28/9/10

Εισαγωγή στην «Υψιπύλη» του Ευριπίδη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η «Υψιπύλη» του Ευριπίδη ανήκει στις χαμένες τραγωδίες του. Διδάχτηκε γύρω στα 408 π.Χ. στην Αθήνα μαζί με τις «Φοίνισσες» και την «Αντιόπη». Η γνώμη των συγχρόνων του υπήρξε θετική, αν μας τη μεταφέρει σωστά το Σχόλιο (στ.53) των «Βατράχων» του Αριστοφάνη, που διδάχτηκαν το 405 π.Χ. («δια τι δε άλλο τι των προ ολίγου διδαχθέντων και καλών Υψιπύλης, Φοινισσών, Αντιόπης;»).
Τα τρία αυτά δράματα (έχουν σωθεί ακέραιες μόνο οι «Φοίνισσαι») δεν συνιστούν ένα ενιαίο οργανικό σύνολο τριλογίας όπως η «Ορέστεια», αλλά πρόκειται για ανεξάρτητα έργα. Στηρίζονται, άμεσα ή έμμεσα, στο μυθολογικό υλικό του Θηβαϊκού κύκλου κι αυτό ίσως είναι η μοναδική τους κοινή παράμετρος. Και στα τρία ανιχνεύουμε εύκολα την πρόθεση του Ευριπίδη να διευρύνει, εκτός των άλλων, τη φύση διαφορετικών χαρακτήρων ανάμεσα σε ζευγάρια αδελφών (Ετεοκλής-Πολυνείκης στις «Φοίνισσες», Θόας-Εύνηος στην «Υψιπύλη», Αμφίων-Ζήθος στην «Αντιόπη»).
«Υψιπύλη» έχει γράψει και ο Αισχύλος, αλλά όπως και οι «Λήμνιαι» του Σοφοκλή, διαδραματίζεται στη Λήμνο. Το έργο του Ευριπίδη εκτυλίσσεται στη Νεμέα.
Ο πάπυρος 852 της Οξυρύγχου που ανακαλύφθηκε τον Μάιο του 1906, έχει στη μια του όψη λογαριασμούς εξόδων και αμοιβών και στην άλλη το κείμενο της «Υψιπύλης» γραμμένο γύρω στο 200 μ.Χ. Η τραγωδία σώζεται σε πλήθος αποσπασμάτων, μικρών και μεγάλων, ακέραιων ή σπαραγμένων, διασκορπισμένων σχεδόν σε όλη την έκτασή τους.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πριν από το 1908 λίγα ήταν γνωστά για την τραγωδία του Ευριπίδη «Υψιπύλη», εφόσον οι πληροφορίες που παρείχαν τα αποσπάσματά της στην Έκδοση του Nauck, Tragicorum Graecorum Fragmenta, ήταν ελάχιστες. Τα χωρία κάποιων μυθογράφων συνέβαλαν στη σύλληψη του πιθανού σχεδίου του έργου. Φαίνεται ότι ο Ευριπίδης συνδύασε τον μύθο της Υψιπύλης με εκείνο των Επτά αρχηγών εναντίον της Θήβας. Η Υψιπύλη, εξόριστη από την πατρίδα της Λήμνο, είναι τροφός στο σπίτι του Λυκούργου, βασιλιά της Νεμέας. Παρέχοντας βοήθεια στο στρατό των Αργείων, όταν αυτοί πέρασαν από τη Νεμέα κατευθυνόμενοι προς τη Θήβα, έγινε, χωρίς να το θέλει, υπαίτια για το θάνατο του Οφέλτη, του μικρού γιου του Λυκούργου και της Ευρυδίκης. Η Υψιπύλη σώζεται την τελευταία στιγμή από την τιμωρία με την παρέμβαση των δύο από καιρό χαμένων γιων της και του θεού του γένους της, Διονύσου.
Οι μελέτες της τραγωδίας αυτής αυξήθηκαν κατά πολύ από το 1908, οπότε οι Grenfell και Hunt δημοσίευσαν σημαντικά αποσπάσματα από παπυρικό κύλινδρο, που τώρα βρίσκεται στην Μποντλεανή Βιβλιοθήκη, ο οποίος διασώζει ένα κείμενο της «Υψιπύλης» του 2ου αιώνα στην πίσω όψη ενός λογαριασμού (POxy. 985). Τα αποσπάσματα αυτά επιβεβαίωσαν γενικά τον παραπάνω μύθο.
Μετά από αυτή την , ακολούθησε εκείνη του G. Italie (Berlin, 1923) και του 1963 ο G. Bond έκανε νέα κριτική έκδοση του κειμένου της «Υψιπύλης», λαμβάνοντας υπόψη τις αναρίθμητες μελέτες που είχαν κυκλοφορήσει στο μεταξύ σχετικά με τον Ευριπίδη και στη συγκεκριμένη τραγωδία του, καθώς και μια αποσπασματική σωζόμενη «Υπόθεση».

Η ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΡΗΣΗ
Δεν υπάρχει σχεδόν η παραμικρή αμφιβολία ότι η «ρήση» του προλόγου απαγγέλλεται από την Υψιπύλη. Εκτός από τα γεγονός ότι αποτελεί συνηθισμένη τακτική του Ευριπίδη να βάζει τους επώνυμους ήρωες των έργων του να προλογίζουν («Εκάβη», «Ιφιγένεια η εν Ταύροις», «Ελένη» κλπ.), στο απόσπασμα I i, 5 η Υψιπύλη μακαρίζει τη μητέρα των παιδιών, που είναι δικά της αλλά δεν το γνωρίζει ακόμα. Σαφώς πρόκειται για τραγική ειρωνεία, που δεν θα είχε όμως αντίκρισμα, αν το κοινό δεν είχε ήδη πληροφορηθεί την ταυτότητα της ίδιας και των παλικαριών. Πρέπει επομένως, όπως υποστηρίζει ο Bond, να θεωρηθεί αβάσιμη η άποψη ότι ο πρόλογος, τον οποίον ακολουθεί η είσοδος της Υψιπύλης και ο διάλογος του απ. I i, εκφωνήθηκε από έναν από τους γιους (κατά τον Robert και τον Wilamowitz). Διότι δεν παρέχει στους θεατές καμιά πληροφορία ώστε να αναγνωρίσουν την Υψιπύλη, η οποία σημειωτέον, δεν μπορεί για δραματουργικούς λόγους να πει το όνομά της παρουσία των γιων της. Επίσης, στο απ. 64, 72 κε., η Υψιπύλη διηγείται περιληπτικά στους γιους της τις προηγούμενες περιπέτειές της. Στο απ. 64, 79 ο Εύνηος, μόλις πληροφορείται το φονικό που έγινε στη Λήμνο, ρωτάει τη μητέρα του πώς έφυγε από εκεί. Πρέπει είτε να θεωρήσουμε δεδομένη την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος είτε να πιστέψουμε ότι η ηρωίδα έφυγε αμέσως μετά το φονικό. Στην τελευταία περίπτωση ο Ευριπίδης θα χρησιμοποίησε κάποια άλλη εκδοχή του μύθου από την ευρύτερα γνωστή. Όμως, έτσι ή αλλιώς, το κοινό θα πρέπει να ήξερε τη διαδοχή των γεγονότων, ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί το χωρίο. Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι οι περιπέτειες της Υψιπύλης θα πρέπει να είχαν αναφερθεί στον πρόλογο από κάποιον που τις γνώριζε, πιθανότατα από την ίδια την Υψιπύλη.
Αντίθετος με την άποψη αυτή είναι ο Wilamowitz, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι νέοι δεν θα μπορούσαν να πουν το όνομά τους μπροστά στην Υψιπύλη. Αυτό όμως αναιρείται, αν υποτεθεί ότι η Υψιπύλη αποσύρεται από τη σκηνή αμέσως μετά τη ρήση της. Ο Robert επίσης, για να αντικρούσει τη θεωρία ότι η Υψιπύλη εκφωνεί τον πρόλογο, προβάλλει τα ακόλουθα επιχειρήματα:
α) Η δομή του προλόγου θα έπρεπε να είναι ενιαία. Ωστόσο, και της «Ηλέκτρας» ο πρόλογος είναι ακριβώς αντίστοιχος της «Υψιπύλης»:
«Ηλέκτρα»: μονόλογος του γεωργού - μονόλογος της Ηλέκτρας και διάλογος με τον γεωργό - μονόλογος του Ορέστη - μονωδία της Ηλέκτρας.
«Υψιπύλη»: μονόλογος της Υψιπύλης - μονόλογος του ενός γιου ή διάλογος μεταξύ των δύο γιων - διάλογος της Υψιπύλης και του γιου της (όταν είναι παρόντα και άλλα πρόσωπα, μιλάει ο ένας από τους δύο) - μονωδία της Υψιπύλης.
β) Θα είναι επανάληψη να εμφανίζεται η Υψιπύλη κρατώντας τον Οφέλτη και στο μονόλογο και στο διάλογο με τον Θόαντα. Αν πάλι υποτεθεί ότι άφηνε το παιδί, για να εκφωνήσει τον πρόλογο, θα θεωρείτο αμελής. Αυτός, ωστόσο, δεν είναι τόσο ουσιαστικό ως επιχείρημα.
γ) Η Υψιπύλη διηγείται την ιστορία της αργότερα, απ. 64, 72 κε. Ωστόσο, το χωρίο αυτό είναι περιληπτικό και με πολλά υπαινικτικά στοιχεία, κάτι που προϋποθέτει μια προηγούμενη διήγηση.[1]
Ο Taccone [Memorie della R. Accad. d. Scienze di Torino, ser. II, 60 (1909), σ. 25 κε.] προβάλλει το επιχείρημα ότι όλες οι εναρκτήριες «ρήσεις» των έργων του Ευριπίδη περιέχουν κάποια αναφορά στο μέλλον, ενώ η Υψιπύλη, μη έχοντας καμιά ελπίδα και αγνοώντας το μέλλον, δεν είναι δυνατόν να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Bond αντιτάσσει ότι κάποια από τα παραδείγματα του Taccone δεν είναι παρά ασήμαντες νύξεις.[2] Ακόμα κι αν παραδεχτεί κανείς την άποψη του Taccone, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η Υψιπύλη αναφέρεται στην πιθανότητα να κερδίσει της ελευθερία της από το παιδί που ανατρέφει (απ. 61, 10-14). Ίσως πάλι αναφερόταν στην πιθανότητα να δει ξανά τα παιδιά της (απ. 61, 4-6).[3]
Είναι λοιπόν σχεδόν βέβαιο ότι η προλογική ρήση απαγγέλθηκε από την Υψιπύλη, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την τοποθέτηση του Barns των απ. 70+96 στη στήλη πριν από το απ. Ι i, εφόσον και τα σπαράγματα αυτού του αποσπάσματος, ειδικά οι λέξεις «Συμ]πληγάδων», στ.5, και «ζυγώ», στ.7, θα μπορούσαν άνετα να έχουν ειπωθεί από την Υψιπύλη.
Είναι πιθανόν ότι το απ. 61 ανήκει στη στήλη πριν από τα απ. 70+96, κάτι που υποστηρίζεται και από τις παπυρολογικές παρατηρήσεις. Κάποιοι εκδότες έχουν αποδώσει το απ. 61 στην Υψιπύλη: οι στίχοι 11 κε. «καταστήσειας α[ν … πρό]σθ’ ελευθέραν» απευθύνονται ίσως από την ηρωίδα προς το παιδί. Η Υψιπύλη μιλάει στον Οφέλτη στο απ. 61 και είναι μάλλον βέβαιο ότι τον αφήνει πριν από την Πάροδο (δες απ. Ι ii, 15 κε.). Τούτα προϋποθέτουν την τοποθέτηση του απ. 61 πριν από το απ. Ι ii. Ο Bond διαφωνεί με την τοποθέτηση αυτή. Κατά πρώτον, από άποψη στιχομετρίας, το απ. 61 ακολουθείται στη στήλη του από 32 στίχους τουλάχιστον, οπότε πρέπει να ήταν στην αρχή αυτής της στήλης. Αν το κείμενο της «Υψιπύλης» ξεκινούσε από την κορυφή αυτής της στήλης, τότε το απ. 61, 1 δεν μπορεί να είναι πιο κάτω από τον στίχο 15 του έργου.
Το έργο αρχίζει με το απ. 752 Ν., αναμφίβολα τη γενεαλογία της ηρωίδας: Από τον Διόνυσο κατάγεται ο Θόας και κόρη αυτού είναι η Υψιπύλη. Η ηρωίδα προφανώς θα συνέχιζε με τη διήγηση των περιπετειών της και της τωρινής κατάστασής της, καθώς με την αναφορά στα παιδιά της, που απέκτησε με τον Ιάσονα, τα οποία ίσως υπαινίσσεται το «τού]σδε» του απ. 61, 4. Όλα τούτα θα μπορούσαν να χωρέσουν σε 15 στίχους. Υπάρχει μια αλλαγή στον τόνο, από το επίσημο και τυπικό «Διόνυσος, ος» στο ζεστό και οικείο απ. 61, αλλαγή που δεν θα μπορούσε ίσως να συντελεστεί μέσα σε 15 στίχους. Γι’ αυτό, ο Bond υποθέτει ότι υπήρχε μια στήλη πριν από εκείνη που περιείχε το απ. 61, η οποία παρέδιδε την Υπόθεση, τα πρόσωπα του δράματος και τις πρώτες 10 ή 15 αράδες του κειμένου. Άλλη δυσκολία, που προκύπτει με την τοποθέτηση του απ. 61 πριν από το απ. Ι ii, είναι ότι το «ναεν[» του απ. 61, 4 είναι πιθανότερο να αναφέρεται στους δύο ξένους παρά στους γιους της Υψιπύλης και οι ξένοι αυτοί δεν εμφανίζονται παρά στο απ. Ι i. Το «τού]σδ’» πάλι του ίδιου στίχου προϋποθέτει ότι αυτοί είναι ήδη στη σκηνή.
Υπάρχει κι άλλο ζήτημα, μικρότερης βέβαια σημασίας, που σχετίζεται με τον Οφέλτη. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Υψιπύλη εκφωνεί τη ρήση μόνη της. Αυτό όμως διαψεύδεται από τα λόγια της ηρωίδας που απευθύνονται στο παιδί, απ. 61, 10-14. Ο Οφέλτης ίσως είναι μέσα στο λίκνο του όσο μιλάει η Υψιπύλη. Από τη μια θα ήταν μεγάλο βάρος να τον έχει στα χέρια της και από την άλλη είναι μάλλον αδύνατο να κρατάει το μωρό στο απ. Ι ii, 16 κε., όταν ο Χορός τη ρωτάει: «πότερα δώματος εισόδους σαίρεις;» κλπ. Θα ήταν μάλλον αστείο να απευθύνει αυτή την ερώτηση σε μια γυναίκα με ένα παιδί στην αγκαλιά.

