο μαχαίρι του φονιά (501-536). Άσπλαχνος ο Μενέλαος, μόνο σκληρά λόγια έχει να πει (515-522). Φρόνιμος άνθρωπος είναι αδύνατο να αφήσει να ζήσουν τα παιδιά των εχθρών του. Και στη γενιά των εχθρών ανήκει η Ανδρομάχη και το παιδί της. Μάταια πέφτει μπροστά στα πόδια του το παιδί. Ο Μενέλαος ο ίδιος το λέει, ότι στην καρδιά δε διαφέρει από θαλασσόβραχο ή από άσπλαχνο κύμα (537-538). Και σέρνει το σπαθί του. Τώρα θα τους σφάξει και τους δυο, μάνα και παιδί. Τέλειωσε, θα πεθάνουν.
Μα την κρίσιμη στιγμή φτάνει ο Πηλέας (547). Η οργή συνταράσσει το γέρικο κορμί του. Παίρνει την Ανδρομάχη από τα χέρια των δημίων της. Της λύνει τα δεσμά. Τη γλυτώνει από το θάνατο κι αυτή και το παιδί της. Έτοιμος είναι σπάσει με το σκήπτρο του και το κεφάλι του Μενέλαου και με λόγια γεμάτα πικρία και χλευασμό του τα ψάλλει, που πολύ ευχάριστα θα τα άκουγαν Αθηναίοι και φίλοι τους, γιατί τα λόγια του δε χτυπούν μόνο το Μενέλαο, βρίσκουν και τους Σπαρτιάτες μισητούς εχθρούς της Αθήνας στον πόλεμο που είχε ανάψει πια για καλά, όταν γραφόταν η «Ανδρομάχη». Κι όταν ο Μενέλαος δηλώνει απροσδόκητα, ότι τώρα φεύγει γιατί κάποιος πόλεμος τον καλεί και ότι θα ξανάρθει αργότερα για να ρυθμίσει τα πράγματα με το Νεοπτόλεμο, ενώ μόλις τώρα είχε σύρει το σπαθί του για να κόψει κεφάλια, μια βοή χλεύης αναδύεται από το πλήθος των θεατών. Γελούν. Ο βασιλιάς της Σπάρτης[1] παρουσιάστηκε γελοίος: εύκολα αλλάζει γνώμη, εύκολα τραβάει το σπαθί του κι ακόμα πιο εύκολα, χωρίς καθόλου να το ματώσει, το ξαναβάζει στο θηκάρι, ο ψευτοπαλληκαράς!

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (766-801): Ο Χορός, φέρνοντας στο νου του την αναπάντεχη σωτηρία της Ανδρομάχης και του παιδιού, βρίσκει ότι μεγάλη σημασία έχει στη ζωή η λαμπρή καταγωγή. Η αίγλη των προγόνων (υπαινιγμός στον Αχιλλέα) σώζει τους απογόνους (στροφή). Ύμνος του δικαίου είναι η αντιστροφή, πολύ επίκαιρα βαλμένος ύστερα από την επιβολή δικαιοσύνης στο προηγούμενο επεισόδιο από τον γέρο-Πηλέα, που εξυμνείται πια κι αυτός στην επωδό, αφού και τώρα στα γεράματά του δε ξέχασε την ορμή του παλιού μαχητή των Κενταύρων, του ατρόμητου Αργοναύτη και του γενναίου συμπολεμιστή του Ηρακλή και υπεράσπισε το δίκαιο.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (802-1008): Από εδώ μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος του δράματος. Πλέκεται από στοιχεία των θρύλων του Νεοπτόλεμου, του Ορέστη, της Ερμιόνης και από το θρύλο για την τελευταία τύχη της Ανδρομάχης.
Μια σκλάβα, η γερόντισσα Τροφός (Βάγια) της Ερμιόνης, έντρομη βγαίνει από το παλάτι και αναγγέλλει στο Χορό ότι οι συμφορές έρχονται απανωτές στο παλάτι. Η Ερμιόνη, τώρα που με την αναχώρηση του πατέρα της απέμεινε πια μόνη στο παλάτι, τρέμοντας μη κακοπάθει από το Νεοπτόλεμο για τα όσα σχεδίασε να κάνει στην Ανδρομέδα και στο παιδί τους, θέλει να αυτοκτονήσει. Σκλάβοι φρουροί μόλις τη συγκρατούν.
Αλλά να, με λυμένα μαλλιά η Ερμιόνη (έτσι φαίνεται η θλίψη της) προβάλλει από το παλάτι. Την αβάσταχτη απελπισία και τον τρόμο της και τον πόθο της να μπορούσε να έφευγε με φτερά πουλιού ή με γοργοτάξιδο πλεούμενο σε ξένους τόπους μακριά από τα δεινά, που την περιμένουν εδώ στη Φθία με τον ερχομό του Νεοπτόλεμου, δείχνουν οι λυρικοί στίχοι του «κομμού» της (829 κ.ε.).
Ένας ξένος ορμά από την αριστερή πάροδο. Είναι ο Ορέστης. Περαστικός από τη Φθία στο ταξίδι του για τη Δωδώνη, έμαθε τα βάσανα της Ερμιόνης, πρώτης του ξαδέλφης και παλιάς του αρραβωνιαστικιάς. Αλλά δε θα την εγκαταλείψει στην κακοτυχία της. Την παίρνει και φεύγει. Είναι πονετικός συγγενής, θα την πάει στο πατρικό της. Όσο για το Νεοπτόλεμο, τη λέει, θα έρθει σε λίγο. Τον έχει μπλέξει σε παγίδα θανάτου. Ζωντανός από τους Δελφούς δε θα γυρίσει στη Φθία.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1009-1016): Όλα τα δεινά που μπρος στα μάτια των θεατών έχει εμφανίσει μέχρι τώρα η «Ανδρομάχη», πρωταρχική αιτία έχουν τον Τρωικό πόλεμο. Αυτή την πρωταρχική αιτία θυμάται ο Χορός σε τούτο το Χορικό, που δεν προέρχεται βέβαια από την ουσία των πραγμάτων της τραγωδίας και ούτε αντιλαλεί τις μεγάλες συγκινήσεις που προκάλεσε η πλοκή του έργου. Μερικά δεινά που χτύπησαν και τους Τρώες και τους Έλληνες ιστορούνται εδώ σε στίχους, που η ομορφιά τους μας αφήνει ζωηρή εντύπωση.[2]

ΕΞΟΔΟΣ (1047-1288): Έρχεται ο Πηλέας και βεβαιώνεται ότι αυτό που είχε μάθει στα Φάρσαλα είναι αληθινό: Η Ερμιόνη έφυγε με τον Ορέστη (1047-1062). Μαθαίνει ακόμα ότι στους Δελφούς έχει οργανωθεί από τον Ορέστη δολοφονία του Νεοπτόλεμου (1063-1065).
Ο γέρο-Πηλέας προστάζει να τρέξει ένας γρήγορα και να ειδοποιήσει τον εγγονό του στους Δελφούς για όλα (1066-1069). Αλλά είναι πια αργά. Ένας αγγελιοφόρος έρχεται από τους Δελφούς και αναγγέλλει ότι ο φόνος έγινε (1070-1165). Σε λίγο δούλοι φέρνουν με φορείο το λείψανο του σκοτωμένου (1166-1172).
Ερείπιο ψυχικό πια, ο Πηλέας πέφτει πάνω στο νεκρό και με ασυγκράτητα αναφιλητά τον αγκαλιάζει. Και ο θρήνος του (κομμός 1173 κ.ε.), πικρός λυγμός και γόος από τα στήθη γέρου, που με το θάνατο του εγγονού του βλέπει το σπίτι του ρημάδι, απλώνει τη συγκίνηση σε κύματα αλλεπάλληλα για την αθεράπευτη συμφορά, που παρηγοριά δεν έχει. Χίλιες φορές καλύτερα να είχε πεθάνει αυτός ο γέρος, λέει σιγά με συμπόνια η Κορυφαία (1208) για τον Πηλέα, που του κάκου του είχαν ευχηθεί καλή μοίρα οι θεοί (1218) και τώρα έρημος κι ολομόναχος θα τριγυρνάει σε παλάτια άδεια από ανθρώπους (1221). «Τώρα μπορεί να έρθει», φωνάζει ο γέρος, «η Νηρηίδα η Θέτη από τις σκοτεινές σπηλιές της να δει το άθλιο κατάντημά μου» (1222-1225).
Αλλά δεν άργησε να έρθει κι αυτή. Ανάερη παρουσιάζεται η Θέτη «από μηχανή» κι από εκεί ψηλά του φανερώνει τι πρέπει να γίνει (1231-1272). Ας σταματήσει πια η θλίψη του. Να πάει το νεκρό του Νεοπτόλεμου στους Δελφούς και να τον θάψει εκεί, κοντά στο βωμό του Απόλλωνα, για να είναι αιώνια μαρτυρία της αδικίας των Δελφών και του Ορέστη. Για την Ανδρομάχη ορίζει να πάρει άνδρα της τον Έλενο, μάντη και γιο του Πρίαμου και να κατοικήσει μαζί του στη Μολοσσία της Ηπείρου, όπου θα μεγαλώσει ο γιος της από το Νεοπτόλεμο και θα γίνει βασιλιάς και πρόγονος ευτυχισμένων βασιλιάδων, που θα διαδέχονται αιώνια ο ένας τον άλλο. «Κι εσύ», του λέει του Πηλέα, «απαλλάσσεσαι πια από τα ανθρώπινα βάσανα». Θα γίνει αθάνατος θεός και θα κατοικεί αιώνια μαζί της στα παλάτια του Νηρέα.
Ηρέμησε πια ο Πηλέας. Δε θα παραλείψει τίποτα από όσα του είπε η θεά.
Θαυμασμός για τις απροσδόκητες λύσεις που δίνουν οι θεοί στα ανθρώπινα πράγματα είναι τα λόγια της Κορυφαίας (1284-1288), καθώς ο Χορός αποχωρεί από την ορχήστρα.

Στην «Ανδρομάχη» συνενώνονται δυο μύθοι: ο μύθος του Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης κι ο μύθος της Ανδρομάχης. Αυστηρή ενότητα δεν έχει το έργο αυτό. Διαβάζοντας την «Ανδρομάχη» και φτάνοντας στο στίχο 765 νομίζουμε ότι τέλειωσε το έργο, που μέχρις εδώ παρουσίασε το κυνηγητό του Μενέλαου και της Ερμιόνης κατά της Ανδρομάχης και του παιδιού της και τη σωτηρία τους από τον Πηλέα. Κι όμως προστίθεται και δεύτερο μέρος, χαλαρά συνδεδεμένο με το πρώτο, που αναφέρεται στη μεταμέλεια της Ερμιόνης για τα κακά της σχέδια, στην εμφάνιση του Ορέστη που παίρνει την Ερμιόνη και φεύγει, στο θάνατο του Νεοπτόλεμου και στην τύχη της Ανδρομάχης μετά το θάνατο του Νεοπτόλεμου. Σε όλο το έργο όμως δε ξεχνάμε την Ανδρομάχη, που γύρω της, έστω και χαλαρά συνδεδεμένη με αυτή σε μερικά σημεία, πλέκεται όλη η ιστορία.
Η «Ανδρομάχη» όμως έχει θαυμάσια μέρη όπου απεικονίζονται πολύ ζωηρά και αφήνουν δυνατή εντύπωση ψυχικές καταστάσεις των προσώπων, όπως η ζηλοτυπία και το αδυσώπητο μίσος της Ερμιόνης, της ξιπασμένης για τα πατρικά της πλούτη, όπως και η απελπισία της όταν συλλογίστηκε μετά τι κακό πήγαινε να κάνει, που καθόλου δε θα της το συγχωρούσε ο Νεοπτόλεμος. Ο τύπος του τιποτένιου ανθρώπου, που πολύ κυνικά είναι άπιστος, ούτε ντρέπεται ούτε διστάζει να εξαντλήσει όλη τη σκληρότητά του σε μια γυναίκα και σ’ ένα παιδάκι, απεικονίζεται στο Μενέλαο, που, όταν παρουσιάστηκε ο γέρο-Πηλέας και του πήρε τα θύματα από τα χέρια του, έγινε και γελοίος με μια απροσδόκητη υποχώρηση. Η συγκινητική στοργή της Ανδρομάχης εκδηλώνεται σε λόγια για το παιδί της, λόγια αιώνιας αλήθειας και συγκινητικά, και στην απόφασή της να παραδοθεί στα χέρια των εχθρών της, για να ζήσει ο μοναχογιός της, όπως θα έκανε κάθε μάνα, που θα της πρότειναν το δίλημμα να ζήσει ή αυτή ή το παιδί της. Και πολύ φυσικά μετά, αφρίζοντας από οργή, ξεσπάει σε σαρκασμούς και σε βρισιές προς το Μενέλαο. Δεν είχε άλλα όπλα, καλή και η ταπείνωση που του κάνει. Τύπος παρμένος από τη ζωή ο Πηλέας, όπου πάντοτε οι παππούδες λαχταρούν για τα εγγόνια τους. Η οργή του για τον κίνδυνο του δισέγγονου του ξαναφέρνει όλη την ορμή που είχε, όταν ήταν νέος και παλληκάρι.
Και η οδύνη του πάνω στο λείψανο του μονάχου εγγονού του, του Νεοπτόλεμου, είναι η οδύνη κάθε παππού, που του παιδιού του το παιδί είναι δυο φορές παιδί του, και οδύνη του κάθε γέροντα που βλέπει να ρημάζει το σπίτι του. Γνώριμος ο τύπος της Τροφού και από άλλες τραγωδίες (τη Μήδεια, τον Ιππόλυτο), που όταν μεγαλώσει στα γόνατά της τη κόρη της κυράς της, την κάνει μετά κυρά της και συμμερίζεται τις θλίψεις της.