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Απ. 764 Ν.
Μεταξύ των αποσπασμάτων (70+90) και Ι i πρέπει να τοποθετηθεί το απ. 764 Ν., το οποίο προέρχεται, όπως φαίνεται, από μια σκηνή ανάμεσα στον Εύνηο και τον Θόαντα, που μόλις έχουν φτάσει μπροστά στο παλάτι. Ο ένας από αυτούς παρατηρεί τις παραστάσεις στα αετώματα. Παρόμοια και ο Ορέστης («Ιφιγένεια η εν Ταύροις», στ. 69) ρωτάει: «Πυλάδη, τούτος λες να είναι ο ναός της θεάς…;» και ο Τεύκρος («Ελένη», στ. 68 κε.) κατά την άφιξή του στο παλάτι του βασιλιά της Αιγύπτου παρατηρεί: «τις βασιλικές στοές και το ίδιο το κτίριο με τον όμορφο θριγκό». Και ο Χορός στον «Ίωνα» περιγράφει κατά την Πάροδό του τις τοιχογραφίες στο ναό των Δελφών.
Ο Arnim υποστηρίζει ότι το απ. 764 Ν. εκφωνείται από την Υψιπύλη προς το παιδί και το τοποθετεί μετά το απ. 2. Η Υψιπύλη τραβά την προσοχή του παιδιού δείχνοντάς του τα αετώματα, όπως κάνει και αργότερα με τα κρόταλα (απ. Ι ii, 8, όπου επαναλαμβάνεται και το «ιδού», όπως και στο απ. 764 Ν.). Αντιτασσόμενος σ’ αυτή την εκδοχή, ο υποστηρίζει ότι τα αετώματα δεν είναι κατάλληλα να προσελκύσουν το ενδιαφέρον ενός παιδιού.

Απ. Ι i και απ.2
Ο Εύνηος και ο Θόας δεν βρίσκουν κανέναν έξω από το παλάτι και κτυπούν. Βγαίνει η Υψιπύλη, ηρεμώντας το βρέφος, και τους χαιρετάει (απ. Ι i). Οι δύο νέοι ζητούν φιλοξενία. Το νόημα του απ. 2, 4 κε. Είναι βέβαιο: οι νέοι, μόλις μαθαίνουν ότι ο Λυκούργος λείπει, προτίθενται να πάνε κάπου αλλού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Υψιπύλη τους καλεί να μείνουν. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη φράση «καταλύσαντες παρά τη του Λυκούργου γυναικί» της νέας Υπόθεσης. Η απάντηση της Υψιπύλης (απ. 2, 6 κε.) θα πρέπει να ήταν ανάλογη μ’ εκείνη της Κλυταιμνήστρας στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (στ. 799):
«-Λοιπόν θα μπορούσα να φύγω, αν το βρίσκατε καλό.
-Καθόλου
».
Παράλληλο μπορεί να θεωρηθεί και ένα χωρίο από τον Ευριπίδη («Άλκηστις», στ. 538):
«-Θα πάω σε σπίτι άλλων φίλων μου.
-Αδύνατο, άρχοντά μου, μη μου έρθει τόσο κακό
».
Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Υψιπύλη αρνήθηκε να προσφέρει φιλοξενία στους γιους της. Το κυριότερο επιχείρημά τους είναι ότι δεν επιτρεπόταν να γίνουν δεκτοί ξένοι σ’ ένα σπίτι απ’ όπου έλειπε ο κύριός του. Παρόλα αυτά, ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να ήταν απαράβατος ούτε στους μυθικούς κύκλους ούτε στην κοινωνία του 5ου αι. π.Χ. Η γυναίκα του Μολοσσού Άδμητου, για παράδειγμα, δέχτηκε τον Θεμιστοκλή ενώ απουσίαζε ο σύζυγός της (Θουκυδίδης, Α', 136), και στις «Χοηφόρες» του Αισχύλου ο Ορέστης υπαινίσσεται ότι η Κλυταιμνήστρα έχει την εξουσία να δεχτεί ξένους:
«-ας βγει κάποιος που έχει δύναμη στο σπίτι,
ή γυναίκα που εξουσιάζει ή καλύτερα άντρας
».
Πράγματι, η Κλυταιμνήστρα δέχεται τον Ορέστη και τη συνοδεία του.
Το απ.2, 2 κε. Δηλώνει ότι ο Λυκούργος λείπει και η Ευρυδίκη είναι σπίτι. Ο Arnim υποθέτει ότι το απ. 2, 3 αναφερόταν ίσως στην ταυτόχρονη απουσία της Ευρυδίκης. Η νέα Υπόθεση όμως ξεκαθαρίζει το θέμα, αναφερόμενη στην Ευρυδίκη σαν «αυτή που φιλοξένησε τους προαναφερθέντες».
Όπως και στην «Ανδρομάχη», η απουσία του συζύγου είναι απαραίτητη, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στις δύο γυναίκες να αντιμετωπίσουν η μια την άλλη, με την Ευρυδίκη να έχει μεγαλύτερη, αν όχι απόλυτη, υπεροχή, ως κυρία του σπιτιού. Η Ευρυδίκη στην «Υψιπύλη» (απ. 60, 23), όπως και η Ερμιόνη στην «Ανδρομάχη» (στ. 897), αποκαλείται «δόμων άνασσα», καθώς ασκεί εξουσία κατά την απουσία του άντρα της. Έτσι και η Άτοσσα προσφωνείται ως «αρχόντισσα, αρχόντισσα αυτής εδώ της χώρας», εφόσον λείπει ο Ξέρξης (Αισχύλος, «Πέρσες», στ. 155,173).

ΜΟΝΩΔΙΑ, ΠΑΡΟΔΟΣ και ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (απ. Ι ii-ν)
Ο Πρόλογος κλείνει με μια μονωδία της Υψιπύλης, που συνδέεται με την Πάροδο. Στο απ. Ι iv, 15 εμφανίζεται ο Αμφιάραος και εκτυλίσσεται μια σκηνή ανάμεσα σ’ αυτόν και την Υψιπύλη, η οποία τελικά υπόσχεται να του δείξει την πηγή (απ. 753 Ν.).

ΣΤΑΣΙΜΟ (απ.6-9)
Όπως φαίνεται από τον πάπυρο, πρέπει να παρεμβαλλόταν τουλάχιστον μια στήλη μεταξύ του απ. Ι ν και αυτών των λυρικών αποσπασμάτων. Το απ. 6 περιέχει τη λέξη «χέρνιβα», που χρησιμοποιεί ο Αμφιάραος ζητώντας νερό πηγής (απ. Ι iv, 30). Τα απ. 8/9 αναφέρονται στη διαμάχη του Τυδέα και του Πολυνείκη, που κατέληξε στην εκστρατεία των Επτά επί Θήβας.
Ενώ ο Χορός τραγουδάει αυτό το Στάσιμο, η Υψιπύλη αναμφίβολα θα οδήγησε τους Αργείους στην πηγή, έχοντας μαζί της τον Οφέλτη. Πρόκειται βέβαια για την πηγή, κοντά στην οποία ενοικεί το φίδι, που αναφέρεται στο απ. 18. Κοντά στην πηγή η Υψιπύλη αφήνει κάτω τον Οφέλτη, σ’ ένα αγρό (απ. 754 Ν.). Βρίσκεται αρκετά κοντά, αφού οι Αργείοι τον βλέπουν (απ. 60, 75 «ημείς δ’ ιδό[ντες»), αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να προλάβουν να τον σώσουν από το φίδι. Οι Αργείοι και ο Αμφιάραος είδαν το φίδι να σκοτώνει το βρέφος. Η Υψιπύλη προφανώς έφτασε ύστερα από αυτούς, δεν βρήκε όμως τον Οφέλτη, αφού, πιθανώς, ο Αμφιάραος σκότωσε με το τόξο το φίδι (60, 67) και οι Αργείοι πήραν το νεκρό παιδί.

ΘΡΗΝΟΙ [απ. 10 και (12+14), απ.11]
Ο Barns έχει αποδείξει ότι οι θρήνοι των αποσπασμάτων 10 και (12+14) ανήκουν στην ίδια στήλη όπως και τα αποσπάσματα 6-9, οπότε ακολουθούν το Στάσιμο αυτό. Ο Χορός, όπως είναι αναμενόμενο, συμμετέχει στους θρήνους: απ. 10, 5 «άλ]ικες». Πρέπει να βρισκόταν ακόμα έξω από το παλάτι. Κάποιοι από τους θρήνους προέρχονται αναμφίβολα από την Υψιπύλη.
Το απ. 10 δείχνει ότι η Υψιπύλη έχει μόλις επιστρέψει θρηνώντας που έχασε τον Οφέλτη. Ο Χορός (1) ρωτάει που είναι το παιδί. Αν υποτεθεί ότι το νόημα του στ. 4 είναι κάτι σαν «λε]ύσσειν αλλ[ά σοι πάρα», η απάντηση της Υψιπύλης: «εγγύς, ουχί μα[κράν» (απ. 10, 3), επιδέχεται δύο ερμηνείες: α) «Είναι κοντά (στον αγρό), μπορείς να τον ψάξεις», β) «Είναι κοντά τώρα, μπορείς να τον δεις». Εισάγεται ο νεκρός.
Την πρώτη ερμηνεία πρότεινε ο Arnim, που υποθέτει ότι η Υψιπύλη και ο χορός ψάχνουν τον Οφέλτη. Η παρουσία του ρήματος «λεύσσειν» (4) δικαιολογείται σε τέτοια συμφραζόμενα.[4] Ο Morel, εισηγητής της δεύτερης ερμηνείας, υποστηρίζει ότι το σώμα του Οφέλτη μεταφέρεται στη σκηνή στον στ. 3. Συγκρίνει το χωρίο με εκείνο των «Τραχινίων» του Σοφοκλή (962), «έκλαιγα από πριν για συμφορά που είναι κοντά μας κι όχι μακριά», που αναφωνεί ο Χορός βλέποντας τον ετοιμοθάνατο Ηρακλή να μεταφέρεται στη σκηνή. Αν αυτή η εκδοχή είναι σωστή, θα πρέπει να φέρνουν τον Οφέλτη οι Αργείοι στρατιώτες ή κάποιοι υπηρέτες, οπωσδήποτε χωρίς τον Αμφιάραο. Τα λόγια του Αμφιάραου, όταν εμφανίζεται στο απ. 60, 37, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι δεν έχει δει την Υψιπύλη μετά το θάνατο του Οφέλτη. Οι εναγώνιες εκκλήσεις της γυναίκας στο απ. 60, 15 κε. Εξηγούνται μόνο αν υποτεθεί ότι δεν ήταν μαζί μ’ εκείνον (ίσως ο Αμφιάραος πήγε να σκοτώσει το φίδι).