Λυρικός ποιητής ως τα βάθη της ψυχής του ο Ευριπίδης, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να απλώσει το λυρικό στοιχείο και στα πρόσωπα της τραγωδίας (Πηλέας, Ανδρομάχη, παιδί), που τα συναισθήματα και οι στοχασμοί τους πολλές φορές δηλώνονται με λυρικούς στίχους μονωδιών και αμοιβαίων ασμάτων παθητικούς και υπέροχους, όσο και τα απαράμιλλα χορικά του.Η τραγωδία του Ευριπίδη δεν έμεινε απαρατήρητη σε δυο μεγάλα κέντρα πολιτισμού, στη αρχαία Ρώμη και στο Παρίσι του 17ου αιώνα. Με πρότυπο την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη, έγραψε ομώνυμη τραγωδία ο Κόιντος Έννιος (3ος π.Χ. αιώνας), ο πατέρας, όπως τον είπαν, της λατινικής λογοτεχνίας, που και σε άλλες τραγωδίες του (Medea, Hecuba, Iphigenia κλπ.) μιμήθηκε τον Ευριπίδη. Ο Ρακίνας, μελετητής και ζηλωτής του Ευριπίδη, στόλισε τα Γαλλικά Γράμματα με την πεντάπρακτη τραγωδία του «Ανδρομάχη», που τον ανέδειξε μεγάλο τραγικό ποιητή.

Υποσημειώσεις:
[1] Κανένας δε σκέφτηκε ότι η Δωρική Σπάρτη του Πελοποννησιακού πολέμου και της εποχής της τραγωδίας μας δεν έχει καμιά σχέση με το βασιλιά και τους άνδρες της Αχαϊκής Σπάρτης της εποχής του Μενέλαου. Πίστευαν, όπως φαίνεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι 6-2 d), ότι οι Αχαιοί, που είχαν διωχθεί μετά τον Τρωικό πόλεμο, ξανακατέβηκαν στη Λακωνική και την ξαναπήραν με το όνομά τους αλλαγμένο σε Δωριείς.
[2] Πολύ χαλαρή σχέση του Χορικού με την υπόθεση του έργου βρίσκουμε και σε άλλες τραγωδίες του Ευριπίδη. Ο Αριστοτέλης (Ποιητικά 1456α) αποδοκιμάζει αυτή την παρεμβολή χορικών που συνδέονται χαλαρά με την τραγωδία: «και τον χορό δε ανάγκη να θεωρούμε... ότι είναι μόριο του όλου και ότι λαμβάνει μέρος στο δράμα, όχι όπως στον Ευριπίδη, αλλά όπως στο Σοφοκλή». Παρόμοια επικρίνουν τον Ευριπίδη και αρχαίοι φιλόλογοι.

15/11/09

Εισαγωγή στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-201): Ο Πρόλογος διαιρείται σε δυο σκηνές: στην πρώτη έως το στίχο 87 και στη δεύτερη έως το στίχο 201.
Η πρώτη σκηνή είναι μονόλογος της γερόντισσας βασίλισσας Ιοκάστης, μάνας και γυναίκας του Οιδίποδα. Θλιμμένη βγαίνει από το βασιλικό παλάτι της Θήβας. Δεν έχει να θυμηθεί καμιά ευτυχία. Είναι η πιο δυστυχισμένη μάνα του πιο δυστυχισμένου ανθρώπου που γεννήθηκε στον κόσμο, του Οιδίποδα, που μοίρα σκληρή του είχε γράψει να γίνει φονιάς του πατέρα του και, όταν δοξαστεί σκοτώνοντας τη Σφίγγα, να πέσει στη μεγάλη ντροπή να παντρευτεί τη μάνα του.
Αλλά το κυνηγητό της άγριας μοίρας δε σταμάτησε. Ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης, τα παιδιά τα γεννημένα από τον ανόσιο το γάμο, επιβαρημένα με την κατάρα του πατέρα τους, που δεν τον σεβάστηκαν καθόλου, αλλά τον έκλεισαν στο σπίτι, για να ξεχαστεί η ντροπή του, τώρα ήρθαν σε πόλεμο για τη μοιρασιά της κληρονομιάς.
Η μητρική όμως στοργή θα παλέψει. Η πικραμένη μάνα θα κοιτάξει να αλλάξει τη ροή των γεγονότων, που καθόρισε η κακή μοίρα του βασιλικού σπιτιού, που άγριοι αλάστορες[1] χρόνια τώρα το χτυπούν και το βυθίζουν από δυστυχία σε δυστυχία. Κάλεσε λοιπόν τον Πολυνείκη, που με στρατό πολιορκεί τη Θήβα, να συναντηθεί μπροστά της με τον αδελφό του τον Ετεοκλή και να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές. «Ας κάνει λοιπόν ο Δίας το θαύμα του από τα φωτεινά βάθη του ουρανού! Δώσε ομόνοια στα παιδιά μου, μη χτυπάς με δυστυχίες τον ίδιο πάντα άνθρωπο», φωνάζει η δυστυχισμένη βασίλισσα στους τελευταίους στίχους (84-87), που είναι και θερμή δέηση και πικρό παράπονο προς τον Δία για τη μεγάλη δυστυχία του σπιτιού της. Έτσι μέχρις εδώ μάθαμε τα έξω του δράματος. Η Ιοκάστη ξαναμπήκε στο παλάτι.
Στη δεύτερη σκηνή του προλόγου η προσοχή μας μετατοπίζεται από την πρόσοψη στο δώμα του παλατιού. Εκεί η Αντιγόνη με το γέρο-παιδαγωγό βγήκαν για να αγναντέψουν, όπως ο γέρο-Πρίαμος και η Ελένη στην «Τειχοσκοπία» της Ιλιάδας (Γ 161 κ.ε.), τον εχθρικό στρατό, που τον ζωγραφίζουμε τόσο ζωηρά στο νου μας με την κατάπληξη της βασιλοπούλας, την τόσο ταιριαστή σε μια κοπέλα (109-111):
«Ω! σεβάσμια κόρη της Λητώς, Εκάτη, χαλκοσκέπαστος όλος ο κάμπος αστράφτει».
Από επάνω από το δώμα δείχνει ο γέρος στην Αντιγόνη τους αρχηγούς του εχθρικού στρατού. Κάτω εκεί της δείχνει και τον αδελφό της τον Πολυνείκη. Τον βλέπει η Αντιγόνη και ξεσπάει ο πόνος και η λαχτάρα της για το διωγμένο από την πατρίδα αδελφό της σε μια κραυγή γεμάτη στοργή, που αποτελεί χτυπητή αντίθεση στο αδυσώπητο μίσος, που θα φέρει τα δυο αδέλφια της, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, στη φρικτή μονομαχία. Μας επιφυλάσσεται παρακάτω να δούμε στη συνάντηση των δύο αδελφών όλη τη λυσσαλέα έκρηξη της έχθρας και του μίσους που τους χωρίζουν και πιο μετά θα ακούσουμε από έναν μαντατοφόρο, που ήρθε από το πεδίο της μάχης, με πόση μανία χτύπησε ο ένας αδελφό τον άλλον. Τώρα, όμως, επάνω στο δώμα λάμπει η δύναμη και το μεγαλείο της αδελφικής αγάπης της Αντιγόνης, που ξεσπάει μαζί με στοργή και απερίφραστο θαυμασμό για τη λεβεντιά του αδελφού της του διωγμένου από την πατρίδα (163 κ.ε.): «Αχ, ας μπορούσα», φωνάζει, «σαν σύννεφο γοργοκίνητο να τρέξω προς τον αδελφό μου, που λάμπει σαν πρωινή αχτίδα του ήλιου μέσα στη χρυσή αρματωσιά του και να τον αγκαλιάσω!».

ΠΑΡΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (202-260): Όταν κατέβηκε στο παλάτι από το δώμα η Αντιγόνη με το γέρο-παιδαγωγό, 15 νέες, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, έρχονται στη σκηνή από τη δεξιά πάροδο. Είναι από τη Φοινίκη και γι’ αυτό ονομάζονται «Φοίνισσαι» (Φοινικίωτισσες), από τις οποίες πήρε και το όνομά της η τραγωδία. Τις στέλνουν από την Τύρο στο Δελφικό Μαντείο, για να αφιερωθούν στη λατρεία του Φοίβου. Ζωηρή η ανάμνηση των εντυπώσεων από το ταξίδι τους, επισημαίνει την εξαίσια συναυλία των πνοών του Ζέφυρου, που τις συνόδεψε πάνω στα πλάτη της θάλασσας. Και ασυγκράτητος σαν ελπίδα ευτυχίας τινάζεται ο πόθος τους να λούσουν τα πλούσια τους μαλλιά στα νερά της Κασταλίας, καθώς θα είναι αφοσιωμένες στην υπηρεσία του ναού του Δελφικού θεού.
Κλεισμένες μέσα στην πολιορκημένη πόλη και φοβισμένες από τους πολεμικούς αλαλαγμούς φέρνουν το νου τους στην εξαίσια ζωγραφιά της διπλής κορυφής του Παρνασσού, που καταυγάζεται από τις φλόγες των νυχτερινών βακχικών γιορτών. Και με την ψυχολογία των ανθρώπων που θέλουν να φύγουν από την κατάθλιψη των δεινών οραματίζονται το θαυμαστό κλήμα που σκιάζει την είσοδο της σπηλιάς του Διόνυσου, υψώνουν τα μάτια της ψυχής τους πάνω εκεί στις κορυφές των βουνών, απ’ όπου αγναντεύουν οι θεοί και στα φαράγγια των Δελφών, όπου ας είχαν την τύχη να βρίσκονταν και να χόρευαν εκεί μακριά από τους τωρινούς πολεμικούς κινδύνους.
Συγγενείς καθώς είναι των Θηβών, γιατί κατάγονται από κοινούς προγόνους, τους συμπονούν και φοβούνται την ανδρεία των Αργείων, αλλά και την πιθανότητα, μήπως οι θεοί βοηθήσουν τον αδικημένο Πολυνείκη και ο εχθρικός στρατός κυριεύσει τη Θήβα.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (261-637): Με τα τελευταία λόγια του Χορού προβάλλει από την αριστερή πάροδο ένα παλληκάρι με σπαθί στο χέρι. Προχωρεί ρίχνοντας γύρω του φοβισμένες ματιές. Φοβάται μη πέσει σε καμιά ενέδρα. Είναι ο Πολυνείκης, που έρχεται να συναντηθεί με τον αδελφό του, σύμφωνα με την απαίτηση της μάνας τους της Ιοκάστης, που ελπίζει να τους συμφιλιώσει.
«Τρέξε γρήγορα κυρά μου», φωνάζει στην Ιοκάστη ο Χορός, «τρέξε, ήρθε ο γιος σου!». Και τώρα μάνα και γιος συναντιούνται σε μια θαυμάσια σκηνή, κι έχουν να πουν πάρα πολλά. Η μάνα μιλάει για τη χαρά της, μέσα σε δάκρια και θερμούς εναγκαλισμούς, που ξαναβλέπει το εξόριστο παιδί της, και ο γιος με δύναμη θα ιστορίσει τις πίκρες, τα βάσανα και τους εξευτελισμούς που δοκιμάζει στην ξενιτειά ένας διωγμένος από την πατρίδα του. Η αδικία του αδελφού του τον αναγκάζει να στερηθεί την πατρίδα και - μάρτυρές του οι θεοί - αυτή η αδικία είναι που τον ανάγκασε να έρθει τώρα με ξένο στρατό για να αποχτήσει ξανά και να πάρει το δίκιο του από την πατρική κληρονομιά. Έλαμψαν εδώ τα συναισθήματα της μητρικής στοργής και στα λόγια του Πολυνείκη οι αγαπητές στους Έλληνες ιδέες, δηλαδή η αγάπη της πατρίδας και η απέχθεια της ξένης γης, που καταλήγει, για να στερεωθεί η συμπάθειά μας προς αυτόν, σε παράκληση στη μάνα του να τον συμφιλιώσει με τον αδελφό του.
Επάνω στη συνομιλία Ιοκάστης και Πολυνείκη έρχεται και ο Ετεοκλής, που, όπως αμέσως δηλώνει στη μάνα του, σαν πρώτη πινελιά στην προσωπογραφία του, μόνο για το χατίρι της παράτησε στη μέση την οργάνωση της άμυνας εκεί έξω στους πύργους του κάστρου. Άκαρπη στάθηκε η συνάντηση των δύο αδελφών μπροστά στη μάνα τους. Μάταια πάσχισε να συμφιλιώσει τα παιδιά της η Ιοκάστη. Άκαρδος, άρπαγας, αρχομανής, κυνικότατα συμφεροντολόγος ο Ετεοκλής, και για όλα αυτά τόσο ασυμπαθής, όσο συμπαθής προβάλει ο αδικημένος Πολυνείκης, δε δέχεται κανένα συμβιβασμό. Το σπαθί θα ξεδιαλύνει τη διαφορά. Τα δυο αδέλφια με ανίκητο μίσος στην καρδιά τους χωρίζονται αποφασισμένα να ξανασυναντηθούν αργότερα με το σπαθί στο χέρι. Έτσι τερματίζεται η συνάντηση των δύο αδελφών που ξετυλίγεται σε μια σκηνή, που είναι μια θαυμάσια καινοτομία του Ευριπίδη στις «Φοίνισσες» (Weil).

ΣΤΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (638-689): Τους παλιούς τους θρύλους θυμάται ο Χορός εδώ για το χτίσιμο της Θήβας από τον Κάδμο πλάι στους χλοϊσμένους και βαθιά σκαμμένους κάμπους, όπου χύνουν τη δροσιά της τα τρεχούμενα και καθαρά νερά της Δίρκης. Τούτος ο τόπος αγιάστηκε με τη γέννηση ενός θεού, του Διόνυσου, του γιου της Θηβαίας Σεμέλης και του Δία. Με θεϊκή βοήθεια ήρθε και τον έκανε δικό του ο παλιός ο πρόγονος ο Κάδμος, που κρατάει από άλλον γιο του Δία, τον Έπαφο. Γι’ αυτό ο Χορός καταλήγει σε επίκληση προς το μακρινό πρόγονο, τον Έπαφο, να βοηθήσει την πόλη που κινδυνεύει και να φέρει μαζί του και τη Δήμητρα και την κόρη της την Περσεφόνη - προστάτισσες κι αυτές της Θήβας.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (590-783): Στη σκηνή έρχεται ξανά ο Ετεοκλής και στέλνει να φωνάξουν τον αδελφό της μάνας του, τον Κρέοντα. Έρχεται ο Κρέοντας και, πολύπειρος καθώς είναι, συμβουλεύει τον ανεψιό του, βασιλιά Ετεοκλή, πώς να οργανώσει την άμυνα. Αδιάλλακτος και γεμάτος λυσσαλέο μίσος για τον αδελφό του ο Ετεοκλής, έχει έναν ασίγαστο πόθο και μια ευχή: Να βρει αντίκρυ του τον αδελφό του Πολυνείκη, για να τον σκοτώσει με το χέρι του, που ήρθε - προσθέτει (756) με «ιερή» αγανάκτηση - να κυριεύσει την πατρίδα. Θα τον μισεί τον αδελφό του και πέρα από το θάνατο. Γι’ αυτό τώρα που θα πάει στη μάχη, απ’ όπου δεν ξέρει αν θα γυρίσει, αφήνει παραγγελία στον Κρέοντα, αν σκοτωθεί, κι αυτός κι ο Πολυνείκης, να μη θάψουν το λείψανο του αδελφού του. Έτσι στη στοργή της Αντιγόνης προς τον Πολυνείκη, που ο αναγνώστης είδε προηγουμένως, τώρα αντιτίθεται ένα φρικτό μίσος αδελφού προς αδελφό και γίνεται και κάτι άλλο εδώ: Αστραπιαία, όσο μας επιτρέπει η ροή της τραγωδίας να σταματάμε σε ατομικές εικασίες, έρχεται στο νου μας ότι, αν θελήσει ο Κρέοντας να μείνει πιστός στην εντολή του Ετεοκλή, θα είναι μεγάλη η σύγκρουσή του με την Αντιγόνη, που την ψυχή της τη φλογίζει διάπυρη αδελφική αγάπη.
Έχει και μια άλλη παραγγελία για τον Κρέοντα: Να συμβουλευθεί τον μάντη Τειρεσία για τη σωτηρία της χώρας από τον εχθρό που την πολιορκεί. «Έστειλα», του λέει, «το γιο σου τον Μενοικέα να σου τον φέρει εδώ». Έτσι προετοιμάζεται ο ερχομός του Τειρεσία στο Επεισόδιο Γ'.
Ο Ετεοκλής φοράει την πανοπλία του και φεύγει για τη μάχη με την απόφαση και την ελπίδα να σκοτώσει τον αδελφό του.

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (784-833): Τη θλίψη του δηλώνει εδώ ο Χορός και το παράπονό του προς τον Άρη, το θεό του πολέμου, γιατί μανιασμένος έρχεται να σύρει τους Θηβαίους στον πολεμικό χορό. Η πικρή και μαύρη μοίρα του Οιδίποδα είναι η αρχή όλων αυτών των δεινών. Αυτή ξεσπάει τώρα στα παιδιά του και η δυστυχία διαδέχεται την παλιά ευτυχία και την λαμπρή δόξα της Θήβας.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (834-1018): Ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, φέρνει τον μάντη Τειρεσία. Ο αλάθευτος μάντης βυθίζει τα μάτια της ψυχής του: στα τωρινά, στα μελλοντικά και στα περασμένα και λέει:
«Αίμα χρωστάει η Θήβα αχνιστό στη Γη. Στα παλιά τα χρόνια είχε σκοτώσει ο Κάδμος το γιο της το δράκοντα. Γι’ αυτό τώρα απόγονος του Κάδμου πρέπει να σφαχτεί επάνω στη σπηλιά εκείνου του δράκοντα. Έτσι θα σωθεί η Θήβα. Κι αυτός που πρέπει να σφαχτεί είναι ένας από τους γιους του Κρέοντα, ο Μενοικέας». Είπε τη μαντεία, ανάλγητος σαν τη Μοίρα, ο μάντης κι έφυγε.
Αλλά ο Κρέοντας με κανέναν τρόπο δε δέχεται να σφαχτεί ο γιος του.
«Φύγε γρήγορα», λέει στο γιο του. «Πήγαινε στο Δωδωναίο ιερό. Πάω να σου φέρω χρήματα για το μακρινό ταξίδι».
Ο Μενοικέας, όμως, είχε πάρει την απόφασή του: Προσποιείται ότι δέχεται το σχέδιο του πατέρα του, αλλά τρέχει να συμμορφωθεί με την εντολή του μάντη, για να σώσει την πατρίδα του.

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1019-1066): Την καταστροφή, που στα παλιά τα χρόνια είχε φέρει η Σφίγγα στη Θήβα και τη φρικτή δυστυχία του Οιδίποδα θρηνούν εδώ οι γυναίκες του Χορού (1019-1054). Και όπως επισύρει πάντοτε το θαυμασμό η ηρωική πράξη, επαινετικά λόγια θαυμασμού (1054 κ.ε.) έχει για το Μενοικέα ο Χορός, αφού δε δίστασε να θυσιάσει τη ζωή του για την πατρίδα. Κι ο θαυμασμός τους κορυφώνεται στην ευχή να γίνουν κι αυτές μανάδες τέτοιων θαυμάσιων παιδιών.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1067-1283): Ένας μαντατοφόρος από το πεδίο της μάχης φέρνει στην Ιοκάστη την είδηση, ότι τα παιδιά της ετοιμάζονται να μονομαχήσουν. Τρομαγμένη η Ιοκάστη από τη φρικτή αυτή είδηση φωνάζει την Αντιγόνη από μέσα από το παλάτι και τρέχουν και οι δύο να εμποδίσουν τον αδελφικό σκοτωμό.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1284-1309): Φρίκη για τον αδελφικό σκοτωμό και συμπόνια για τη δυστυχισμένη μάνα νιώθει ο Χορός στο χορικό αυτό, που το σταματάει, καθώς βλέπει να έρχεται θλιμμένος ο Κρέοντας.

ΕΞΟΔΟΣ (1310-1766): Ο Κρέοντας φέρνει με θρήνους το λείψανο του Μενοικέα, για να το παραδώσει στην αδελφή του την Ιοκάστη να το λούσει και να το νεκροστολίσει. Δεν ξέρει ο Κρέοντας τίποτα για τη μονομαχία των δύο αδελφών και ούτε ότι η Ιοκάστη έχει φύγει από το παλάτι για να προλάβει το κακό.
Αλλά να, ο μαντατοφόρος έρχεται και λέει την τριπλή συμφορά: Σκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και η Ιοκάστη αυτοκτόνησε.
Μια νεκρική πομπή φέρνει τους τρεις νεκρούς. Την οδηγεί η Αντιγόνη θρηνώντας τις συμφορές του πατρικού της σπιτιού. Ακούει από μέσα από το παλάτι το θρήνο της ο Οιδίποδας και βγαίνει να ρωτήσει τι γίνεται. Και μαθαίνει από την κόρη του ότι δεν ζουν πια ούτε η Ιοκάστη ούτε τα παιδιά του. Τώρα στο θρήνο της κόρης προσθέτει και το δικό του. Και έτσι έχουμε τον «κομμό» Αντιγόνης και Οιδίποδα (1485-1624).
«Σταματήστε τους θρήνους», φωνάζει ο Κρέοντας, βασιλιάς πια μετά το θάνατο του Ετεοκλή, και προστάζει τον Οιδίποδα να φύγει από τη Θήβα. Δεν τον μισεί καθόλου, μόνο φοβάται μήπως βλάψει ο κακός του δαίμονας την πόλη. Με κλάμα για τη μοίρα του απαντάει ο Οιδίποδας: Σκληρή του στάθηκε σε όλη τη ζωή του μέχρι τώρα που τον διώχνουν από την πατρίδα τυφλό και αβοήθητο.
Αλλά βασιλιάς πια ο Κρέοντας δεν έχει καιρό για χάσιμο με τους θρήνους του Οιδίποδα. Γι’ αυτό προχωράει σε άλλη διαταγή: Να θάψουν τον Ετεοκλή και να πετάξουν μακριά από το θηβαϊκό τόπο τον Πολυνείκη, και ορίζει θάνατο στον παραβάτη της διαταγής του. Έχει και για την Αντιγόνη μια διαταγή: Να αφήσει τους νεκρούς και κλεισμένη στο παλάτι να περιμένει τη μέρα του γάμου της με το γιο του τον Αίμονα.
Αλλά η Αντιγόνη βεβαιώνει ότι δε θέλει να παντρευτεί. Θα τον σκοτώσει, σαν τις παλιές Δαναΐδες, τον άντρα που θα της δώσουν. Με το ζόρι δεν παντρεύεται. Άλλα έργα την περιμένουν. Θα θάψει τον αδελφό της και θα γίνει οδηγός στην εξορία του τυφλού πατέρα της, που θυμάται ότι παλιός χρησμός του Φοίβου του όρισε τον ιερό Ίππιο Κολωνό στην Αθήνα για τελευταία του κατοικία και για τόπο της ταφής του.
Τον παίρνει από το χέρι η Αντιγόνη και, καθώς αργοδιαβαίνει το θλιβερό ζευγάρι για να πάει σε ξένους τόπους, ξεσπάει ένας λυγμός από τα στήθη του Οιδίποδα, που μια σκληρή Μοίρα τον έριξε από το ύψος του μεγαλείου του στα πιο σκοτεινά βάθη της πιο φριχτής συμφοράς.
Αλλά η εγκαρτέρηση, η υπομονή και η υποταγή στο θέλημα των θεών ξανάρχονται στην καρδιά του: «Θνητός είμαι», λέει, «κι ό,τι ορίζουν οι θεοί πρέπει να το δέχομαι. Μάταιοι και ανώφελοι είναι οι θρήνοι».