Απ. 754 Ν. και απ.32
Ο Bond τοποθετεί το απ. 754 Ν., μια περιγραφή του Οφέλτη καθώς έπαιζε στον αγρό, λίγο παρακάτω στο ίδιο επεισόδιο. Παρόμοια, και το απ. 32, που πρέπει να προέρχεται από ρήση της Υψιπύλης, που περιέγραφε πώς τον πήγε εκεί και τον άφησε κάτω.

Απ.20/21, 34/35, 18.
Τα αποσπάσματα αυτά έχουν προκαλέσει πολλά προβλήματα στους μελετητές. Το απ. 20/21 προηγείται: η Υψιπύλη είναι μόνη με τον Χορό και σκέφτεται τη λύση της φυγής, χαρακτηριστικό της Ευριπίδειας τεχνικής. Ακολουθούν τα απ. 34/35, τα οποία, σύμφωνα με τον Bond, αναφέρονται στην άφιξη ενός αγγελιαφόρου, που εκπλήσσεται βλέποντας την Υψιπύλη έξω από το σπίτι. Λίγο μετά τα απ. 34/35, ο Bond τοποθετεί το απ. 18: ο αγγελιαφόρος περιγράφει τη ζωή των φιδιών, προτού αφηγηθεί τον θάνατο του Οφέλτη.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΛΟΓΩΝ (απ. 27, 22 και 60)
Λίγο μετά από τα απ. 20/21 μπαίνει η Ευρυδίκη. Ο Morel υποστηρίζει ότι τα απ. 34/35 ανακοίνωναν τη δική της άφιξη από απόσταση, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν έλειπε από το σπίτι. Ακολουθεί μια σκηνή μεταξύ αυτής και της Υψιπύλης, το απ.27. Μέχρι το 60 η Υψιπύλη έχει συλληφθεί και πρόκειται να θανατωθεί (απ.60, 29). Αρνείται ότι σκόπιμα παραμέλησε την υποχρέωσή της, όπως την κατηγορεί η Ευρυδίκη, και καλεί απεγνωσμένα το όνομα του Αμφιάραου, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά. Τα πρώτα λόγια που λέει δείχνουν ότι ήρθε από μόνος του, γιατί υποψιαζόταν («υπειδόμην», απ. 60, 37) τις συνέπειες που θα είχε για την Υψιπύλη ο θάνατος του Οφέλτη. Ωστόσο, κάποιοι μελετητές υποθέτουν ότι ο Αμφιάραος κατέφθασε σε βοήθεια της Υψιπύλης καλεσμένος από τους γιους της, που καταφεύγουν στον μάντη, αδυνατώντας να την βοηθήσουν οι ίδιοι.
Πολλές πιθανότητες συγκεντρώνει και η θεωρία για τη φυλάκιση της Υψιπύλης. Πρώτον, είναι φυσικό τα λόγια και η στάση του Αμφιάραου να είχαν κάποια επίδραση στην οργισμένη Ευρυδίκη, αναβάλλοντας προς στιγμή τη θανάτωση της Υψιπύλης. Δεύτερον, αυτόματα συμβάλλει στην πλοκή και δημιουργεί μια νέα κατάσταση, που μένει να λυθεί στους επόμενους 500 στίχους. Τρίτον, συμφωνεί με την εκδοχή του μύθου όπως απαντάται στον Πίνδαρο, «Νεμεόνικος», Υπόθεση 2, «Ευρυδίκης… βουλομένης… ανελείν την Υψιπύλην, δια τούτο τε εν τινι τόπω λαθραίω κατακλεισάσης», που, όπως έχει αποδειχθεί, είναι η πλησιέστερη αρχαία πηγή στον μύθο του Ευριπίδη. Η Υψιπύλη πρέπει να φυλακίστηκε αμέσως μετά τη σκηνή Ευρυδίκης-Αμφιάραου. Τα λόγια του Αμφιάραου κατευνάζουν για λίγο την Ευρυδίκη, που δηλώνει την απόφασή της να φυλακίσει την Υψιπύλη μέχρι να επιστρέψει ο Λυκούργος και να δώσει την οριστική λύση στο θέμα. Στο τέλος της σκηνής η Υψιπύλη λέει αυτό ακριβώς, ότι η Ευρυδίκη απέφυγε την απόφαση και κατέφυγε στον άνδρα της («] άνδρα κατέφυγεν», απ. 63, 2). Οι δούλοι δεν έχουν συμμάχους («] ουκ έχουσι συμμάχους», απ. 63, 5). Ελπίδα της είναι ο Αμφιάραος, που την έσωσε μια φορά και μπορεί να τη σώσει και πάλι («Αμφιάρεως, σώσε [αυ]θις», απ. 63, 6) σαν καλός κυβερνήτης πλοίου (απ. 63, 7). Το μοτίβο της αναμονής του συζύγου εμφανίζεται και στην «Ανδρομάχη» (στ. 255) «και δεν θα περιμένω τον γυρισμό του άντρα μου», μόνο που εκεί η Ερμιόνη αποφασίζει να θανατώσει την Ανδρομάχη χωρίς να περιμένει τον άντρα της.

ΣΤΑΣΙΜΟ και ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ (το χάσμα μεταξύ απ. 60 και απ. 64)
Η απάντηση της Ευρυδίκης στο τέλος του απ. 60 φτάνει μέχρι τον στίχο περίπου 960 του έργου. Τα αποσπάσματα 57-59 προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από Στάσιμο προς τιμή του Διονύσου. Από εδώ μέχρι τον στίχο 1579 τα παπυρικά αποσπάσματα μας αφήνουν στο σκοτάδι. Στο απ. 64, 58 κε. ο Αμφιάραος αποχαιρετά την Υψιπύλη και τους γιους της, που έχουν αναγνωριστεί. Για τον τρόπο με τον οποίον έγινε η αναγνώριση, μας διαφωτίζει η νέα Υπόθεση. Από εκεί μαθαίνουμε ότι οι γιοι της Υψιπύλης «τον επιτάφιον του παιδός ηθέλησαν αγωνίσασθαι» (195). Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει την υπόθεση του Ε. Petersen ότι οι επιτάφιοι αγώνες προς τιμή του Οφέλτη πρέπει να διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στο έργο. Άλλωστε τους έχει ήδη προκηρύξει ο Αμφιάραος στο απ. 60, 102 κε., και στο απ. 64, 67 αναχωρεί για τη Θήβα. Συνεπώς είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι αγώνες έχουν ήδη διεξαχθεί. Οι γιοι κέρδισαν μια νίκη, όπως επιβεβαιώνεται από την Υπόθεση (196) «η δε τους προειρημένους ξενοδοχήσασα τούτους μεν επήνει». Ο κήρυκας θα πρέπει, λόγω αυτής της νίκης, να ανακοίνωσε τα ονόματα των νέων, κι έτσι έγινε η αναγνώριση από τη μητέρα τους. Αυτή είναι η εκδοχή που παραδίδει και μια μυθογραφία (Mythogr. Vat. ii 141, σ. 123 Bode).
Δεν είναι σαφές ποιο ρόλο έπαιξε ο Αμφιάραος στην αναγνώριση. Τα λόγια του στο απ. 64, 65 «με προθυμία την έχω κι εγώ ξεπληρώσει σ’ εσέ και τα παιδιά σου» προϋποθέτουν ότι ήταν σημαντικός. Έχει υποστηριχτεί ότι ο Αμφιάραος αναγνώρισε ποιοι ήταν οι νέοι από την ανακήρυξή τους ως νικητές. Η Υψιπύλη του είχε πει ήδη το δικό της όνομα (απ. 4). Ίσως η Υψιπύλη δεν παρευρισκόταν στους αγώνες, αν είχε φυλακιστεί, συνεπώς χρειάζεται ένας ενδιάμεσος να της πει τα νέα. Τον ρόλο αυτόν ίσως έπαιξε ένας αγγελιαφόρος. Και βέβαια δεν θα μπορούσε να λείψει και το σημάδι αναγνώρισης, το χρυσό τσαμπί, για να πειστεί η Ευρυδίκη για την ταυτότητα των παιδιών.
Στην Υπόθεση (197 κε.) δηλώνεται ότι η Ευρυδίκη σχεδίαζε να σκοτώσει την Υψιπύλη «τούτους μεν επήνει, την μητέρα σ’ αυτών αποκτείνειν [ήμελ]λεν». Ίσως υπάρχει σύγχυση σε τούτο το σημείο της Υπόθεσης, και η φράση αυτή αναφέρεται στο απ. 60, όταν ο θάνατος της Υψιπύλης φαινόταν άμεσος. Πιθανώς πάλι η Ευρυδίκη σκόπευε να θανατώσει την Υψιπύλη κατά τους αγώνες. Δεν είναι δυνατόν να δοθεί οριστική απάντηση σ’ αυτό το θέμα.

Η ΈΞΟΔΟΣ (απ.64)
Η αναγνώριση και η απελευθέρωση της Υψιπύλης έχουν ήδη συντελεστεί όταν αρχίζει το απ. 64 (στ. 58) και ο Αμφιάραος αφήνει μητέρα και γιους να διηγηθούν τις περιπέτειές τους. Το νόημα χάνεται στο απ. 64, 111 (στ. 1632), αλλά είναι βέβαιο ότι στον στ. 1673 μιλάει ο Διόνυσος. Κάποιοι μελετητές υποθέτουν ότι μετά τον στ. 1632 εισέρχεται ο Λυκούργος, θυμωμένος, για να περιπλέξει τα πράγματα και να καθυστερήσει το τέλος. Η εύρεση τελαμώνα ασπίδας του 6ου αι. από την Ολυμπία που παρουσιάζει τον Λυκούργο να απειλεί την Υψιπύλη μπροστά στον Άδραστο αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη τέτοιας σκηνής.[5]
Ο Διόνυσος, ως από μηχανής θεός, πρόσταξε προφανώς τον Εύνηο να οδηγήσει την Υψιπύλη πίσω στη Λήμνο, όπως αναφέρεται στην «Παλατιανή Ανθολογία» 3, 10, 5: «στείχε δε και συ λιπών Ασωπίδος, Εύνο’, άρουραν γειναμένην άξων Λήμνον ες ηγαθέην».
Στη συνέχεια πρέπει να έδωσε εντολή στον Εύνηο να αφήσει εκεί τη μητέρα του και να πάει στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Wilamowitz, ο Διόνυσος παράγγειλε στον Εύνηο και τους απογόνους του να γίνουν μουσικοί στην Αθήνα. Το γένος των Ευνειδών είναι γνωστό από τους λεξικογράφους. Ο Φώτιος αναφέρει «γένος Αθήνησι μουσικόν, από Εύνεω του Ιάσονος και Υψιπύλης. Γένος εστί παρά Αθηναίοις ούτως ονομαζόμενον. Ήσαν δε κιθαρωδοί, προς τας ιερουργίας, παρέχοντες την χρείαν». Τούτο επιβεβαιώνεται και από μια επιγραφή (IG ii 32 5056) στο κάθισμα κάποιου αθηναϊκού θεάτρου: «Ιερέως Μελπομενού Διονύσου εξ Ευνειδών». «Μελπόμενος» είναι η προσωνυμία του Διονύσου. Ο Κρατίνος έγραψε κωμωδία με τίτλο «Ευνείδαι», παραπομπή στην οποία είναι το «τέκτονες ευπαλάμων ύμνων» των «Ιππέων» του Αριστοφάνη, στ. 530. Τούτο δηλώνει ότι το γένος αυτό ήταν ακόμα εν ενεργεία στην Αθήνα πριν από το 424 π.Χ.