Στις «Φοίνισσες» (ίσως το 410 π.Χ.) ο Ευριπίδης συνδυάζει σε μια ευρεία σύνθεση, με ποικιλία προσώπων και γεγονότων, με πλούτο συγκινητικών επεισοδίων, με πολύ ωραίες σκηνές, με παθητικότητα και με χτυπητή λαμπρότητα, το περιεχόμενο των «Επτά επί Θήβας» (467 π.Χ.), της «Αντιγόνης» (440 π.Χ.), του «Οιδίποδα Τυράννου» (425 π.Χ.) και έναν αττικό μύθο για τον ερχομό του Οιδίποδα στον Κολωνό, που αργότερα (406 π.Χ.) κι ο Σοφοκλής, γέρος πια, τον δραματοποίησε στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ».
Τραβάει βέβαια η πορεία της τραγωδίας προς τη μονομαχία των δύο παιδιών του Οιδίποδα, αλλά η ποικιλία των προσώπων, η αφθονία των γεγονότων των πλεγμένων στις «Φοίνισσες» φαίνονται σαν να φέρουν διάσπαση στην εσωτερική ενότητα του έργου. Γι’ αυτό και ο Patin έκρινε ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί με ακρίβεια η υπόθεση των «Φοινισσών». Το μίσος των δύο αδελφών και η θανάσιμη μονομαχία τους, αλλά και η καταστροφή του θηβαϊκού βασιλικού οίκου από τη μια, και από την άλλη ο κίνδυνος της Θήβας από τους Αργείους που την πολιορκούν κι η αυτοθυσία του Μενοικέα για την πατρίδα και η νίκη των Θηβαίων, μας δίνουν την εντύπωση ότι προβάλλουν μπροστά μας δυο παράλληλες, όχι βέβαια άσχετες τραγωδίες, που πότε σμίγουν και πότε οδεύουν σε παράλληλη πορεία, ώσπου επέρχεται η λύση, διπλή κι αυτή, όπως διπλή ήταν και η πορεία της τραγωδίας: Νίκη κατά των Αργείων, θλίψη για τον αλληλοσκοτωμό των δύο αδελφών. Γι’ αυτό και είναι εύστοχη η κρίση του μαντατοφόρου, που ήρθε από το μέτωπο (1478-79):
«Έτσι για τη χώρα, άλλοι αγώνες είχαν τέλος παρά πολύ καλό κι άλλοι πάρα πολύ κακό».
Αλλά οι θρήνοι της Αντιγόνης για το θάνατο των αδελφών της και της μάνας της κι ο αντίλαλος του Οιδίποδα στους θρήνους της κόρης του (1485-1580), δεν αφήνουν να ακουστεί κανένα επινίκιο τραγούδι για τη σωτηρία της Θήβας. Απόλυτα κυριαρχικό απλώνεται το κλάμα της Αντιγόνης και του Οιδίποδα για τους νεκρούς, που κείτονται μπροστά τους, και για τα νέα δεινά που προσμένουν τον άμοιρο τυφλό γέροντα, γιατί δεινό είναι να φύγεις από την πατρίδα σου.

Σφιχτοδεμένη ενότητα ίσως να μην υπάρχει στο δράμα αυτό που η αρχαία «Υπόθεση» το βρίσκει «παραπληρωματικό», δηλαδή παραγεμισμένο με πιο πολλές σκηνές, όπως το ανέβασμα της Αντιγόνης στο δώμα, ο ερχομός του Πολυνείκη στη Θήβα κι η εξορία του Οιδίποδα. Εδώ ο Ευριπίδης μάζεψε όλα τα θλιβερά επεισόδια του θηβαϊκού μύθου για τον Οιδίποδα και το σπίτι του κι όλες τις βίαιες σκηνές που θα μπορούσαν να του χρησιμέψουν για να δώσει δραματικότητα και παθητικότητα στην τραγωδία του. Και το πέτυχε μέσα στο δράμα αυτό με το πλήθος των προσώπων, που με τα συναισθήματά τους, συναισθήματα ζωντανών ανθρώπων, καθώς παρελαύνουν σε σκηνές εξαιρετικής ομορφιάς στην πλατειά δραματική εξέλιξη, μας δίνουν πολλαπλές εντυπώσεις. Αυτό είναι και η πλούσια αποζημίωση που καταβάλλει ο ποιητής για τη χαλαρή σύνδεση του δράματος, που τόσο αγαπήθηκε και στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο και στους νεώτερους χρόνους.
Τη δημοτικότητα του έργου στην αρχαιότητα δείχνουν τα πολλά αρχαία σχόλια και τα συχνά ανεβάσματα στη σκηνή.[2] Στο Βυζάντιο το είχαν σχολικό βιβλίο. Πλήθος είναι οι μεταφράσεις που έγιναν στα νεώτερα χρόνια στα Λατινικά και σε νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ας αναφερθούν εδώ μόνο δύο: Ο Ολλανδός Ουμανιστής και ιδρυτής της Επιστήμης του Διεθνούς Δικαίου, Grotius, που τον είπαν «το θαύμα της εποχής του», τύπωσε στο Παρίσι το 1630 λατινική μετάφραση των «Φοινισσών» και ο Schiller μετάφρασε έμμετρα στη γερμανική γλώσσα μέρη της τραγωδίας και μιμήθηκε στο δράμα του «Η νύμφη της Μεσσήνης» την προσπάθεια της Ιοκάστης στις «Φοίνισσες» να συμφιλιώσει τα παιδιά της.
Για το πότε ανέβηκαν στη σκηνή (διδάχθηκαν) οι «Φοίνισσες», δε συμφωνούν οι φιλόλογοι. Κατά τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο, ήταν το τρίτο δράμα της τριλογίας «Οινόμαος» - «Χρύσιππος» (χάθηκαν και τα δυο) – «Φοίνισσαι».

[1] Αλάστορες είναι οι θεότητες που τιμωρούν τα εγκλήματα.
[2] Αυτό είναι και το κακό του αποτέλεσμα: Οι ηθοποιοί έκαναν στο κείμενο πολλές αλλοιώσεις.

9/11/09

Εισαγωγή στην «Εκάβη» του Ευριπίδη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-97): Μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα, του αρχηγού των Αχαιών, που, γυρνώντας από το Ίλιο στην πατρίδα, έχουν στρατοπεδεύσει σε μια ακρογιαλιά στη Θρακική χερσόνησο, παρουσιάζεται, χαράματα ακόμα, μετέωρο ένα φάντασμα νεκρού και μιλάει: Είναι ο Πολύδωρος, ο πιο μικρός από τους γιους του Πρίαμου και της Εκάβης. Για να τον φυλάξει από τους κινδύνους του πολέμου τον είχε εμπιστευθεί με πολύ χρυσάφι ο πατέρας του εδώ στη Θρακική χερσόνησο στο βασιλιά Πολυμήστορα. Μα το Ίλιο έπεσε, οι Αχαιοί έσφαξαν τον Πρίαμο και ο Πολυμήστορας, πατώντας και όρκο και φιλία, σκοτώνει τον Πολύδωρο για να του πάρει τους θησαυρούς και το λείψανό του το πετάει στη θάλασσα.
Αλλά της χαροκαμένης της μάνας του, της γερόντισσας Εκάβης, δεν πράυνε ακόμα η μοίρα. Ο Αχιλλέας, ο φονιάς του Έκτορα και τόσων άλλων παιδιών της στις μάχες κάτω από το κάστρα του Ίλιου, δε χόρτασε ακόμα. Θέλει να πιεί το αίμα της Πολυξένης, της κόρης του Πρίαμου, που βρίσκεται πια σκλάβα στα χέρια των Αχαιών. Γι’ αυτό πρόβαλε επάνω από τον τάφο του και ζήτησε από τους Αχαιούς να του την προσφέρουν γλυκό στον τάφο του σφαχτάρι και χάρισμα τιμητικό.
Θα τη σφάξουν βέβαια οι Αχαιοί - δηλώνει το φάντασμα - και ύστερα θα την παραδώσουν στη μάνα της την Εκάβη, για να τη θάψει. Και η Τρωαδίτισσα που θα σταλεί από την Εκάβη στη θάλασσα να φέρει νερό, για να πλύνουν το λείψανο της Πολυξένης, θα βρει στην ακροθαλασσιά και το λείψανο του Πολύδωρου. Κι έτσι η δόλια η Εκάβη θα θάψει σήμερα - λέει το φάντασμα του Πολύδωρα - δυο παιδιά της, αυτόν και την Πολυξένη.
Την ώρα που ακούγονται αυτά τα τελευταία λόγια, κάποιος βγαίνει από τη σκηνή του Αγαμέμνονα. Είναι η Εκάβη. Ακουμπάει στο ραβδί της και καθώς δυσκολεύεται να περπατήσει την κρατούν σκλάβες Τρωαδίτισσες από δεξιά και αριστερά για να μη πέσει κάτω.
Δεν ξέρει τίποτα για το γιο της τον Πολύδωρο. Τον θεωρεί ακόμα ζωντανό στο σπίτι του Πολυμήστορα. Αλλά ένα όνειρο ήρθε τούτη τη νύχτα και της έφερε μεγάλη αγωνία. Είδε στον ύπνο της ότι ένας λύκος της άρπαξε μια ελαφίνα μέσα από την αγκαλιά της. Μήπως αυτό το όνειρο είναι για το γιο της τον Πολύδωρο; - αναρωτιέται έντρομη η Εκάβη. Μήπως είναι για την κόρη της, την Πολυξένη;
Αλλά την τρομάζει και κάτι άλλο: Η απαίτηση του Αχιλλέα να του χαρίσουν στον τάφο του μια από τις πολύπαθες Τρωαδίτισσες. «Μακριά και τούτο το κακό από την κόρη μου την Πολυξένη», ικετεύει του θεούς, γεμάτη ανησυχία και αγωνία η πριν ευτυχισμένη και τώρα βυθισμένη στη δυστυχία της σκλαβιάς και χαροκαμένη βασίλισσα του Ίλιου.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (98-153): Αυτό όμως που φοβόταν η Εκάβη και παρακαλούσε τους θεούς να μη γίνει στην κόρη της, δε θα το αποφύγει. Δεκαπέντε Τρωαδίτισσες, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, έρχονται από τη δεξιά πάροδο και η κορυφαία του Χορού της αναγγέλλει ότι οι Αχαιοί πήραν μια φοβερή απόφαση: Θα σφάξουν την Πολυξένη πάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Ναι, σε λίγο θα έρθει ο Οδυσσέας να της την πάρει μέσα από την αγκαλιά της.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (154-443): Μπροστά σ’ αυτό το φρικτό άγγελμα τι λόγια έπρεπε να ειπωθούν; Μονάχα «ο κομμός», όπως έλεγαν το θρήνο πάνω στη σκηνή, η γλώσσα των θλιβερών συναισθημάτων, θα μπορέσει να δείξει τον πόνο της μάνας που σε λίγο θα της αρπάξουν αλύπητα την κόρη για το μαχαίρι του θύτη. Η Εκάβη κλαίει (154-194) την αβάσταχτη δυστυχία της, την ερημιά της, που έχασε γέροντα και παιδιά, την εγκατάλειψή της από όλους τους θεούς, και απελπισμένη κράζει με φωνή σπαρακτική την Πολυξένη να βγει να ακούσει το φρικτό που σχεδιάσανε οι Αχαιοί.
Τρομαγμένη από την κραυγή της μάνας της η Πολυξένη πετιέται έξω από τη σκηνή και μαθαίνει τι την περιμένει. Αλλά το περίεργο είναι ότι δεν κλαίει για το δικό της θάνατο, γιατί έτσι που κατάντησε δεν τη θέλει τη ζωή η υπερήφανη, ευγενική παρθένα, αλλά τη μάνα της κλαίει (197-215) που σε λίγο θα της αρπάξουν την κόρη, για να την στείλουν στο σκοτάδι του Άδη. Και μάνα και κόρη πέφτουν με λυγμούς η μία στην αγκαλιά της άλλης.
Έρχεται βιαστικός ο Οδυσσέας και ανακοινώνει την απόφαση των Αχαιών να σφαχτεί στον τάφο του Αχιλλέα η Πολυξένη. Μάταια τον ικετεύει η Εκάβη και, όταν έμεινε αμετάπειστος, μάταια πάλι του θυμίζει ότι δεν έμεινε ασυγκίνητη στις ικεσίες του και τον έσωσε, όταν είχε μπει κατάσκοπος στο Ίλιο. Ναι, δεν έμεινε ασυγκίνητη, ο Οδυσσέας το παραδέχεται κι αυτός και με κυνικότητα προσθέτει, ότι πολλά σοφίστηκε και της είπε, για να γλυτώσει από το θάνατο.
Αλλά δεν μπορεί να μη θυσιαστεί η Πολυξένη. Είναι απαίτηση του πρώτου ήρωα, του Αχιλλέα, που τη σέβονται απόλυτα οι Αχαιοί. Ήρθε να πάρει την Πολυξένη και θα την πάρει, δηλώνει ανάλγητα και απερίφραστα, όργανο των πολλών τώρα αυτός, που δεμένος στο πλέγμα των πολιτικών και κοινωνικών περιπλοκών και εξαρτήσεων, όπως και στις «Τρωάδες» ο ίδιος πάλι, όπως και ο Αγαμέμνονας στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», δεν μπορεί, αλλά ούτε και του επιτρέπεται να νιώθει κανένα οίκτο.
Η Εκάβη στρέφεται τώρα στην κόρη της: Ας τον παρακαλέσει και αυτή. Αλλά η Πολυξένη έχει πάρει την απόφασή της. Δε θέλει να ζήσει στη σκλαβιά και στους εξευτελισμούς της. Χίλιες φορές προτιμότερος ο θάνατος.
«Σκοτώστε με εμένα», φωνάζει απελπισμένη η Εκάβη, «εγώ γέννησα τον Πάρη, που σκότωσε τον Αχιλλέα». Και όταν δε δέχτηκε την προσφορά της ο Οδυσσέας, «Σκοτώστε με κι εμένα», ξαναφωνάζει η Εκάβη, «για να χορτάσει ο νεκρός με το αίμα και των δυο μας» και σφίγγει στην αγκαλιά της την κόρη της.
Αλλά η Πολυξένη δεν αλλάζει γνώμη. Όταν έσφιξε τη μάνα της για τελευταία φορά στην αγκαλιά της, άφοβη βαδίζει προς το θάνατο, που λυτρωτής θα την προφυλάξει από τις πίκρες και τους εξευτελισμούς της σκλαβωμένης γυναίκας.
Η Εκάβη λιποθυμάει.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (444-483): Τώρα που θα θυσιαστεί η Πολυξένη, το θαλασσινό αεράκι θα φέρει τα καράβια των Αχαιών στην πατρίδα. Γι’ αυτό οι ανυπεράσπιστες στα χέρια των Αχαιών γυναίκες του Χορού εκφράζουν την αγωνία τους για την πικρή ζωή της σκλαβιάς. Που τις περιμένει, σε αλλεπάλληλα ερωτήματα για τον τόπο που θα τις φέρει το ταξίδι πάνω στα κύματα.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (484-628): Έρχεται ο αγγελιαφόρος των Αχαιών, Ταλθύβιος και, συγκινημένος από την αστάθεια της ανθρώπινης ευτυχίας, που τη βλέπει τώρα ενσαρκωμένη στην πριν ευτυχισμένη βασίλισσα του Ίλιου, καλεί με λόγια συμπόνιας την Εκάβη να βγει από το βάθος της λιποθυμίας και να σταθεί στα πόδια της.
Για μια στιγμή φαντάστηκε η Εκάβη ότι ο Ταλθύβιος ήρθε να την πάρει κι αυτήν, για να την οδηγήσει στον τάφο του Αχιλλέα, και ότι εκεί την προσμένει λυτρωτικό το μαχαίρι του θύτη. Γι’ αυτό βρήκε τη δύναμη και τινάχτηκε στα πόδια της όρθια και τον παρακαλεί να την οδηγήσει μια ώρα νωρίτερα στον τόπο της σφαγής:
«Τρέχουμε, μην αργούμε! Δείχνε μου το δρόμο, γέρο» (507).
Αλλά ο Ταλθύβιος δεν ήρθε γι’ αυτό. Την καλεί να φροντίσει για την ταφή της κόρης της, που έχει πια σφαχτεί.
Ο καθένας θέλει να μην είναι άγριες οι τελευταίες στιγμές των αγαπημένων του προσώπων και γι’ αυτό η Εκάβη του ζητάει πληροφορίες: «Της δείχνατε συμπόνια; Ή τη σφάξατε σκληρόψυχα;» Κι εκείνος της εξιστορεί τις τελευταίες στιγμές της κοπέλας, που όλος ο στρατός των Αχαιών τη θαύμασε, γιατί άφοβα, με αξιοπρέπεια και γεμάτη αυτοσεβασμό αντίκρισε το θάνατο.
Αυτό το φέρσιμο της Πολυξένης την ώρα της σφαγής της είναι για την πικραμένη μάνα της ένα ξαλάφρωμα του πόνου. Και λέει:
«Όμως από το βαρύ πάλι το στεναγμό με ελάφρωσες, όταν έμαθα ότι στάθηκε ατρόμητη» (590-91).
Γιατί δε γεννήθηκε ακόμα γονιός, που δε θα ήθελε να ξεχωρίσουν μέσα στον κόσμο τα παιδιά του.
Τώρα την Εκάβη καλεί άλλο καθήκον, όχι ασυνήθιστο γι’ αυτήν: Πρέπει να θάψει τη σφαγμένη της κόρη. Παραγγέλλει λοιπόν με τον Ταλθύβιο στους Αχαιούς να μην αγγίξει κανένας την Πολυξένη της και στέλνει μια Τρωαδίτισσα να φέρει νερό από τη θάλασσα για το στερνό λουτρό της νεκρής.