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΨΙΠΥΛΗΣ
Η μόνη σίγουρη μαρτυρία για την πρώτη διδασκαλία της τραγωδίας είναι το Σχόλιο στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, στ. 53: Ο Διόνυσος διαβάζει την «Ανδρομέδα» του Ευριπίδη: «την Αδρομέδαν, των καλλίστων Ευριπίδου δράμα η Ανδρομέδα, δια τι δε μη άλλο τι των προ ολίγου διδαχθέντων και καλών Υψιπύλης, Φοινισσών, Αντιόπης. Η δε Ανδρομέδα ογδόωι έτει προήκται».
Οι «Βάτραχοι» συντέθηκαν τον Ιανουάριο του 405 π.Χ. και η «Ανδρομέδα» το 412 π.Χ. Οι τρεις τραγωδίες, «Υψιπύλη», «Φοίνισσαι» «Αντιόπη», ανήκουν πιθανώς στην ίδια τριλογία και ο τύπος της ανάλυσης των τριμέτρων υποδεικνύει μια χρονολογία μεταξύ 412 και 407 π.Χ. Ο Bond θεωρεί πιθανότερη ημερομηνία το 408 ή 407 π.Χ.
Οι ανασκαφές που έγιναν με επικεφαλής τον στη Νεμέα το 1976, κατά τις οποίες βρέθηκαν πολυάριθμες ορειχάλκινες αιχμές βελών, που ανήκουν στο τελευταίο μισό και ίσως στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ., δείχνουν ότι η περιοχή καταστράφηκε από φωτιά, ίσως το αποτέλεσμα επιδρομής. Κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. τη Νεμέα είχαν υπό τον έλεγχό τους άλλοτε το Άργος και άλλοτε οι Κλεωνές και παρόλο που δεν είναι γνωστό πότε έγιναν αυτές οι αλλαγές στο καθεστώς, οι ενδείξεις από την καταστροφή οδηγούν στην υπόθεση ότι υπήρξε μια τέτοια αλλαγή κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οπότε ένα έργο για την καθιέρωση των αγώνων της Νεμέας από Αργείους θα φαινόταν κατάλληλο.
Μια μεταγενέστερη παράσταση της «Υψιπύλης» στις αρχές της χριστιανικής εποχής, ενώπιον του Ιόβα Β' της Μαυριτανίας, μαρτυρείται από τον Αθήναιο (Η', 343e κε.).
Δεν είναι βέβαιο αν αυτή η παράσταση δόθηκε κατά τη μακρά παραμονή του Ιόβα στο παλάτι του Αυγούστου στην Ιταλία ή αργότερα, κατά τη βασιλεία του στη Μαυριτανία.

[1] Σύγκρινε «Ίων» 330 κε., τη στιχομυθία που αναφέρεται στα γεγονότα που διηγήθηκε ο Ερμής στο μονόλογό του.
[2] Για παράδειγμα, η αναφορά του γεωργού σε πιθανή επιστροφή του Ορέστη («Ηλέκτρα», 47 κε.).
[3] Σύγκρινε το νοσταλγικό της τόνο στο απ. Ι iii, 15.
[4] Δες την είσοδο του Χορού που ψάχνει για τον Οιδίποδα στον Σοφοκλή, «Οιδίπους επί Κολωνώ» 117 κε.: «…που κυρεί…; προσδέρκου, λευστέον…(«να ψάξεις»)»
[5] E. Kunze, Archaische Schildbänder, Olympische Forschungen II, Berlin, 1950, Beilage 13, v. 8.

25/9/10

Εισαγωγή στην «Ελένη» του Ευριπίδη

Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ
Η «Ελένη» του Ευριπίδη έχει απασχολήσει μέχρι τώρα πολλούς μελετητές, γιατί τα προβλήματα που παρουσιάζει είναι και αρκετά και σοβαρά.
Το πρώτο που μας ξαφνιάζει είναι ότι ο ποιητής έχει αλλάξει σημαντικά το γνωστό κι από άλλες αρχαίες πηγές μύθο. Δηλαδή η ίδια η Ελένη, στον πρόλογο, μας βεβαιώνει ότι δεν έφτασε ποτέ στην Τροία, γιατί ο Ερμής, σύμφωνα με τις διαταγές του Δία, την οδήγησε στην Αίγυπτο, στην αυλή του βασιλιά Πρωτέα. Κι ο Πάρις, χωρίς να ξέρει, πήρε μαζί του, αντί για την Ελένη, ένα «είδωλό» της, που έφτιαξε η Ήρα. Γύρω από αυτό το «έμπνουν είδωλον» πολέμησαν και σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι!
Άλλο ένα ερωτηματικό γεννιέται στον αναγνώστη, όταν διαπιστώνει ότι ο Ευριπίδης εδώ αντιμετωπίζει ευνοϊκά την ηρωίδα του, ενώ και στις προηγούμενες και στις μεταγενέστερες από την «Ελένη» τραγωδίες η στάση του είναι καθαρά εχθρική απέναντί της.
Προτού όμως δώσουμε μια απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα, ας δούμε τι μας λένε οι προηγούμενες από τον Ευριπίδη γραπτές πηγές σχετικά με τα προβλήματά μας.
Κατ’ αρχήν, ο Όμηρος (Οδύσσεια, δ, 351 κε.) δηλώνει καθαρά ότι η Ελένη και ο Μενέλαος μετά την καταστροφή της Τροίας πέρασαν από την Αίγυπτο, απ’ όπου τους βοήθησαν να φύγουν ο Πρωτέας «ο γέρος της θάλασσας» και η κόρη του Ειδοθέη (Οδύσσεια, δ, 365).
[1] Πουθενά ο επικός ποιητής δεν αμφισβητεί την παρουσία της Ελένης στην Τροία. Και η στάση του απέναντί της είναι φανερά εχθρική. Βέβαια, τα λόγια των Τρώων γερόντων (Ιλιάδα, Γ, 156), που κάθονται κοντά στις Σκαιές πύλες, δείχνουν αρκετή επιείκεια για την ηρωίδα. Στην Οδύσσεια όμως ο Εύμαιος (Οδύσσεια, ξ, 68), όταν κουβεντιάζει με τον Οδυσσέα για την Ελένη, είναι επιθετικός.
Αργότερα, στον Επικό Κύκλο, που έχει δανειστεί πολλά από τον Όμηρο, οι επιθέσεις και οι κατηγορίες γίνονται δριμύτερες. Στη «Μικράν Ιλιάδα» και στην «Ιλίου Πέρσιν» ο Μενέλαος τραβάει την Ελένη από τα μαλλιά και είναι αποφασισμένος να την κτυπήσει με το ξίφος του, τελικά όμως η ομορφιά της κατευνάζει την οργή του.
Όσο για το άλλο πρόβλημα που μας απασχολεί, για την παρουσία δηλαδή της Ελένης στην Αίγυπτο, στους «Νόστους» αναφέρεται ότι ο Μενέλαος με τη γυναίκα του πέρασε από εκεί μετά την πτώση της Τροίας. Τα «Κύπρια Έπη», που θέλουν μητέρα της ηρωίδας μας τη Νέμεση,
[2] παρουσιάζουν την Ελένη σαν το όργανο ενός θείου σχεδίου.
Αλλά οι επικρίσεις δεν σταματούν εδώ. Ο Ησίοδος τη βρίζει γιατί ντρόπιασε το γάμο της με τον ξανθό Μενέλαο: «Κι όπως η Κλυταιμνήστρα, αφού άφησε το θείο Αγαμέμνονα, πλάγιασε με τον Αίγισθο, προτιμώντας έτσι χειρότερο σύζυγο, το ίδιο και η Ελένη ντρόπιασε το γάμο της με τον ξανθό Μενέλαο».
Ο Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα» (στ. 689) τη χαρακτηρίζει με τα εξής επίθετα: «ελέναυς» (αυτή που καταστρέφει τα πλοία), «έλανδρος» (αυτή που καταστρέφει τους άντρες) κι «ελέπτολις» (αυτή που καταστρέφει τις πόλεις). Ο ίδιος παρακάτω (Αγαμέμνων, στ. 1455) την ονομάζει «παράνουν» και τη θεωρεί αιτία του χαμού τόσων ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά όμως την παρουσιάζει σαν ένα δαίμονα, σαν μια δύναμη υπερφυσική και θρηνεί τις καταστροφές, χωρίς όμως να κατηγορεί κανέναν εκτός από τη μοίρα.
Αντίθετα, ο Ευριπίδης σ’ όλα σχεδόν τα έργα του δείχνεται σκληρότερος απέναντί της. Η Ανδρομάχη («Ανδρομάχη», στ.103) την αποκαλεί «ευναίαν άταν», δηλαδή συζυγική καταστροφή. Στις «Τρωάδες» (στ. 881) ο Μενέλαος φωνάζει τη γυναίκα του «φόνισσα». Στην «Ηλέκτρα» που ανέβηκε στο Διονυσιακό θέατρο το 413, ο Χορός αποκαλεί την κόρη της Λήδας «κακόφρονα» («Ηλέκτρα», στ. 479). Όμως πιο κάτω («Ηλέκτρα», στ. 1280), οι Διόσκουροι μας λένε ότι η Ελένη δεν έφτασε ποτέ στην Τροία, γιατί έμεινε στην Αίγυπτο κοντά στον Πρωτέα, ενώ ο Δίας έστειλε στο Ίλιο το «είδωλο της Ελένης» για να δοθεί αφορμή αλληλοσπαραγμού στους ανθρώπους. Αυτή η παραλλαγή του μύθου, την οποία στην «Ηλέκτρα» ο ποιητής μεταχειρίζεται για πρώτη φορά, θα αποτελέσει, ένα χρόνο αργότερα, το κύριο θέμα της τραγωδίας του «Ελένη».
Μέχρι τώρα όλες οι πηγές, στις οποίες ανατρέξαμε, θέλουν την Ελένη στην Τροία και τη θεωρούν αιτία των καταστροφών. Μόνο ο Ευριπίδης λοιπόν τολμάει ή αναγκάζεται από διάφορες αιτίες να παραλλάξει τόσο αισθητά το μύθο; Δεν υπάρχουν πρόδρομοι;
Ο Πλάτων στο «Φαίδρο» (243 Α) μας δίνει ένα απόσπασμα από το ποίημα του Στησιχόρου «Παλινωδία», που έχει σαν θέμα του τις περιπέτειες της Ελένης: «αυτή η διάδοση δεν είναι αληθινή, ούτε μπήκες σε καλοφτιαγμένα καράβια, ούτε έφτασες στα Πέργαμα (την ακρόπολη) της Τροίας».
Ο ίδιος φιλόσοφος στην «Πολιτεία» του (Θ' 586) αναφέρει ότι, σύμφωνα με τη γνώμη του Στησιχόρου, οι Έλληνες και οι Τρώες πολεμούσαν μάταια γύρω από τον ίσκιο της Ελένης χωρίς να ξέρουν την αλήθεια.
Ποιος είναι όμως ο Στησίχορος και η περίφημη «Παλινωδία» του; Ο ποιητής αυτός γεννήθηκε στο Μάταυρο της Κάτω Ιταλίας και μπορούμε να τον τοποθετήσουμε χρονολογικά στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αιώνα. Ένα από τα γνωστά του έργα είναι η «Ελένη», όπου διηγιόταν πολλά άσχημα για την κόρη της Λήδας και γι’ αυτό τυφλώθηκε. Για να ξαναβρεί όμως το φως του, ο ποιητής έγραψε την «Παλινωδία» όπου παινεύει την Ελένη και βεβαιώνει ότι ποτέ αυτή δεν έφτασε στην ακρόπολη της Τροίας. Το μόνο όμως απόσπασμα που σώζεται από το ποίημα του Στησίχορου είναι αυτό που αναφέρει ο Πλάτων στον «Φαίδρο». Μάταιες στάθηκαν οι προσπάθειες των ερευνητών για να βρουν και σε άλλα αρχαία κείμενα αποσπάσματα από αυτό το ποίημα. Γι’ αυτό, ο Léon Parmentier υποψιάζεται ότι η πληροφορία του Πλάτωνα είναι φτιαγμένη από τον ίδιο. Ίσως ο Αθηναίος φιλόσοφος, σύμφωνα πάντα με τον Léon Parmentier, γνώριζε την Ελένη του Ευριπίδη κι επειδή δεν εκτιμούσε τους μύθους των τραγικών, απέδωσε το «είδωλον» στο Στησίχορο, για τον οποίον οι σικελικοί μύθοι έλεγαν ότι είχε γράψει την «Παλινωδία».
Το σίγουρο πάντως είναι ότι πριν τον Ευριπίδη το μύθο για το «είδωλο» λίγοι τον γνώριζαν ή τον έπαιρναν στα σοβαρά. Η «Παλινωδία» όμως είχε ενσωματωθεί στις τοπικές παραδόσεις της Σικελίας, απ’ όπου φαίνεται να τη γνώριζε ο Ευριπίδης.
Αλλά κι ένας άλλος ακόμα αρχαίος συγγραφέας, ο Ηρόδοτος (Ηροδότου Ιστορία, Β’, 112-120), αναφέρει ότι όταν επισκέφτηκε την Αίγυπτο οι ιερείς τον διαβεβαίωσαν ότι σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις ο βασιλιάς τους Πρωτέας κράτησε κοντά του την Ελένη που δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στο Ίλιο. Ο Ηρόδοτος όμως φαίνεται να γνώριζε την «Παλινωδία», γιατί διαφορετικά θα τη χρησιμοποιούσε για να εξυψώσει το γόητρο των Αιγυπτίων.
Αφού είδαμε λοιπόν τη διάθεση των Ελλήνων ποιητών και πεζογράφων απέναντι στην Ελένη και τις παραλλαγές του σχετικού μύθου, είναι καιρός να προσπαθήσουμε να βρούμε μια λύση στο γιατί ο Ευριπίδης μεταβάλλει το μύθο και δείχνεται φιλικός τώρα στην Ελένη.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Τα παραπάνω προβλήματα ίσως λυθούν, όταν βρούμε τη χρονολογία που γράφτηκε η Ελένη και αν συγκεντρώσουμε πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση της εποχής εκείνης.
Άμεση πληροφορία για τη χρονολογία δε σώζεται. Μπορούμε όμως να την συμπεράνουμε με αρκετή ακρίβεια από έμμεσες σχετικές ειδήσεις: ο Αριστοφάνης στις «Θεσμοφοριάζουσες» (στ. 1060) λέει ότι πριν ένα χρόνο, στο ίδιο μέρος (δηλαδή στο θέατρο του Διονύσου), παίχτηκε η «Ανδρομέδα» του Ευριπίδη. Εξάλλου, ο σχολιαστής του στις «Θεσμοφοριάζουσες» (στ. 1012) συμπληρώνει ότι η «Ανδρομέδα» και η «Ελένη» ανεβάστηκαν μαζί. Εφόσον λοιπόν γνωρίζουμε από διάφορες έμμεσες πάλι πληροφορίες ότι οι «Θεσμοφοριάζουσες» παρουσιάστηκαν στο Διονυσιακό θέατρο το 411, μπορούμε να συμπεράνουμε με αρκετές πιθανότητες επιτυχίας ότι οι δύο τραγωδίες του Ευριπίδη διδάχτηκαν το 412.
Κοιτάζοντας τώρα την πολιτική κατάσταση της εποχής μαθαίνουμε από τον Θουκυδίδη (ΣΤ, 1), ότι το 415 οι Αθηναίοι έκαναν την εκστρατεία στη Σικελία. Στην αρχή όλοι πίστευαν στη νίκη και επιδοκίμαζαν τον αγώνα. Από τις πρώτες όμως κιόλας αποτυχίες άρχισαν η απογοήτευση και η απελπισία να κυριεύουν το λαό. Την ίδια εξέλιξη στα συναισθήματά του ακολούθησε και ο Ευριπίδης, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από τα έργα του. Στις «Τρωάδες» (στ. 220), που ανέβηκαν το 415, ο Χορός εύχεται να μπορούσε να πήγαινε στη Σικελία και στην «Ηλέκτρα», δυο χρόνια αργότερα, οι Διόσκουροι ζητούν συγγνώμη από το ακροατήριο για να πάνε να φυλάξουν το στόλο στη σικελική θάλασσα. Οι αποτυχίες όμως των Αθηναίων στη Σικελία απογοητεύουν το λαό, που τα βάζει με τους μάντεις (Θουκυδίδης Η' 1). Αυτή ακριβώς την κατακραυγή του αθηναϊκού λαού απηχούν οι κατηγορίες που ξεστομίζει για τους μάντεις και τη μαντική ο Άγγελος στην «Ελένη» (στ. 744), όταν μαθαίνει ότι τόσα χρόνια πολεμούσαν μάταια γύρω από ένα «είδωλο».
Όμοια όμως με το λαό αισθάνεται κι ο Ευριπίδης. Καταλαβαίνει ότι ο πόλεμος φέρνει μόνο καταστροφές κι ότι οι διαφορές μεταξύ των λαών θα μπορούσαν να λυθούν και με άλλους τρόπους. Ο πόλεμος είναι μια τρέλα, μια πλάνη που έχει και οικτρά αποτελέσματα. Η πίστη του για την ειρήνη («Ελένη, στ. 1151») και η απέχθειά του για τον πόλεμο τον οδηγεί να γράψει αυτήν την τραγωδία που είναι η κραυγή της καρδιάς ενός ειρηνιστή.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΥΚΡΟΥ ΣΤΗΝ «ΕΛΕΝΗ»
Η Ελένη, όπως είδαμε, έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα και ερωτηματικά. Ένα από αυτά είναι και η εμφάνιση στη σκηνή του Τεύκρου (στ. 68), του γιου του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα. Το πρόσωπο αυτό έρχεται στη σκηνή, συναντά την Ελένη, κουβεντιάζει μαζί της, χωρίς φυσικά να ξέρει σε ποια απευθύνεται. Αυτός της δίνει πληροφορίες για την καταστροφή της Τροίας, για την τύχη της οικογένειάς της και αναφέρει τις φήμες που κυκλοφορούν στην Ελλάδα σχετικά με τον πιθανότατο θάνατο του Μενέλαου. Στο τέλος δικαιολογεί την παρουσία του στην Αίγυπτο: θέλει να συμβουλευτεί την κόρη του Πρωτέα, τη Θεονόη, που έχει μαντικές ικανότητες, σχετικά με το ταξίδι και την εγκατάστασή του στην Κύπρο, όπου τον στέλνει μια προφητική διαταγή του Απόλλωνα.
Η Ελένη κατορθώνει τελικά να τον εμποδίσει από αυτήν την πράξη του, γιατί υπάρχει φόβος να τον σκοτώσει ο Θεοκλύμενος, ο τωρινός βασιλιάς της Αιγύπτου. Ο Τεύκρος φεύγει και δεν ξαναπαρουσιάζεται στη σκηνή.
Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος του στο έργο; Με ποιο άραγε σκοπό τον χρησιμοποιεί ο Ευριπίδης;
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι η παρουσία του ήταν αναγκαία για να πληροφορήσει την ηρωίδα μας για το θάνατο του άντρα της. Αυτό όμως δεν ευσταθεί, γιατί η Θεονόη με τις μαντικές της ικανότητες γρήγορα καθησυχάζει την Ελένη, διαβεβαιώνοντάς την ότι ο Μενέλαος ζει. Πέρα από αυτό, η παρουσία του Τεύκρου στην Αίγυπτο σύμφωνα με τον Ευριπίδη, μας παραξενεύει και για έναν ακόμα λόγο: Πουθενά αλλού δεν αναφέρεται ότι ο Τεύκρος πέρασε από τη χώρα των Φαραώ, όταν πήγαινε να εγκατασταθεί στη Σαλαμίνα της Κύπρου.
Τη λύση τη βρίσκουμε πάλι από την πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Ένα ψήφισμα του αθηναϊκού δήμου εκείνης της περιόδου αποκαλεί τον Ευαγόρα Α' ευεργέτη της Αθήνας. Ο Ευαγόρας Α' ήταν τότε βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου και καταγόταν από την οικογένεια των Τευκριδών που είχαν εγκατασταθεί από χρόνια στο νησί.
Ίσως λοιπόν ο Ευριπίδης να ήθελε, με την εμφάνιση του Τεύκρου στη σκηνή του Διονυσιακού θεάτρου, να εμψυχώσει τον αναστατωμένο από τις συμφορές αθηναϊκό λαό, παρουσιάζοντας έναν παλιό σύμμαχό του.

ΟΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗ ΣΙΚΕΛΙΑ
Οι φιλόλογοι που ασχολήθηκαν με την «Ελένη» παραξενεύτηκαν με το λυρικό κομμάτι που απαγγέλλει ο Χορός (στ. 1301), όταν περιμένει να δει τα τι αποτελέσματα θα είχε το σχέδιο για τη φυγή της Ελένης και του Μενελάου.
Το χορικό αυτό, που από πολλούς θεωρήθηκε άσχετο με το κύριο θέμα, αναφέρεται στο μύθο της Δήμητρας και της κόρης της. Στο τελευταίο μέρος, ο Χορός εκφράζει τις υποψίες του, μήπως αιτία δυστυχίας του ζευγαριού είναι κάποια ασέβεια της Ελένης σχετική με τις υποχρεώσεις της στη θεά Δήμητρα. Η λέξη που χρησιμοποιεί ο Χορός, «εν θαλάμοις» (στ. 1354) μας οδηγεί στη σκέψη ότι η τυχόν ασέβεια της Ελένης έχει σχέση με τον τρόπο όπου πρόσφερε τη θυσία της.
Κάτι παρόμοιο όμως αναφέρει ότι συνέβη και στην Αθήνα ο Θουκυδίδης (ΣΤ', 28) και μάλιστα λίγο πριν ξεκινήσει ο αθηναϊκός στόλος για τη Σικελία.
Λέει λοιπόν ο ιστορικός (ΣΤ', 27) ότι, στις παραμονές της εκστρατείας, άγνωστοι έκοψαν μέσα σ’ ένα βράδυ τα κεφάλια των Ερμών,
[3] πράγμα που θεωρήθηκε κακό σημάδι και πανικόβαλε τους Αθηναίους. Ο ίδιος αναφέρει πιο κάτω (ΣΤ', 28) ότι μερικοί μέτοικοι κατάγγειλαν ότι κι άλλα αγάλματα είχαν καταστραφεί και επιπλέον ότι τα μυστήρια γίνονταν στα σπίτια, πράγμα που αποτελούσε μεγάλη ασέβεια. Την ίδια ακριβώς πληροφορία βρίσκουμε και στον Πλούταρχο («Αλκιβιάδης», 19).
Ίσως ο Ευριπίδης, με τα λόγια που απευθύνει ο Χορός στην Ελένη, υπονοεί ότι αιτία της σικελικής καταστροφής ήταν η ασέβεια που αναφέρει ο Θουκυδίδης.