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (629-656): Δάκρυα και συμφορές έφερε και στην Τροία και στην Ελλάδα ο παράφορος έρωτας του Πάρη, λέει σ’ αυτό το Στάσιμο ο Χορός, ύστερα από τη θλιβερή ιστορία που άκουσε από τον Ταλθύβιο για την ανείπωτη συμφορά που βρήκε την Εκάβη.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (657-904): Έρχεται η Τρωαδίτισσα που είχε πάει να φέρει νερό από τη θάλασσα για να πλυθεί το λείψανο της Πολυξένης. Φέρνει τυλιγμένο το κορμί του Πολύδωρου, που το βρήκε στην ακρογιαλιά, όπου το είχαν βγάλει τα κύματα της θάλασσας και με φωνές και κλάματα το δείχνει στην Εκάβη.
Η Εκάβη μαντεύει ποιος είναι ο φονιάς του παιδιού της. Κι ενώ απελπισμένη θρηνεί πάνω στο κορμί του Πολύδωρου, έρχεται ο Αγαμέμνονας. Τώρα όλη η ψυχή της είναι δοσμένη στο πώς θα μπορέσει να πάρει τον Αγαμέμνονα βοηθό στην εκδίκησή της, γιατί το αποφάσισε πια: Θα εκτελέσει το χρέος της, θα εκδικηθεί.
Πέφτει, λοιπόν, στα πόδια του Αγαμέμνονα και τον παρακαλεί να τιμωρήσει τον Πολυμήστορα. Ο αρχηγός όμως των Αχαιών φαίνεται να διστάζει και σε μια σκηνή, που με μια του κίνηση δείχνει ότι θέλει να απαλλαγεί από τα ενοχλητικά παρακάλια της δυστυχισμένης βασίλισσας, εκείνη που έχει κατρακυλήσει πια στα πιο σκοτεινά βάθη της συμφοράς, δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να πείσει το δυνατό βασιλιά να τη βοηθήσει στην εκδίκηση που σχεδιάζει. Το είπε και πιο πριν (756-7): Όλος της ο πόθος είναι να τιμωρήσει τον κακούργο. Αλλά από πουθενά δεν έχει να περιμένει βοήθεια. Χάθηκαν και τα παιδιά της, χάθηκε και η πατρίδα. Ας καταφύγει λοιπόν στην Αφροδίτη, δεν είναι καιρός για αξιοπρέπειες.
Την κόρη της την Κασσάνδρα, την αδελφή του Πολύδωρα, τη χαίρεται στο κρεβάτι του ο Αγαμέμνονας. Να, λοιπόν, μια ευκαιρία να δείξει ο τρανός βασιλιάς ότι για τις γλυκές τις νύχτες που του χαρίζει η Κασσάνδρα, έχει κάποιο χατίρι και η μάνα της, η άμοιρη Εκάβη. Ας τη βοηθήσει και για έναν άλλο ακόμα λόγο: Δεν επιτρέπεται στον καλό να αδιαφορεί για τα κακά που γίνονται, πρέπει να τα καταπολεμεί και παντού και πάντα χρέος του είναι να κάνει κακό στον κακό (844-45).
Τέλος, με όλους τους δισταγμούς του ο Αγαμέμνονας και με όλους τους φόβους του, μήπως παρεξηγηθεί από το στρατό, αποφασίζει να τηρήσει φιλική ουδετερότητα σε όσα πρόκειται να κάνει η Εκάβη στο φονιά του παιδιού της. Στο μεταξύ έφυγε μια Τρωαδίτισσα για να καλέσει τον Πολυμήστορα να έρθει να ανταμώσει την Εκάβη μαζί με τα δυο παιδιά του. Πρέπει να ακούσουν κι εκείνα το σπουδαίο μυστικό που η Εκάβη θα φανερώσει στον πατέρα τους.

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (905-951): Ο Χορός, για να καλύψει το κενό ώσπου να έρθει ο Πολυμήστορας, θυμάται στο Στάσιμο αυτό εκείνη τη φρικτή νύχτα, που αντήχησαν μες στην πόλη οι άγριες πολεμικές κραυγές των Αχαιών, που αφού σκότωσαν τους άνδρες και κάψανε το Ίλιο παίρνουν τώρα με τα καΐκια σκλάβες στην Ελλάδα τις γυναίκες. Γι’ αυτό καταριούνται κι αυτές να μη φτάσει στο πατρικό της η Ελένη. Αυτή είναι η αιτία όλου αυτού του κακού.

ΕΞΟΔΟΣ (952-1295): Ο Πολυμήστορας, ο φονιάς του Πολύδωρου, έφτασε με τα δυο παιδιά του. Πώς θα αργούσε αυτός στο κάλεσμα φιλικού προσώπου; Μήπως δε θυμάται τη φιλιά που τον έδενε με τον ταλαίπωρο τον Πρίαμο; Γι’ αυτό δέρνεται και χτυπιέται και με φωνή υποκριτικά σπασμένη από τους τάχα ασυγκράτητους λυγμούς φωνάζει τους δύο αγαπημένους του, Πρίαμο και Εκάβη:
«Ω Πρίαμε, πιο αγαπημένε μου άνθρωπε, κι εσύ αγαπημένη Εκάβη» (952).
Και κλαίει και για την καταστροφή του Ίλιου και για την Πολυξένη. Τέτοια είναι, λέει, η μοίρα των ανθρώπων. Αβέβαιη και η δόξα του ευτυχισμένου, αβέβαιη και η ελπίδα του δυστυχισμένου, που κάποτε θα ευτυχήσει. Έλειπε μακριά από τα σύνορα και δεν ήξερε τίποτα. Τώρα που έλαβε το κάλεσμά της, να έφτασε.
Γεμάτη αηδία η Εκάβη μπροστά σε μια τέτοια σιχαμερή υποκρισία δε χάνει την ψυχραιμία της: Αν δε μπορεί να τον κοιτάξει κατάματα, τούτο γίνεται - βεβαιώνει - γιατί τον ντρέπεται που τη βλέπει τώρα τόσο ξεπεσμένη από την αρχοντιά της και γιατί τέτοιος είναι ο νόμος, να μη κοιτάνε οι γυναίκες κατάματα τους άνδρες.
Ακολουθεί ένας διάλογος Εκάβης και Πολυμήστορα, όπου ο ποιητής τραβάει ως τις τελευταίες της γραμμές την απεικόνιση του χαρακτήρα του Πολυμήστορα, που είναι ένας πολύ κυνικός υποκριτής, ψεύτης και αχόρταγος πλεονέκτης.
Υποκριτής, όταν βεβαιώνει τη μάνα του παιδιού, που με τα χέρια του το σκότωσε, ότι είναι πρόθυμος να τη βοηθήσει και ότι ο γιος της ζει κοντά του ευτυχισμένος. Και τόσο πλεονέκτης, που χάνει την ξαστεριά του μυαλού και ανυπόμονα ζητάει να μάθει πού είναι κρυμμένοι οι θησαυροί του Πρίαμου και απροστάτευτος από σωματοφύλακες βαδίζει προς το εσωτερικό της σκηνής, όπου η αδικημένη μάνα με την τιμωρία που του επιβάλει, θα φέρει στο νου μας τη λυσσαλέα φράση που είχε πει στον Πρίαμο για τον Αχιλλέα, τον άλλο φονιά του άλλου παιδιού της, του Έκτορα: «Ας μπορούσα κολλημένη πάνω του να του φάω το συκώτι» (Ιλιάδα Ω 212).
Τώρα που μπήκε στη σκηνή ο Πολυμήστορας, είναι βέβαιος ο Χορός ότι θα τον βρει εκεί μέσα η τιμωρία που του αξίζει. Και δεν άργησε. Ένα άγριο ουρλιαχτό ακούγεται. Οι Τρωαδίτισσες τυφλώνουν το φονιά και του σκοτώνουν και τα δυο παιδιά του. Ικανοποιημένη προβάλει από μέσα η Εκάβη. Πόσο έχει μεταμορφωθεί! Δεν έχουμε πια μπροστά μας ένα ανθρώπινο ράκος. Τη ζωντάνεψε η χαρά που της έδωσε η εκδίκηση. Με στητό το κορμί της και με φωνή που δείχνει την αγαλλίαση που γεμίζει την ψυχή της και που θα γέμιζε την ψυχή κάθε μητέρας που θα μπορούσε να κάνει κακό στο φονιά του παιδιού της, αναγγέλλει στο Χορό ότι εκδικήθηκε πια τον αδικητή.
Τυφλωμένος και με το πρόσωπο καταματωμένο προχωράει ψηλαφητά ο Πολυμήστορας. Μέσα στη σκηνή, που άνοιξε πια φαίνονται σφαγμένα τα δυο του τα παιδιά. Ουρλιάζοντας και βογκώντας ψάχνει με τα χέρια απλωμένα να πιάσει την Εκάβη και τις άλλες Τρωαδίτισσες, που τόσο κακό του έκαναν.
Την ώρα αυτή έρχεται ο Αγαμέμνονας και στην παράκληση του Πολυμήστορα, που πάλι δεν ξέχασε την υποκρισία του και δήλωσε στον τρανό βασιλιά ότι από φιλία προς τους Αχαιούς σκότωσε τον Πολύδωρο, εκφέρει την κρίση του για ό,τι έγινε: Δίκιο έχει η Εκάβη, αδικητής είναι ο Πολυμήστορας. Καλά έπαθε, γιατί έπραξε ένα ανόσιο κακούργημα.
Αφού δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο ο Πολυμήστορας, ανακοινώνει μια παλιά προφητεία, που την ξέρει από το μάντη των Θρακών το Διόνυσο, για τη φρικτή τύχη που περιμένει την Εκάβη (θα πέσει στη θάλασσα και θα μεταμορφωθεί σε σκύλα), για την κόρη της την Κασσάνδρα και τον Αγαμέμνονα (και οι δυο θα σκοτωθούν στο Άργος από την Κλυταιμνήστρα). Είναι κι η χαιρεκακία μια εκδίκηση και κάθε εκδίκηση είναι γλυκιά.
Αγριεμένος ο Αγαμέμνονας για όσα του λέει ο Πολυμήστορας, προστάζει τους ακολούθους του να τον πάρουν και να πετάξουν αυτόν τον κακομηνυτή σε κάποιο ερημονήσι.
Στέλνει και τις γυναίκες του Χορού να ετοιμαστούν για το ταξίδι, οι οποίες με θλίψη κι εγκαρτέρηση αποχωρούν από τη σκηνή.

Η ενότητα της τραγωδίας
Δε συμμερίζεται ολόκληρη η νεώτερη κριτική το θαυμασμό των αρχαίων προς την «Εκάβη», που οι Βυζαντινοί από απεριόριστο κι αυτοί θαυμασμό την είχαν σχολικό βιβλίο. Ο Ευριπίδης κατηγορείται τώρα[1] ότι στην «Εκάβη» συνδέονται δύο μύθοι, της Πολυξένης και του Πολύδωρου, κάτω από έναν τίτλο. Λένε ότι ο σύνδεσμος της τραγωδίας είναι εξωτερικός: το πρόσωπο της Εκάβης.
Ο Müller στη Γραμματολογία του δέχεται ότι την ενότητα στην τραγωδία τη δίνει το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, η Εκάβη.
Και πράγματι σε ολόκληρη την τραγωδία δεσπόζει η τραγική μορφή της Εκάβης. Με την εξέλιξη του ρόλου της και με την πορεία των κάθε φορά ψυχολογικών της καταστάσεων, από τα πρώτα προμηνύματα των συμφορών της ως την άγρια εκδίκηση, που επέβαλε στον Πολυμήστορα, για να ικανοποιήσει την εκδικητική μανία, που είχε γίνει σκοπός της ζωής της, δημιουργείται ένας χαρακτήρας που προβάλλει μπροστά μας με όλη την αλήθεια των ζωντανών πλασμάτων και της ζωής και της λογοτεχνίας. Είναι ο χαρακτήρας της μάνας, που αλλεπάλληλα πέφτουν πάνω της τα χτυπήματα της κακίας των καιρών και των ανθρώπων και τη φέρνουν στα έσχατα όρια μιας ωμής δοκιμασίας και που, όσο κι αν ένιωσε την αδυναμία της στις απελπισμένες προσπάθειές της να σώσει το ένα παιδί της, όταν κατόρθωσε να παγιδεύσει το φονιά του άλλου της παιδιού, αυτή που πριν ήταν συμμαζεμένη και στέναζε ανήμπορη κάτω από τα χτυπήματα του νόμου του πολέμου και του νικητή, εκδικήθηκε με τη μανία λέαινας που βρίσκει μέσα στη φωλιά της τον άρπαγα των μικρών της. Υπάρχει λοιπόν ενότητα, και βρίσκεται στο πρόσωπο της Εκάβης.
Χρονολόγηση της τραγωδίας
Από την παρωδία του στίχου 172 της «Εκάβης», που κάνει ο Αριστοφάνης στις «Νεφέλες» (1165), συμπεραίνεται ότι η τραγωδία έχει παρασταθεί πριν από το 423 π.Χ. Αλλά ένας άλλος συσχετισμός με άλλον συγγραφέα μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο ακριβή προσδιορισμό. Το χειμώνα του 426-425 οι Αθηναίοι, όταν καθάρισαν τη Δήλο από τους τάφους που βρίσκονταν εκεί, γιόρτασαν το Δήλια (Θουκυδίδης Γ', 104). Αν λοιπόν οι στίχοι 458 κ.ε., όπου γίνεται λόγος για το ιερό νησί της Δήλου και για τους χορούς των Δήλιων γυναικών, υπαινίσσονται τα Δήλια, τότε η πρώτη διδασκαλία της «Εκάβης» πρέπει να τοποθετηθεί στα 424.

[1] Την κατηγορία αυτή τη βρίσκει σωστή και από τους δικούς μας ο Μιστριώτης.