Η «ΕΛΕΝΗ» ΕΙΝΑΙ ΤΡΑΓΟ-ΚΩΜΩΔΙΑ;
Οι διάφοροι μελετητές, που ασχολήθηκαν κατά καιρούς με την «Ελένη», της έχουν δώσει ο καθένας κι ένα διαφορετικό χαρακτηρισμό. Άλλοι τη θεωρούν ως ένα έργο φανταστικό, γι’ άλλους είναι ένα ρομαντικό δράμα και άλλοι (οι ιστορικοί του ελληνικού μυθιστορήματος) ισχυρίζονται ότι πρόκειται για ένα έργο καθαρά μυθιστορηματικό, όπως όλα όσα ανέβηκαν από το 415-408 π.Χ.: «Ανδρομέδα», «Αντιγόνη», «Μελέαγρος», «Οινόμαος». Είναι φανερό ότι όλοι επηρεάζονται από το χαρακτηρισμό του πρώτου κριτικού της, του Αριστοφάνη, που στις «Θεσμοφοριάζουσες» (στ. 850) αποκαλεί την τραγωδία «Ελένη» «καινήν».
Από τους νεώτερους, ο H. Kitto τη χαρακτηρίζει σαν τραγο-κωμωδία και τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνει στην «Άλκηστη», στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και στον «Ίωνα».
Την ίδια γνώμη έχει και ο A. Lesky. Αυτός δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του από το γεγονός ότι στην «Ελένη» ο άνθρωπος δε βρίσκεται αντιμέτωπος με δυνάμεις υπερφυσικές, τις οποίες φυσικά δεν θα μπορούσε να δαμάσει.
Η «Ελένη» έχει βέβαια αρκετά σημεία που την κάνουν να πλησιάζει την τραγωδία: Το κατηγορητήριο που εκστομίζει ο Άγγελος (στ. 744 κε.) εναντίον των μάντεων, την ειρηνιστική περικοπή (στ. 1151) που απαγγέλλει ο Χορός, τη συγκινητική αναγνώριση του ζευγαριού, την ωδή (στ. 1151) που αναφέρεται στον Τρωικό πόλεμο και έχει πραγματικά μια τραγική νότα. Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά ανάμεσα στην τραγωδία και στην τραγο-κωμωδία: Η υπόθεση της πρώτης πρέπει να φαίνεται πραγματική, ενώ στη δεύτερη το θέμα είναι συχνά τεχνητό και στηρίζεται σε μια πιθανότητα, σε μια μυθοπλασία, που συγκινεί βέβαια το θεατή στην αρχή. Η συγκίνηση όμως γρήγορα εξαφανίζεται, γιατί είναι φανερό ότι όλα είναι πλαστά και ότι η έκβαση θα είναι ευτυχισμένη. Επειδή λοιπόν απουσιάζει το τραγικό θέμα, ο ποιητής αναγκάζεται να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μας με διάφορα τεχνάσματα. Γι’ αυτό ορθώνει απρόβλεπτα εμπόδια που ο άνθρωπος πρέπει να τα ξεπεράσει με κάθε τρόπο. Το σχέδιο που είχε καταστρώσει η Ελένη για να μπορέσει να φύγει με τον Μενέλαο από την Αίγυπτο, κινδυνεύει να καταστραφεί, όταν ο Θεοκλύμενος (στ. 1392) προσπαθεί να την εμποδίσει να ανοιχτεί κι αυτή μαζί με τους άλλους στη θάλασσα, όπου θα κάνουν τιμητικές προσφορές στο νεκρό. Ο θεατής βρίσκεται σε αγωνία περιμένοντας την εξέλιξη των πραγμάτων.
Στην «Ελένη» το τραγικό με το κωμικό συχνά γειτονεύουν: ο Άγγελος, αφού κατακρίνει τους μάντεις, φεύγει και ο Χορός επιδοκιμάζει τα λόγια του. Τότε η Ελένη, μέσα σ’ αυτό το σοβαρό κλίμα, παρατηρεί (στ.761): «Ας είναι, ως εδώ καλά είναι τα πράγματα». Ένας τόσο άκαιρος ορθολογισμός δεν μπορεί παρά να μας κάνει να γελάσουμε.
Η τραγο-κωμωδία ακολουθεί τη φυσιολογική πλοκή, όπως όλες οι τραγωδίες, αλλά παρουσιάζει μια δραματική ανέλιξη μέσα από την «έκπληξη» και τη «διάψευση». Στην «Ελένη», για παράδειγμα, όταν ο Άγγελος φτάνει στη σκηνή και αναγγέλλει στο Μενέλαο ότι η γυναίκα του εξαφανίστηκε στον αέρα, έκπληκτος βλέπει ότι η πραγματικότητα τον διαψεύδει: η Ελένη στέκεται ολοζώντανη μπροστά του. Πραγματικά, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί παρά να προκαλέσει το γέλιο.
Τέλος, το γενικό χαρακτηριστικό αυτών των έργων είναι η τέλεια μορφή τους. Ο ποιητής δε δεσμεύεται από καμιά τραγική ιδέα κι έτσι είναι ελεύθερος να φροντίσει ιδιαίτερα τη δομή, το ύφος του, τη συνέπεια των χαρακτήρων του. Αυτά ακριβώς τα πλεονεκτήματα παρουσιάζει και η «Ελένη». Γι’ αυτό εύκολα θα μπορούσε κανείς να την κατατάξει ανάμεσα στα άριστα, κατά τη μορφή, έργα του Ευριπίδη.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-166): Ο πρόλογος αποτελείται από δυο σκηνές: Η πρώτη (1-67) είναι μονόλογος της Ελένης μπροστά στα ανάκτορα του Πρωτέα και η δεύτερη (68-166) είναι διάλογος ανάμεσα στην Ελένη και τον Τεύκρο, το γιο του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα.
Στο μονόλογο, η Ελένη μας λέει ότι βρίσκεται στη νήσο Φάρο, στο παλάτι του βασιλιά της Αιγύπτου Πρωτέα, που έχει πεθάνει. Κυβερνήτης της χώρας είναι ο γιος του Θεοκλύμενος. Μαζί τους ζει και η κόρη του Πρωτέα, η Θεονόη, που έχει μαντικές ικανότητες.
Στη συνέχεια του μονολόγου μαθαίνουμε την καταγωγή της Ελένης και τις περιπέτειές της. Η Αφροδίτη, για να νικήσει την Ήρα και την Αθηνά στο διαγωνισμό ομορφιάς, υπόσχεται στον Πάρη την κόρη της Λήδας. Η Ήρα όμως οργίστηκε με τον Πάρη και αντί για την Ελένη του έδωσε ένα άψυχο ομοίωμά της. Την ίδια την πήγε ο Ερμής στον Πρωτέα, στον πιο συνετό άνθρωπο, που όσο ζούσε, κανείς δεν ενοχλούσε την Ελένη. Τώρα όμως ο γιος του, ο Θεοκλύμενος, προσπαθεί να την πάρει γυναίκα του.
Στη δεύτερη σκηνή, παρουσιάζεται ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα। Όταν βλέπει την Ελένη της μιλάει με στοργή, γιατί έγινε αιτία του χαμού τόσων Ελλήνων. Γρήγορα όμως συνέρχεται, γιατί δεν ξέρει ότι μπροστά του βρίσκεται η πραγματική κόρη της Λήδας. Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Τεύκρος την πληροφορεί για τον θάνατο της μητέρας της, την τύχη των δύο αδελφών της και για τον πιθανό χαμό του Μενέλαου. Στο τέλος της λέει ότι ο ίδιος ήρθε στην Αίγυπτο γιατί θέλει να συμβουλευτεί τη Θεονόη σχετικά με την εγκατάστασή του στα παράλια της Κύπρου, όπου τον στέλνει μια προφητεία του Απόλλωνα. Η Ελένη όμως τον προτρέπει να φύγει γιατί ο Θεοκλύμενος σκοτώνει τους Έλληνες. Πραγματικά ο Τεύκρος πείθεται. Η Ελένη, όταν μένει μόνη, θρηνεί για τα νέα που έμαθε.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (167-384): Στη σκηνή παρουσιάζεται ο Χορός που αποτελείται από Ελληνίδες δούλες। Η Ελένη τους διηγείται αυτά που έμαθε και τους λέει ότι θέλει να αυτοκτονήσει. Αυτές προσπαθούν να την μεταπείσουν και τη συμβουλεύουν να ρωτήσει τη Θεονόη για την τύχη του Μενέλαου. Η Ελένη δέχεται την πρόταση κι όλες μαζί φεύγουν για το παλάτι.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (385-514): Αποτελείται από τρεις σκηνές: Στην πρώτη (385-436) ο Μενέλαος μπαίνει στη σκηνή κουρασμένος και απελπισμένος. Η εμφάνισή του είναι αξιολύπητη. Στο μονόλογό του, μας διηγείται τα δεινοπαθήματά του. Μετά από πολύχρονες περιπλανήσεις στη θάλασσα, βυθίστηκε το πλοίο του κι έφτασε ναυαγός σ’ αυτή τη χώρα, χωρίς να ξέρει βέβαια που βρίσκεται. Σε μια σπηλιά της ακτής έχει αφήσει τους συντρόφους του και την Ελένη. Το κρύο, η πείνα και οι ταλαιπωρίες τους έχουν εξαντλήσει. Η ελπίδα να βρει κάποια βοήθεια για την επιστροφή του στην πατρίδα, τον οδήγησε σ’ αυτό το παλάτι.
Η δεύτερη σκηνή (437-482) αποτελείται από το διάλογο του Μενέλαου με μια γριά του παλατιού, που προσπαθεί να τον διώξει. Μάταια όμως. Ο Μενέλαος μένει και με τη συζήτηση συγκεντρώνει αρκετές πληροφορίες. Μαθαίνει ότι βρίσκεται στην Αίγυπτο, την οποία κυβερνά ο Θεοκλύμενος. Ξαφνιάζεται όμως όταν ακούει τη γριά να του λέει ότι στα ανάκτορα βρίσκεται από χρόνια η Ελένη. Η γριά φεύγει, αφού τον συμβουλεύει να απομακρυνθεί, γιατί ο Θεοκλύμενος σκοτώνει τους Έλληνες.
Ο Μενέλαος μένει μόνος και ο μονόλογός του αποτελεί την τρίτη σκηνή (483-514). Σ’ αυτόν εκφράζει την απορία του γι’ αυτά που έμαθε κι αποφασίζει να μείνει για να αντιμετωπίσει τον Θεοκλύμενο. Διαφορετικά, δεν υπάρχει ελπίδα να γυρίσει στην πατρίδα του.
ΕΠΙΠΑΡΟΔΟΣ (515-527): Ο Χορός μπαίνει πάλι στη σκηνή. Είναι χαρούμενος γιατί η Θεονόη τους είπε ότι ο Μενέλαος ζει.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (528-1106): Αποτελείται από πέντε σκηνές. Η πρώτη σκηνή (528-596) είναι ο διάλογος της Ελένης και του Μενέλαου. Η Ελένη παρουσιάζεται στη σκηνή. Μόλις όμως βλέπει τον Μενέλαο τρέχει έντρομη στον τάφο του Πρωτέα. Ο Μενέλαος την πλησιάζει και γίνεται η αναγνώριση. Παρόλο όμως που του ανιστορεί τις περιπέτειές της και του λέει ποια είναι η αλήθεια, αυτός δεν πιστεύει ότι έχει μπροστά του τη γυναίκα του.
Στη δεύτερη σκηνή (597-760) εμφανίζεται ένας Άγγελος και λέει στον Μενέλαο ότι η γυναίκα του, που είχε αφήσει στη σπηλιά με τους συντρόφους του, εξαφανίστηκε αφού πρώτα τους είπε ότι στην Τροία δεν είχε πάει η πραγματική Ελένη, που άδικα βρίζεται από Αχαιούς και Τρώες. Ο Μενέλαος καταλαβαίνει την αλήθεια και η χαρά των δύο συζύγων φτάνει στο αποκορύφωμά της. Στη συνέχεια, η Ελένη του διηγείται όλα τα δεινοπαθήματά της. Ο Άγγελος παίρνει μέρος στο διάλογο και τα βάζει με τα μαντεία και τη μαντική. Όταν αυτός φεύγει, ο Χορός επιδοκιμάζει τα λόγια του.
Στην τρίτη σκηνή (761-864) η Ελένη ζητάει από τον άντρα της να της διηγηθεί τις περιπέτειές του, αλλά εκείνος αρνείται γιατί δε θέλει να τις ξαναφέρει στη μνήμη του. Τότε όμως η Ελένη θυμάται τον Θεοκλύμρνο που θέλει να την παντρευτεί και που σκοτώνει τους Έλληνες. Γι’ αυτό συμβουλεύει το Μενέλαο να φύγει. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος, γιατί η Θεονόη με τις μαντικές της ικανότητες θα το μαρτυρήσει στον αδελφό της.
Ο Μενέλαος αρνείται να φύγει και τότε ορκίζονται κι οι δύο ότι θα πεθάνουν μαζί.
Στην τέταρτη σκηνή (865-1029) παρουσιάζεται η Θεονόη. Αποκαλεί τον Μενέλαο με το όνομά του και τον πληροφορεί για τις διαθέσεις των θεών απέναντί του. Η Αφροδίτη είναι εναντίον του, ενώ η Ήρα θέλει να τον βοηθήσει να γυρίσει στην πατρίδα του. Τώρα τα πάντα εξαρτώνται από τη Θεονόη. Αν αυτή πει την αλήθεια στον αδελφό της, ο Μενέλαος είναι χαμένος. Τότε η Ελένη πέφτει στα πόδια της προφήτισσας και τη θερμοπαρακαλεί να τους βοηθήσει. Η Θεονόη συγκινείται και φαίνεται να έχει διάθεση να τους παρασταθεί. Περιμένει όμως και τα λόγια του Μενέλαου. Αυτός κρατάει μια στάση που ταιριάζει σε ήρωα. Τα λόγια του, λόγια ενός γενναίου άντρα, πείθουν τη Θεονόη να τους συντρέξει. Η κόρη του Πρωτέα φεύγει.
Στην πέμπτη σκηνή (1030-1106) ο Μενέλαος και η Ελένη μένουν μόνοι και προσπαθούν να βρουν τρόπο για να φύγουν. Η γυναικεία πονηριά δίνει τη λύση. Θα παρουσιάσει στο Θεοκλύμενο τον Μενέλαο σαν έναν ξένο που της ανάγγειλε το θάνατο του άντρα της και θα ζητήσει μια χάρη: να της επιτρέψει να προσφέρει στον πεθαμένο τις τιμές που συνηθίζουν στην Ελλάδα. Θα του ζητήσει ένα πλοίο για να ανοιχτεί στα βαθιά για να ρίξει στη θάλασσα τα σάβανα του άντρα της και να του προσφέρει όλες τις τιμές που πρέπει. Αυτό το πλοίο όμως θα είναι η σωτηρία του Μενέλαου και της Ελένης. Με αυτό σκέπτονται να φύγουν για την Ελλάδα.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (1107-1164): Στην πρώτη στροφή (1107-1121) ο Χορός προσκαλεί το αηδόνι να τον συνοδεύσει στους θρήνους του για τους Τρώες. Στην αντιστροφή (1122-1136) ο Χορός θρηνεί τους Αχαιούς. Στη δεύτερη στροφή (1137-1150) ο Χορός επιτίθεται στους θεούς και στις παραξενιές τους, στο τέλος όμως αλλάζει στάση και απαγγέλλει ένα στίχο που μας ξαφνιάζει: «τα λόγια των θεών τα βρήκα αληθινά».
Στη δεύτερη αντιστροφή (1151-1164) ο Χορός τάσσεται ανεπιφύλακτα εναντίον του πολέμου και ονομάζει «άφρονες» αυτούς που λύνουν τις διαφορές τους με τα όπλα.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (1165-1300): Παρουσιάζεται ο Θεοκλύμενος γυρίζοντας από το κυνήγι. Πλησιάζοντας τον τάφο του πατέρα του δε βλέπει την Ελένη και φοβάται. Ξαφνικά όμως τη διακρίνει να έρχεται με πένθιμα ρούχα και κομμένα μαλλιά. Τη ρωτάει τι συμβαίνει κι αυτή, σύμφωνα με το σχέδιό της, του λέει ότι ο ξένος που κάθεται κοντά στον τάφο (δηλαδή ο Μενέλαος) της ανάγγειλε το θάνατο του άντρα της. Προσθέτει ότι τώρα πια είναι ελεύθερη να τον παντρευτεί. Πρώτα όμως θέλει να της κάνει μια χάρη: να της δώσει ένα πλοίο για να προσφέρει τις τιμές που πρέπει στο Μενέλαο που έχει πνιγεί στη θάλασσα. Ο Θεοκλύμενος δέχεται και αναθέται στον ξένο να κυβερνήσει το καράβι. Και οι τρεις φεύγουν από τη σκηνή για να μπουν στο παλάτι.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (1301-1368): Ο Χορός αναφέρεται στο μύθο της Δήμητρας και της κόρης της. Στη δεύτερη όμως αντιστροφή (1353-1368) απευθύνεται στην Ελένη και της λέει ότι ίσως κάποια δική της ασέβεια απέναντι στη θεά είναι η αιτία των δεινοπαθημάτων της.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1369-1450): Η Ελένη παρουσιάζεται στη σκηνή ευχαριστημένη, γιατί πλησιάζει η ώρα που τα όνειρά της θα πραγματοποιηθούν. Την ακολουθεί ο Θεοκλύμενος συνοδευόμενος από τους υπηρέτες του, τους οποίους διατάζει να ετοιμάσουν ό,τι πρέπει για τις προσφορές στο νεκρό Μενέλαο. Διστάζει όμως να επιτρέψει στην Ελένη να μπει στο καράβι. Φοβάται μήπως από τη λύπη της πνιγεί. Εκείνη όμως τελικά κατορθώνει να τον πείσει ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος και να της επιτρέψει να προσφέρει η ίδια τις τιμές στον άντρα της. Ο Θεοκλύμενος φεύγει. Στη σκηνή μένει ο Μενέλαος και η Ελένη που παρακαλούν τους θεούς να τους βοηθήσουν.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1451-1511): Στην πρώτη στροφή (1451-1464) ο Χορός αναφέρεται στο πλοίο που θα οδηγήσει το ζευγάρι στην πατρίδα . Στην πρώτη αντιστροφή (1465-1478) ο Χορός απευθύνεται στην Ελένη και λέει τις χαρές που θα βρει όταν φτάσει στη Σπάρτη, όπου την περιμένει η κόρη της . Στη δεύτερη στροφή (1479-1494) διατάζει τα πουλιά της Λιβύης να διαλαλήσουν στον κόσμο ότι ο Μενέλαος ζει και γυρίζει στο σπίτι । Στη δεύτερη αντιστροφή (1495-1511) απευθύνεται στους Διόσκουρους, στα αδέλφια της Ελένης, και τους προτρέπει πρώτα να βοηθήσουν την αδελφή τους στο ταξίδι και ύστερα να προσπαθήσουν να ξεπλύνουν την κακή φήμη

ΕΞΟΔΟΣ (1512-1692): Στη σκηνή μπαίνει τρέχοντας ένας Άγγελος που πληροφορεί το Θεοκλύμενο ότι ο Μενέλαος με μερικούς συντρόφους του πέταξαν στη θάλασσα τους Αιγύπτιους κωπηλάτες που συνόδευαν το καράβι. Τώρα πια ο Μενέλαος και η Ελένη ταξιδεύουν για την πατρίδα τους. Ο βασιλιάς όταν τα ακούει, εξοργίζεται με την αδελφή του που δεν του είπε την αλήθεια και είναι έτοιμος να τη σκοτώσει. Ένας υπηρέτης όμως της Θεονόης τον εμποδίζει. Τη στιγμή αυτή μπαίνουν οι Διόσκουροι και προσπαθούν να κατευνάσουν το Θεοκλύμενο, λέγοντάς του ότι έγινε ό,τι ήταν γραφτό. Στο τέλος, εύχονται στην αδελφή τους καλό ταξίδι, της υπόσχονται ότι θα την προστατεύουν από ψηλά και ότι, όταν πεθάνει, θα γίνει κι αυτή θεά, ενώ ο Μενέλαος θα πάει στα νησιά των Μακάρων. Ο Θεοκλύμενος πείθεται και επαινεί την Ελένη για την τιμιότητά της.

[1] Στον Όμηρο ο Πρωτέας παρουσιάζεται σαν ένας γέρος της θάλασσας με μαντικές ικανότητες, ενώ στον Ευριπίδη και στον Ηρόδοτο (Β' 112-120) είναι βασιλιάς της Αιγύπτου. Η Ειδοθέη του Ομήρου λέγεται Θεονόη απ’ τον Ευριπίδη.
[2] Για τους γονείς της Ελένης η αρχαιότητα μας παραδίδει τα παρακάτω: Ο Όμηρος λέει ότι πατέρας της ήταν ο Δίας και ότι είχε την ίδια μητέρα με τον Πολυδεύκη και τον Κάστορα. Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος μας πληροφορεί ότι η Λήδα ήρθε την ίδια νύχτα σ’ επαφή με τον Δία και με τον Τυνδάρεω. Από τον πρώτο γέννησε τον Πολυδεύκη και την Ελένη, ενώ από τον Τυνδάρεω τον Κάστορα.
[3] Ερμαί: Τετράγωνες στήλες με το κεφάλι του Ερμή. Αυτές βρίσκονταν μπρος στα σπίτια και στα ιερά και χρησίμευαν σαν οδοδείχτες.