5/11/09

Εισαγωγή στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη

Ιστορική τοποθέτηση
Ο μακροχρόνιος Πελοποννησιακός πόλεμος όχι μόνο θανάτωσε πλήθη ανθρώπων και χτύπησε την αρχαία Ελλάδα με αφάνταστες υλικές καταστροφές, αλλά το πιο χειρότερο, την έριξε και σε χάος ηθικών αλλοιώσεων. Ίσως σε κάθε πόλεμο, για να πετύχουν οι αντίπαλοι τους σκοπούς τους, χρησιμοποιούν απάνθρωπα μέσα, ξεχνούν τη μεγαλοψυχία και την ανθρωπιά. Αλλά με τον Πελοποννησιακό πόλεμο φανερώθηκε μια εξαιρετική αγριότητα.
Στον πόλεμο αυτόν δεν πολέμησαν μόνον δύο αντίπαλα κράτη, αλλά και δυο αντίθετες πολιτικές αρχές, η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Σχεδόν σε κάθε πόλη της αθηναϊκής κυριαρχίας υπήρχαν άτομα που ήταν δυσαρεστημένα με το πολίτευμα που τους είχαν επιβάλει οι Αθηναίοι και ανυπόμονα περίμεναν να τους βοηθήσουν οι Σπαρτιάτες, για να σφάξουν το δημοκρατικό όχλο, να αλλάξουν το πολίτευμα και να ενωθούν με τη Σπάρτη, για να διατηρούν την εξουσία. Αλλά και σε πάρα πολλές πόλεις της σφαίρας της σπαρτιάτικης επιρροής υπήρχαν πλήθη από φτωχούς που νόμιζαν ότι δε θα μπορούσαν να δουν καλή μέρα, αν δε έσφαζαν τους ολιγαρχικούς. Και ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ή να ζητήσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, που υποστήριζαν τα δημοκρατικά κόμματα.
Οι Σπαρτιάτες λοιπόν υποστήριζαν τους ολιγαρχικούς και οι Αθηναίοι τους δημοκρατικούς, κι έτσι μέσα στο γενικό πόλεμο των Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες παρουσιάζεται σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη και από μια πολιτειακή πάλη. Αλλά επειδή δεν έλειπε και η εξωτερική ένοπλη βοήθεια των δημοκρατικών από τους Αθηναίους και των ολιγαρχικών από τους Σπαρτιάτες, πάψανε πια οι αντίπαλοι να επιβληθούν με ειρηνικά και νόμιμα συνταγματικά μέσα και έφτασαν σε εμφύλιους πολέμους, που είναι το πιο φρικτό κακό για μια χώρα.[1]
Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι, με τη μεταφορά του πολέμου μέσα στα σπλάχνα των υπηκόων ή των συμμάχων πόλεων, κινδύνευε η ηγεμονία τους και τους έπιανε και ένας ανίκητος και ίσως όχι παράλογος φόβος και για την ίδια ακόμα τη ζωή τους. Και γι’ αυτό χρησιμοποίησαν στον πόλεμο χωρίς κανένα δισταγμό κάθε άγριο μέσο που αιτιολογείται μόνον από την ηθική αλλοίωση κι από τη φοβία που είχε απλώσει σε όλη την Ελλάδα ο πόλεμος από το 431 π.Χ.
Το 422 εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδία της Τορώνης και έφεραν όλους τους άνδρες αιχμάλωτους στην Αθήνα (Θουκυδίδης Ε' 3,3). Για το 421, μας εξιστορεί ο Θουκυδίδης (Ε' 32,1) ότι οι Αθηναίοι ανέβηκαν ένα σκαλί ακόμα πιο ψηλά: «Οι Αθηναίοι αφού κατέλαβαν μετά από πολιορκία τη πόλη των Σκιωναίων, σκότωσαν τους άνδρες και εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδιά».
Από το βήμα της εκκλησίας του δήμου ακούγονται βέβαια συνετοί και μετριοπαθείς λόγοι, αλλά ο δήμος δεν τους προσέχει. Η ψυχή του είναι πλημμυρισμένη από τρομακτικούς εφιάλτες. Η αθηναϊκή πολιτεία, όπως την είχε συλλάβει στο πνεύμα του ο Περικλής, θα είχε για στήριγμά της την πλειοψηφία ενός λαού που είχε δημιουργήσει και καλλιεργούσε έναν ανώτερο πολιτισμό και είχε κάνει την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου σχολείο της Ελλάδας. Απαλλαγμένος αυτός ο λαός από ταπεινωτικά ελαττώματα και αποκρουστικές φοβίες θα είχε απεριόριστη πεποίθηση στην αρετή του και θα ήταν όχι μόνον ατρόμητος υπερασπιστής της δικής του ελευθερίας, αλλά σύμφωνα με την παλιά αττική παράδοση θα έπρεπε να είναι και αδιάλλακτος υπερασπιστής και όλων των αδικημένων και όλων των ελεύθερων, που με την ευεργετική φιλία του θα τους έκανε δικούς του.
Αλλά όταν πέθανε ο Περικλής, οι πολιτικοί που ήρθαν μετά από αυτόν, άφησαν την κατεύθυνση που είχε χαράξει ο πολιτικός αυτός για τη διαπαιδαγώγηση του δήμου. Δεν οδηγούν το δήμο προς τα πάνω, αλλά αντίθετα σέρνονται από το δήμο, που του κολακεύουν τις κατώτερες ορμές. Εκείνο που είπε ο Ηράκλειτος για άλλους, εφαρμόζεται και σ’ αυτούς: «Τον όχλο έχουν για οδηγό τους» (απ.104).
Την ίδια εποχή εμφανίζονται και οι σοφιστές που με τη διδασκαλία τους ξεθεμελιώνουν τους παλαιούς κανόνες της διαγωγής των ανθρώπων και παρέχουν επιχειρήματα σ’ εκείνους που δε θα ήθελαν να αντιστέκονται στους πειρασμούς που εμφανίζει η ζωή στην ηθική αντοχή μας. Κι ο καθένας ξέρει ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να δεχτούν τη λογικότητα αυτών των επιχειρημάτων. Το δίκαιο του δυνατού πρέπει να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων, διακηρύττει ο Καλλικλής, πρόδρομος του υπεράνθρωπου, στο «Γοργία» του Πλάτωνα. Κι έγιναν κάτι τέτοια διδάγματα «δόγματα των πολλών», χωρίς όμως να πέσει και στις ψυχές τους μια φωτεινή ακτίνα και από τα διδάγματα του διαφωτισμού των χρόνων εκείνων.
Ποτισμένος ο δήμος με την ιδέα του δικαίου του ισχυρού, παρασύρθηκε σε μια «ύβρη» το χειμώνα του 416-415. Τιμώρησε τη Μήλο με το σφάξει τους άνδρες και να εξανδραποδίσει τις γυναίκες, γιατί είχε διαπράξει το προκλητικό ανοσιούργημα να είναι μικρή και άκακη και γιατί, σαν να μην έφτανε αυτό, είχε την αφόρητη επιθυμία να διατηρήσει την ουδετερότητά της μέσα στην κοσμοχαλασιά του Πελοποννησιακού πολέμου και γιατί είχε ακόμα και την πρωτάκουστη θρασύτητα να μη θέλει να υποταχθεί στους Αθηναίους, που δεν είχαν καμιά όρεξη να επιτρέψουν να υπάρχουν νησιά ανεξάρτητα και αυτόνομα, μια και κυριαρχούσαν αυτοί στη θάλασσα.
Αλλά η όρεξη έρχεται τρώγοντας, και γι’ αυτό τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να εκστρατεύσουν στη Σικελία.
Πώς αντιμετωπίζει ο Ευριπίδης το μεγάλο έγκλημα των συμπατριωτών του κατά των κατοίκων της Μήλου και την εκστρατεία, την αλαζονική, την άδικη αλλά και επικίνδυνη, που ετοιμάζουν για τη Σικελία, καταλαβαίνουμε από το ότι την άνοιξη του 415 ελέγχει την πολιτική του δήμου με τη διδασκαλία των «Τρωάδων», όπου μια σειρά από παθητικές εικόνες φρίκης δείχνει το φοβερό δράμα των γυναικών των Τρώων, όταν πάρθηκε το Ίλιο από τους Αχαιούς.
Όταν μιλάμε για μια κατάκτηση ή για μια άλωση, φέρνουμε στο νου μας την έξαψη της μάχης, τη χαρά των νικητών. Ποιος συλλογίζεται τον πόνο του νικημένου; Οι κραυγές της νίκης δεν αφήνουν να ακουστεί το κλάμα των νικημένων.
Ο Ευριπίδης όμως παρουσιάζει άλλη εικόνα. Από το πλήθος των αιχμαλωτισμένων Τρωάδων, που πνίγονται στους στεναγμούς, ξεχωρίζει και φέρνει πιο κοντά στο θεατή τον πόνο της χαροκαμένης Εκάβης, την έκσταση της Κασσάνδρας, που η άστοργη φιλία του Φοίβου της είχε χαρίσει το πικρό προνόμιο να βλέπει στα σκοτεινά βάθη του μέλλοντος όλες τις συμφορές που οδεύανε προς την πατρίδα και το πατρικό της σπίτι. Την Ανδρομάχη, που οι θεατές της τραγωδίας την είχαν συμπαθήσει στα Μ. Παναθήναια, όταν είχαν ακούσει την τόσο συγκινητική με τον Έκτορα συνάντησή της, μας την παρουσιάζει με όλο τον πόνο της γυναίκας που έχασε τον άνδρα της και της μάνας που της άρπαξαν το παιδί για να το σκοτώσουν, σε μια σκηνή από τις πιο συγκλονιστικές των δραμάτων του Ευριπίδη.
Τη μεγάλη νίκη των παλληκαριών, που πήδησαν μια νύχτα από την κοιλιά του Δούρειου ίππου και που οι Αθηναίοι την είχαν για δόξα και των δικών τους προγόνων, ακατάληπτη από το χρόνο, ο Ευριπίδης την απογυμνώνει από τη λάμψη που της είχαν δώσει ο θρύλος και το έπος, και την παρουσιάζει μπρος στους κατάπληκτους Αθηναίους, που είχαν κυριεύσει ένα νησί και από τώρα μελετούσαν άλλη κατάκτηση, σαν μια ιστορία ληστείας, γεμάτη από ωμότητες, άγριες σφαγές και εμπρησμούς. Είναι σαν να λέει: «Να τι είναι μια κυρίευση! Να τι κάνατε στη Μήλο! Νιώθετε ήσυχη τη συνείδησή σας; Να τι μελετάτε να κάνετε στη Σικελία!» Ο ποιητής βροντοφώναξε την καταδικαστική του γνώμη στην κόγχη του Διονυσιακού θεάτρου κατά τα Μ. Διονύσια του 415 π.Χ. προς τους Αθηναίους και τους έδειξε ότι μέρα με την ημέρα ξεστράτιζαν από το δρόμο της ιστορικής τους αποστολής που ήταν να ελευθερώνουν κι όχι να υποδουλώνουν, να προστατεύουν και όχι να καταστρέφουν.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ: Καλύβια δείχνουν το στρατόπεδο των Αχαιών. Το Ίλιο πατήθηκε. Καπνοί που υψώνονται από την κυριευμένη χώρα, που άλλοτε την προστάτευε το κοντάρι του Έκτορα, φανερώνουν ότι οι Αχαιοί έβαλαν φωτιά στα σπίτια. Τους άντρες τους έχουν σφάξει. Μπροστά στην πόρτα μιας καλύβας η Εκάβη πεσμένη κάτω κλαίει τη φριχτή της μοίρα. Οι άλλες Τρωάδες, αιχμάλωτες πια των Αχαιών, βρίσκονται μέσα σε μερικές καλύβες. Ξημερώνει. Στο βάθος φαίνεται η θάλασσα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-153): Ξαφνικά βγαίνει από τη θάλασσα ο Ποσειδώνας κρατώντας την πελώρια τρίαινά του και λέει σε μονόλογο (1-47), ότι ήρθε να αποχαιρετίσει[2] την αγαπημένη του χώρα, που εφόσον χάθηκε, δεν μπορεί να μείνει πια σ’ αυτήν.
«Γιατί σε μια πόλη, όταν απλωθεί η μαύρη ερημιά, σβήνει πια η λατρεία των θεών και είναι αδύνατον να τιμηθούν εκεί» (26-27). Έρημα τα άλση των θεών και μολυσμένοι απ’ την αιματοχυσία είναι οι ναοί. Μπρος στους βωμούς άταφοι μένουν οι νεκροί. Κι όλα αυτά έγιναν με τη βοήθεια της Αθηνάς!
Μόλις ακούστηκε το όνομά της, φανερώθηκε κι αυτή κοντά στον Ποσειδώνα. Αλλά τώρα, δηλώνει, δεν τους αγαπάει τους Αχαιούς. Δεν τη σεβάστηκαν. Μέσα στο ναό της βρήκε την Κασσάνδρα ο Αίας ο Λοκρός και ασέβησε, και κανένας Αχαιός δεν του είπε τίποτα. Τους μισεί λοιπόν και γι’ αυτό ζητάει από τον Ποσειδώνα μαζί να τους χτυπήσουν με τρικυμίες και κεραυνούς καθώς θα αρμενίζουν στο Αιγαίο, για να μάθουν πια να σέβονται τους θεούς. Συμφωνεί μαζί της ο Ποσειδώνας και οι θυμωμένοι θεοί φεύγουν.
Έτσι από τον πρόλογο εμφανίζεται για βέβαιη η τιμωρία των πορθητών του Ιλίου για όλες τους τις ωμότητες και μπορεί να συλλογιστεί ο δήμος, τι αποτελέσματα θα μπορούσε να είχε και η δική του έγκριση εδώ και λίγους μήνες να σφαγούν οι κάτοικοι της Μήλου, να εξανδραποδιστούν οι γυναίκες και τα παιδιά τους και να λεηλατηθούν τα σπίτια.
Στους τρεις τελευταίους στίχους του Προλόγου (95-97) μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται η κεντρική ιδέα της τραγωδίας:
«Μωρός είναι όποιος κουρσεύει πόλεις. Θα καταστρέψει ναούς και μνήματα, ιερά άσυλα των πεθαμένων, μα κι αυτός μετά θα χαθεί».
Ανθρώπινο ράκος η Εκάβη, καθώς κλαίει, σηκώνεται με αθυμία και φωνάζει προς τις καλύβες να βγουν οι Τρωάδες για να θρηνήσουν τη μεγάλη καταστροφή.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (154-229): Στις φωνές και στους θρήνους της Εκάβης, από τις καλύβες βγαίνουν οι Τρωάδες, που θα αποτελέσουν το χορό της τραγωδίας, σε δύο διαδοχικά ημιχόρια, και τρέχουν προς τη βασίλισσά τους. Και καθώς είναι ντυμένες με ασιατική πολύχρωμη περιβολή, προξενούν ξεχωριστή εντύπωση. Χορός και Εκάβη θρηνούν τα μεγάλα δεινά που τις έχουν χτυπήσει και που πρόκειται να τις χτυπήσουν.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (230-510): Αλλά ο θρήνος τους σταματάει με τον ερχομό του Ταλθύβιου, που γνωστοποιεί στην Εκάβη τους ορισμούς των Αχαιών. Η κόρη της η Κασσάνδρα δίνεται στον Αγαμέμνονα «για κρυφό ταίρι στο κρεβάτι του». Την άλλη της τη κόρη, την Πολυξένη, τη σφάξανε επάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Τη νύφη της, την Ανδρομάχη, την πήρε ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα. Και αυτή η ίδια η Εκάβη, δίνεται σκλάβα στον Οδυσσέα.
Αδιάφορος στους θρήνους της Εκάβης, ο αγγελιαφόρος των σκληρών νικητών παραγγέλλει στους ακολούθους του να μπουν στην καλύβα που βρίσκεται η Κασσάνδρα και να του τη φέρουν, για να την οδηγήσει στον Αγαμέμνονα.
Αλλά η Κασσάνδρα όρμησε έξω μόνη της. Ντυμένη τη στολή της ιέρειας του Απόλλωνα και τινάζοντας έναν πυρσό χορεύει και τραγουδάει το γάμο της με τον Αγαμέμνονα. Κι όπως την κατέχει παράφορος προφητικός οίστρος, προφητεύει τις συμφορές που θα βρουν τον Αγαμέμνονα. Οραματίζεται το θάνατό του, τον άπρεπο ενταφιασμό του σε άγνωστο τάφο, προς τον οποίον οι χείμαρροι θα φέρουν και το δικό της το πτώμα. Και όμως λέει ότι είναι ευτυχισμένοι οι Τρώες, που πολέμησαν για μια μεγάλη υπόθεση. Η μοίρα του Έκτορα είναι πιο καλή από τη μοίρα των Αχαιών. Πολέμησε για την πατρίδα του, φάνηκε «ανήρ άριστος».
Όταν φώναξε η Κασσάνδρα το στίχο 365: «Τούτη εδώ η πόλη πως είναι πιο ευτυχισμένη από τους Αχαιούς» και τον άλλο (395) για το μεγάλο υπερασπιστή του Ιλίου «χάθηκε, αλλά, πριν χαθεί, έδειξε την παλληκαριά του», είπε αλήθειες που το ηθικό τους μεγαλείο δε βρήκε σπάνια την επικύρωσή του στο στίβο της ελληνικής ιστορίας από τις Θερμοπύλες έως την Πύλη του Ρωμανού και από το Κούγκι και το Ζάλογγο έως το Μεσολόγγι και το Αρκάδι και ως τις άλλες ηρωικές πράξεις των ημερών μας, που τις λάμπρυνε η ακατάλυτη ελληνική αρετή.
Καταδικάζεται απερίφραστα κάθε κατακτητικός πόλεμος και ξεχωρίζεται (386) από τον ένδοξο «υπέρ πατρίδας» αγώνα.
«Πρέπει βέβαια να αποφεύγουν τον πόλεμο οι γνωστικοί» (400).
Θα νόμιζε κανείς ότι ακούει κάτω από αυτά τα λόγια τον Ευριπίδη να λέει: «Το ίδιο συμβαίνει και τώρα! Μωροί είναι οι Έλληνες που καταστρέφουν τη μια ύστερα από την άλλη τις ελληνικές πόλεις. Χάθηκε η φρόνηση, που θα μας οδηγήσει στην ειρήνη;»
Βαρυθυμιά για τα δεινά που έφεραν στην Ελλάδα οι εμφύλιοι πόλεμοι κατέχει τούτον τον απόστολο της ειρήνης, όπως και τον Καλλικρατίδα, τον Αγησίλαο και τον Ιπποκράτη και αργότερα τον Αγέλαο από τη Ναύπακτο, και με ανυπομονησία γεμάτη αγωνία ανακράζει σε άλλη τραγωδία, στον «Κρεσφόντη», που δε σώζεται πια:
«Ειρήνη, θεά βαθύπλουτη και πολυζηλεμένη,
Αχ, πόσο αργείς να έρθεις και πώς σε περιμένω!
»
Τέλος, η Κασσάνδρα βγάζει το στεφάνι και τα άλλα τα μαντικά στολίδια και ζητάει να την οδηγήσουν στο πλοίο του Αγαμέμνονα, και συνιστά στη μητέρα της να μην κλαίει, γιατί ο χαμός των εχθρών του Πριάμου είναι αναπόφευκτος.
Καθώς φεύγει η κόρη της, η Εκάβη λιποθυμάει από το βαθύ της πόνο. Κι όταν συνήρθε, πικρά παράπονα έχει για τους θεούς. Θρηνεί για την αλλαγή της μοίρας της, για το χαμό των παιδιών της, για τον Πρίαμο, που τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια της, για την ατίμωση των θυγατέρων της, για την απαγωγή αυτής της ίδιας στην αιχμαλωσία, και με ελαφρά λεκτική παραλλαγή καταλήγει στο περίφημο αξίωμα του Σόλωνα: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» (Ηρόδοτος Α' 30 κ.ε.).
Προχωράει λίγα βήματα και πέφτει πάλι κατά γης.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (511-576): Φυσικότατα συλλογίζεται ο Χορός την αιτία της τόσης δυστυχίας, τον δούρειο ίππο, που με χαρές και τραγούδια τον ανέβασαν οι Τρώες στην ακρόπολη, για να τον αφιερώσουν στο ναό της Αθηνάς. Και πανηγύριζαν τότε την απαλλαγή από τους κινδύνους με τραγούδια και χορούς γύρω από τα ιερά των θεών, ως την ώρα που απλώθηκε σε όλη την πόλη η φοβερή κραυγή, ότι μπήκαν στο Ίλιο οι Αχαιοί και έσφαζαν άνδρες και γυναίκες.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (577-798): Αλλά να! Οι Αχαιοί μεταφέρουν με ένα αμάξι την Ανδρομάχη. Στην αγκαλιά της κρατάει τον Αστυάνακτα. Πάνω από το αμάξι ανταλλάσσει θρήνους και λόγους με την πεθερά της την Εκάβη. Και ζηλεύει τη μοίρα της Πολυξένης, εκείνης που έσφαξαν πάνω στον τάφο του Αχιλλέα, και δεν αισθάνεται τους πόνους που δίνουν στους ανθρώπους οι συμφορές:
«Είναι πεθαμένη τώρα και δε νιώθει καμιά από τις συμφορές της» (642).
Σφίξε την καρδιά σου, της λέει η Εκάβη. Κάνε τα πικρά γλυκά και κοίταξε να κάνεις το Νεοπτόλεμο να είναι καλός στο γιο σου. Έτσι ίσως μπορέσουν οι απόγονοί του να ξαναχτίσουν κάποτε την κουρσεμένη πόλη (705). Η ανάσταση του οίκου του Πρίαμου και του δοξασμένου Ίλιου, το βλέπει καθαρά η γιαγιά, κρέμεται από το μικρό εγγονάκι. Ας έχει τη βεβαιότητα ότι θα ξαναγεννηθεί το Ίλιο και είναι έτοιμη να λησμονήσει όλες τις πίκρες. Ας λησμονήσει λοιπόν τον Έκτορα η Ανδρομάχη κι ας μαλακώσει το Νεοπτόλεμο, για να ζήσει το παιδί.
Αλλά οι δυο γυναίκες δεν υποψιάζονται ότι ο θάνατος πλησίαζε το αθώο νήπιο. Ο Ταλθύβιος ήρθε και πάλι. Ό,τι ήλπιζε η Εκάβη για τον Αστυάνακτα, το ίδιο ακριβώς κατατρόμαζε τους Αχαιούς. Η αναγέννηση του Ίλιου θα ήταν πολύ φοβερή γι’ αυτούς. Αποφάσισαν λοιπόν να τον γκρεμίσουν από τις πολεμίστρες του κάστρου. Και γι’ αυτό ήρθε ο Ταλθύβιος. Έκανε γνωστή την απόφαση των Αχαιών και με σκληρή καρδιά άρπαξε το παιδί από την αγκαλιά της μάνας του.

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (799-857): Στίχοι του Χορού γεμάτοι παράπονο και πικρία προς τους θεούς έρχονται ύστερα από την αρπαγή του Αστυάνακτα. Δυο φορές δέχτηκαν οι θεοί να καταστραφεί το Ίλιο: τη μια από τον Ηρακλή και τον Τελαμώνα και την άλλη τώρα από τη στρατιά του Αγαμέμνονα. Δε θυμήθηκε τότε ο Δίας ότι ο οινοχόος του είναι από την Τροία, ούτε η Ηώς ότι τον άνδρα της από το Ίλιο τον διάλεξε. Χάθηκαν για την Τροία οι αγάπες των θεών (857).

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (860-1059): Την ώρα αυτή ήρθε ο Μενέλαος. Του φαίνεται πολύ λαμπρή η ημέρα. Έχει πια την άπιστη στα χέρια του. Και προστάζει τους ανθρώπους του να τη σύρουν έξω από την καλύβα τραβώντας την από τα μαλλιά.
Αντίθετα προς την παράδοση, που ιστορούσε ότι μόλις αντίκρισε γυμνό το στήθος της όμορφης αμαρτωλής ο Μενέλαος, του ξέφυγε το ξίφος από το χέρι, εδώ ο Ευριπίδης τον παρουσιάζει αλύγιστο Σπαρτιάτη, αναίσθητο στην ομορφιά της Ελένης και στα παρακάλια της.
Ακολουθεί μια συζήτηση μεταξύ Εκάβης και Ελένης κομμένη επάνω στα αχνάρια των εριστικών λόγων, που τόσο τους αγαπούσαν οι σύγχρονοι του ποιητή.
Η Εκάβη, λέει η Ελένη, είναι η αιτία όλων των δεινών. Αυτή γέννησε τον Πάρη, τον δαίμονα του ολέθρου. Μαζί με αυτήν φταίει και ο Πρίαμος, που δεν σκότωσε τον Πάρη στη βρεφική του ηλικία, αν και ένα προφητικό όνειρο ζήτησε το φόνο του. Και προσθέτει - και συμφωνεί σ’ αυτό με την άποψη της ομηρικής Ελένης και του ομηρικού Πρίαμου - ότι κανένας δεν πρέπει να την κατηγορήσει αυτήν την ίδια, γιατί στάθηκε παιχνίδι στα χέρια μιας δυνατής θεάς, της Αφροδίτης, που εξουσιάζει ακόμα και τον Δία.
Όχι, αντιτείνει η Εκάβη με επιχειρήματα που στηρίζονται στην παραδοχή της ανθρώπινης αυτεξουσιότητας, αιτία όλου του κακού είναι μονάχα η Ελένη και κανένας άλλος. Μόλις αντίκρισε έναν ωραίο άντρα, τόσος στάθηκε ο ερωτικός της οίστρος που έχασε τα λογικά της. Αυτή είναι η ρίζα των συμφορών που χτυπήσανε και Αχαιούς και Τρώες. Αν έχει φιλότιμο ο Μενέλαος, πρέπει να τη σκοτώσει!
Ύστερα από τις σφοδρές συγκινήσεις της προηγούμενης σκηνής (577-798), αυτός ο διάλογος μεταξύ Εκάβης και Ελένης ήταν απαραίτητος, που ως αντιπερισπασμός, όχι βέβαια ενοχλητικός, κόβει για λίγο την πορεία του δράματος. Έπρεπε να ηρεμήσει η ψυχή των θεατών απ’ το δυνατό τράνταγμα, που τους έδωσε η αρπαγή του Αστυάνακτα, για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τις δύο τελευταίες πράξεις, όπου η παθητικότητα θα φτάσει στο κατακόρυφο.

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1060-1122): Πικροί είναι οι στεναγμοί των Τρωάδων για την ανοχή του Δία να καταστραφούν τα φρυγικά ιερά, να σκλαβωθούν τα γυναικόπαιδα και να μείνουν άταφοι οι σύζυγοι. Και φέρνοντας στο νου τους τις θλιβερότερες σκηνές του χωρισμού των τέκνων από τις μανάδες, καταριούνται να βρει την Ελένη μαύρος θάνατος καθώς θα αρμενίζει στο Αιγαίο το καΐκι που την πάει στην Ελλάδα.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1123-1250): Ξαναέρχεται ο Ταλθύβιος με ανθρώπους που φέρνουν πάνω στην πελώρια ασπίδα του Έκτορα το πτώμα του Αστυάνακτα και το παραδίδει στην Εκάβη, για να το στολίσει. Μόνη της η έρημη γερόντισσα δένει τις ανοιχτές πληγές του εγγονού της και του προσφέρει όσα στολίδια μπορεί να διαθέσει, που κάποτε σχεδίαζε να του τα δώσει στους γάμους του. Αλλά και του γενναίου γιου της την ασπίδα, που θα γίνει τώρα νεκροκρέβατο του εγγονού, την στεφανώνει η πικραμένη γερόντισσα για να προκληθεί μια δυνατή εντύπωση από την προσωποποίηση αγαπημένου όπλου ήρωα αγαπημένου.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1251-1259): Μικρό είναι αυτό το στάσιμο, όπου ο Χορός θρηνεί τη διάψευση των ελπίδων, που εδώ και λίγη ώρα γιαγιά και μητέρα είχανε στηρίξει στον Αστυάνακτα.
Ο Χορός έντρομος βλέπει άντρες με δαυλούς πάνω στο κάστρο. Πήγαν να συμπληρώσουν το κάψιμο του Ίλιου.

ΕΞΟΔΟΣ (1260-1332): Αμέσως φλόγες ξεπηδούν πάνω από την πόλη, που τον εμπρησμό της από την αρχή της τραγωδίας τον έδειχναν οι καπνοί που ανέβαιναν προς τον ουρανό. Τώρα δίνεται και διαταγή στις αιχμάλωτες να βαδίσουν προς τα πλοία, μόλις ακούσουν τη σάλπιγγα.
Η Εκάβη ορμάει να πέσει στις φλόγες που αφανίζουν την πατρίδα. Τη συγκρατούν όμως στρατιώτες. Κράζει τους θεούς, αλλά εκείνοι μένουν αδιάφοροι. Γονατίζει τότε κι αυτή και οι γυναίκες του Χορού και χτυπώντας με τις παλάμες τους τη γη μάταια κράζουν βοηθούς τους τούς νεκρούς από τον Κάτω κόσμο. Κι αυτοί δεν ακούνε. Σπλαχνικός ο μαύρος θάνατος τους έκλεισε τα μάτια, πριν δουν τις συμφορές των αγαπημένων τους. Ξαφνικά ακούγεται φοβερός κρότος. Η γη τρέμει. Πέφτουν οι ψηλοί πύργοι του κάστρου. Ακούγεται σάλπισμα: Ειδοποιούνται οι γυναίκες να πάνε για τα πλοία.
Απελπισμένες πια και με σπρωξιές τραβούν για την ακρογιαλιά, για να ανέβουν στα πλοία, που θα τις μεταφέρουν πέρα από το Αιγαίο. Εκεί θα ζήσουν σκλάβες σε σπίτια πορθητών και εμπρηστών του Ίλιου.

Ο «Αλέξανδρος», ο «Παλαμήδης» και οι «Τρωάδες» αποτελούσαν μια τριλογία του Ευριπίδη, που διδάχτηκε στα Μ. Διονύσια του 415 π.Χ. Αντίπαλός του ήταν ο Ξενοκλής, που πήρε και το πρώτο βραβείο. Στον Ευριπίδη δόθηκε το δεύτερο. Από την τριλογία του Ευριπίδη δεν σώζεται ο «Αλέξανδρος» και ο «Παλαμήδης».

Υποσημειώσεις:
[1] Κάτι ήξερε ο Σίλερ, όταν στην «Καμπάνα» του με τρόμο παρακαλούσε να μη χτυπήσει ποτέ, για να δώσει το σύνθημα του εμφυλίου πολέμου. Στους πολέμους αυτούς το δίκαιο είναι πάντα με το μέρος του δυνατού και όσοι δεν έχουν ηθικούς δισταγμούς, βρίσκουν την ευκαιρία, αφού δε λειτουργούν οι νόμοι, να χορτάσουν την πλεονεξία τους ή να αφήσουν ελεύθερη τη συμπυκνωμένη κακία τους. Τότε στους εμφύλιους πολέμους σπάζει κάθε ηθικό χαλινάρι, ξεχνιέται και συγγένεια και φιλικός δεσμός.
[2] Την αντίληψη ότι οι θεοί εγκαταλείπουν μια κουρσεμένη πόλη, τη βρίσκουμε και στον Αισχύλο (Επτά επί Θήβας 218).