24/9/10

Εισαγωγή στον «Ρήσο» του Ευριπίδη

Το υλικό της τραγωδίας «Ρήσος» προέρχεται κατευθείαν από την Ιλιάδα σχεδόν ατόφιο, με ελάχιστες αλλαγές στο βασικό του πυρήνα και εμπλουτισμένο βέβαια σύμφωνα με το μέτρο που συνήθως η δραματική τέχνη πλουτίζει τα θέματα της μυθολογίας ή της επικής παράδοσης, όταν τα διαχειρίζεται ως υποθέσεις δραμάτων.
Τα γεγονότα του «Ρήσου» περιέχονται στη ραψωδία Κ και είναι γνωστά με τον τίτλο «Δολώνεια».
Μετά την οργή του Αχιλλέα και την αποχή του από τη μάχη, οι Τρώες νικούν τους Έλληνες, έχουν στρατοπεδεύσει έξω στην πεδιάδα και γενικά τους έχουν φέρει σε δύσκολη θέση. Μια νύχτα οι Αχαιοί σε σύντομη σύσκεψη αποφασίζουν να στείλουν τον Οδυσσέα με το Διομήδη να κατασκοπεύσουν τους εχθρούς. Εκείνη τη νύχτα κι ο Έκτορας για τον ίδιο σκοπό στέλνει στο ελληνικό στρατόπεδο το Δόλωνα, που όμως αιχμαλωτίζεται από το Διομήδη και τον Οδυσσέα κι ανακρίνεται. Τους πληροφορεί ότι έχει φτάσει σύμμαχος της Τροίας, ο Θρακιώτης βασιλιάς Ρήσος. Μαθαίνοντας αυτοί όσα ήθελαν, σκοτώνουν τον Δόλωνα, κατορθώνουν να εισχωρήσουν στις τρωικές θέσεις, σκοτώνουν τον Ρήσο και δώδεκα δικούς του, παίρνουν τα θαυμάσια λευκά άλογά του και γυρίζουν πίσω σώοι και αβλαβείς.
Αυτά τα περιστατικά της Ιλιάδας αποτελούν τον πυρήνα της τραγωδίας που εξετάζουμε.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ
Στα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη συγκαταλέγεται και ο «Ρήσος», που γι’ αυτόν διατυπώθηκαν αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, αν πραγματικά είναι δημιούργημα του μεγάλου τραγικού ή μεταγενέστερη μίμηση. Οι αμφιβολίες αυτές ξεκινούν από μια αρχαία μαρτυρία και στη νεώτερη εποχή έχουμε απόψεις και γνώμες που με επιχειρήματα υποστηρίζουν ότι το έργο δεν είναι αυθεντικό. Παράλληλα όμως υπάρχουν και εργασίες της νεότατης φιλολογικής επιστήμης ή ακόμα στοιχεία και ενδείξεις, οι οποίες αποδεικνύουν αντίθετα τη γνησιότητα του έργου.
Παραθέτουμε συνοπτικά την υπέρ και κατά της γνησιότητας σχετική επιχειρηματολογία που αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της τεχνικής, της μετρικής κλπ., όσο και σ’ εκείνα του ύφους, των χαρακτήρων και της δομής του έργου.
Κανένας αρχαίος συγγραφέας ή γραμματικός δεν υπαινίσσεται πουθενά ότι ο «Ρήσος» είναι νόθος. Η μοναδική πληροφορία που εκφράζει αμφιβολίες για τη γνησιότητά του, είναι εκείνη που διασώθηκε στην πρώτη από τις δύο «Υποθέσεις» της τραγωδίας: «Τούτο το δράμα ένιοι νόθον υπενόησαν ως ουκ ον Ευριπίδου, τον γαρ Σοφόκλειον υποφαίνει χαρακτήρα».
Στη νεώτερη φιλολογία διάφοροι μελετητές του θέματος αρνούνται τη γνησιότητα, αντλώντας τα επιχειρήματά τους από τα στοιχεία που παρέχει το ίδιο το κείμενο.
Έτσι οι ελάχιστοι γνωμοδοτικοί στίχοι που υπάρχουν, η ασυνήθιστη για τον Ευριπίδη μετρική μορφή του προλόγου, οι δύο από μηχανής θεοί, η έλλειψη έντασης και η επεισοδιακή παράθεση των περιστατικών του δράματος, το γεγονός ότι το έργο αρχίζει και τελειώνει νύχτα, είναι τα κυριότερα σημεία που στήριξαν αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα.
Απέναντι σε όλα αυτά μπορούμε να αντιπαραθέσουμε τα εξής:[1]
Υπάρχουν τρία σημεία στον Αριστοφάνη που μας οδηγούν στη βεβαιότητα σχεδόν, ότι ο κωμικός ποιητής γνωρίζει τον «Ρήσο» σαν έργο του Ευριπίδη και παρωδεί στίχους του κατά τη γνωστή του συνήθεια που έχει κυρίως στόχο τον μεγάλο τραγικό. Τα σημεία αυτά είναι τα παρακάτω:
Στους «Αχαρνείς», ο Χορός πέφτοντας πάνω στον Δικαιόπολη κραυγάζει: «Αυτός ο ίδιος είναι, αυτός. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπα, βάρα του, βάρα του τον βρωμερό» (στ. 280 κε.). Οι στίχοι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν σαν παρωδία εκείνων του «Ρήσου», όταν ο Χορός των Τρώων κυνηγάει τον Οδυσσέα φωνάζοντας: «Εε, εε. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπησέ (τον). Σκότωσε, σκότωσέ (τον). Ποιος είναι ο άντρας;» (στ. 675 κε.).
Στους «Αχαρνείς» επίσης ο στίχος όπου ο Λάμαχος έχει γυρίσει στη σκηνή και θρηνολογεί: «…Ω μαύρη συμφορά μου!» (στ.1203), παρωδεί προφανώς ανάλογο στίχο του Ηνίοχου στο «Ρήσο», όταν αυτός πληγωμένος θρηνεί το φόνο του αρχηγού του: «…βαριά συμφορά των Θρακών» (στ. 731).
Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και με μεγαλύτερη βεβαιότητα για τον στίχο 840 των Βατράχων: «Αληθινά, παιδί θεάς του χωραφιού», που παρωδεί στο δεύτερο ημιστίχιο τον 974 στίχο του «Ρήσου»: «…τη θαλασσινή θεά».
Το ότι πρόκειται για παρωδία ευριπίδειου στίχου το βεβαιώνει κατηγορηματικά και ο Σχολιαστής: «Είρηται δ’ ο στίχος παρά τα Ευριπίδου, άληθες, ω παι της αρουραίας θεού».
Κάποιοι ανώνυμοι αρχαίοι κριτικοί αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα το έργου και η αμφιβολία τους αυτή αιτιολογείται με το Σοφόκλειο χαρακτήρα του δράματος. Αυτό μπορεί ίσως να αποδοθεί σε δύο κυρίως χαρακτηριστικά της τραγωδίας. Το πρώτο είναι η έλλειψη του πάθους, όπως τουλάχιστον το βρίσκουμε στη «Μήδεια», τον «Ιππόλυτο», την «Εκάβη». Το δεύτερο οφείλεται στο γεγονός ότι η υπόθεση του «Ρήσου» είναι πιστή σχεδόν αντιγραφή των περιστατικών της «Δολώνειας» της Ιλιάδας. Είναι γνωστό ότι ο Ευριπίδης, αντίθετα από τον Σοφοκλή, διασκεύαζε ελεύθερα το επικό υλικό ή τους μύθους που χρησιμοποιούσε στα δράματά του και μια τέτοια πιστότητα φαίνεται ξένη στη θεατρική τεχνική του. Αν ληφθεί όμως υπόψη ότι το έργο γράφτηκε από τον ποιητή σε μια ηλικία που οπωσδήποτε ήταν ακόμα νέος (η πληροφορία αυτή παρέχεται από τον Κράτη), τότε ο Σοφόκλειος χαρακτήρας δικαιολογείται ως νόμιμη επίδραση της τεχνοτροπίας ενός μεγαλύτερου προκατόχου στο νεώτερο, που ακόμα δεν έχει διαμορφώσει οριστικά τη μορφή της τέχνης του.
Στην ίδια «Υπόθεση» έχουμε επίσης τη μαρτυρία ότι: «Εν μέντοι ταις διδασκαλίαις ως γνήσιον αναγέγραπται…». «Διδασκαλίες» ήταν οι κατάλογοι στους οποίους η πόλη καταχωρούσε τα ονόματα όσων λάβαιναν μέρος κάθε χρόνο σε δραματικούς αγώνες, τους νικητές, τους νικημένους, τα δράματά τους και τα σχετικά. Τέτοιους έγραψαν ο Αριστοτέλης, ο Καλλίμαχος, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και άλλοι. Κανένας όμως δεν προβάλλει ούτε την παραμικρή αμφιβολία για τη γνησιότητα του έργου.
Εξάλλου στον «Βίο» του Ευριπίδη αναφέρονται ως νόθες μόνο οι τραγωδίες «Τέννης», «Ροδάμανθυς», «Πειρίθους».
Η εξονυχιστική έρευνα, σύγκριση και παραβολή που κάνει ο Ritchie στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη και στη μετρική του «Ρήσου» και των άλλων τραγωδιών είναι αποκαλυπτική. Αναγνωρίζουμε τη χαρακτηριστική τεχνική του Ευριπίδη, αδιαμόρφωτη κάπως, αλλά οπωσδήποτε αυθεντική.
Τελικό συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι τα εξωτερικά στοιχεία και οι σχετικές γνώμες ή μαρτυρίες δεν μπορούν να στηρίξουν μια ισχυρή άποψη που να αρνείται πειστικά τη γνησιότητα του έργου.
Εξετάζοντας τώρα τη δραματουργική υφή του «Ρήσου», το ήθος, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, καταλήγουμε σε μερικά ενδεικτικά συμπεράσματα.
Η ζωηρή σκηνή του προλόγου όπου οι φρουροί ανήσυχοι και τρομαγμένοι ξυπνούν τον Έκτορα και του αναγγέλλουν τα νέα, δίνεται με γοργότητα και ρεαλισμό, δημιουργώντας μέσα σε λίγους στίχους ολοζώντανη την ατμόσφαιρα του αναστατωμένου νυχτερινού στρατοπέδου.
Η επεξεργασία των χαρακτήρων, ιδιαίτερα των ομηρικών προσώπων, δεν ξεφεύγει από τα δεδομένα της Ιλιάδας, με μόνη εξαίρεση ίσως τον Αινεία που παρουσιάζεται κάπως πιο στοχαστής από ό,τι στο έπος, σε αντίθεση με την ασύνετη ορμητικότητα του Έκτορα. Ο Ρήσος, ο βάρβαρος Θρακιώτης αρχηγός, είναι γεμάτος κομπαστική βεβαιότητα για τη νίκη του, ένα ήθος, θα μπορούσαμε να πούμε, ανάλογο με τη βαρβαρική του καταγωγή. Ο αγώνας «λόγων» που γίνεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Έκτορα, όχι τόσο «ρητορικός» όπως σε άλλες τραγωδίες του ίδιου, ανήκει στη γνώριμη ευριπίδεια τεχνική.
Η «αγγελική ρήση» του βοσκού αλλά και το μέρος του Ηνίοχου έχουν αδρότητα και δύναμη υποβολής καθόλου τυχαίες.
Τα χορικά εξάλλου, κυρίως το Γ' Στάσιμο, το τραγούδι της βάρδιας, στέκεται άνετα δίπλα στα καλύτερα λυρικά κομμάτια του ποιητή.
Τέλος οι δύο από μηχανής θεοί, η Αθηνά και η Μούσα, που εξυπηρετούν τη θεατρική οικονομία, αποτελούν πρόσθετο στοιχείο γνησιότητας, αφού η χρήση του από μηχανής θεού είναι χαρακτηριστική και συνηθισμένη στον Ευριπίδη.

Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Από την πληροφορία που μας δίνουν τα σχόλια των στίχων 527-531: «Κράτης αγνοείν φησί τον Ευριπίδην την περί τα μετάρσια θεωρίαν δια το νέον έτι είναι ότε τον Ρήσον εδίδασκε», και σύμφωνα με μια συνηθισμένη τάση των μελετητών να ανακαλύπτουν ιστορικούς υπαινιγμούς στα δράματα του Ευριπίδη, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι το έργο μπορεί να διδάχτηκε γύρω στα 453, όταν χτίστηκε η Αμφίπολη, πόλη που ανήκει στην πατρίδα του Ρήσου. Τότε ο μεγάλος τραγικός ήταν σχετικά νέος.
Πάντως η τραγωδία πρέπει να γράφτηκε στην πρώτη συγγραφική περίοδο του ποιητή, όπως υποθέτει ο Ritchie, δηλαδή ανάμεσα στο 455 και στο 440.

Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ «ΡΗΣΟΥ» ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Ένα ακόμα επιχείρημα ότι ο «Ρήσος» είναι νόθο δημιούργημα του Ευριπίδη υπήρξε, όπως είπαν, και η έλλειψη τραγικότητας της βασικής ιδέας που αναπτύσσει. Νομίζουμε όμως ότι το τραγικό στοιχείο βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα του «Ρήσου», δηλαδή στην ύβρη που προκαλεί η αλαζονεία και στον τρόπο που κορυφώνεται.
Αυτής της αλαζονείας λοιπόν έχουμε τρεις διαδοχικές διαβαθμίσεις, που από πρόσωπο σε πρόσωπο αυξάνουν φτάνοντας σε μια εσωτερική κορύφωση για να δώσουν αμέσως τη θέση τους στην αντίδραση της «θεϊκής αρμονίας και του μέτρου», στο φόνο δηλαδή του Ρήσου.
Την πρώτη διαβάθμιση αποτελεί ο μονόλογος του Έκτορα (στιχ.56 κε.), όπου με κομπασμό ασυνήθιστο παραπονιέται γιατί νύχτωσε και η νικηφόρα ορμή του σταμάτησε αναγκαστικά.
Η δεύτερη διαβάθμιση είναι οι μεγαλαυχίες του Δόλωνα (στιχ.214-224) καθώς αυτός ξεκινάει για να κατασκοπεύσει τους Έλληνες. Η σιγουριά που δείχνει για την επιτυχία του είναι συγχρόνως υβριστική και παράλογη.
Η τρίτη διαβάθμιση αρχίζει, κορυφώνεται και τελειώνει στο μέρος του Ρήσου (στιχ.443-517). Εδώ ο Θρακιώτης αρχηγός κομπάζει μ’ έναν τέτοιο προκλητικό και κουφό τρόπο, που κι αυτός ο αλαζονικός Έκτορας, από αντίδραση ή δεισιδαίμονα φόβο, δείχνεται ρεαλιστής και μετριοπαθής. Σαν αντίρροπη δύναμη στην αυξανόμενη υπερβολή που πάνω από κάθε μέτρο διασαλεύει την τάξη του κόσμου, επέρχεται η τιμωρία με την εκμηδένιση του ενόχου. Ο υβριστής Ρήσος σκοτώνεται, έτσι τιμωρείται κι ο αλαζονικός Έκτορας και οι ενδόμυχες ίσως ελπίδες του, για μια τελειωτική νίκη πάνω στους Έλληνες, αφανίζονται.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πρόλογος – Πάροδος του Χορού (στ. 1-51): Ο Χορός που τον αποτελούν Τρώες φρουροί μπαίνει βιαστικά από την πάροδο ανήσυχος και ταραγμένος. Ξυπνά τον κοιμισμένο Έκτορα και του αναγγέλλει ότι οι εχθροί έχουν ανάψει παντού φωτιές στους ναύσταθμους. Αυτό το φεγγοβόλημα πρέπει να σημαίνει κάτι σημαντικό. Γι’ αυτό χρειάζεται γρήγορα να ετοιμαστούν οι Τρώες για μάχη.
Επεισόδιο Α' (στ. 52-223): Ο Έκτορας παραπονιέται για την κακή του τύχη, που τέλειωσε γρήγορα το φως της μέρας και τον ανάγκασε να σταματήσει τη νικηφόρα προέλασή του. Κατηγορεί ακόμα και τους οιωνοσκόπους του που τον συμβούλευσαν να περιμένει. Βέβαιος τώρα ότι οι Έλληνες σκοπεύουν να φύγουν κρυφά για την πατρίδα τους μες στη νύχτα, αποφασίζει να τους επιτεθεί αμέσως. Στο μεταξύ έρχεται ο Αινείας και ρωτάει ανήσυχος τι συμβαίνει. Μαθαίνοντας τους σκοπούς του Έκτορα, με συνετές συμβουλές τον αποτρέπει από το παράτολμο κι επικίνδυνο σχέδιό του της νυχτερινής επίθεσης και τον συμβουλεύει να στείλει κατάσκοπο κοντά στα καράβια των Ελλήνων και ανάλογα με τις πληροφορίες που αυτός θα του φέρει, να πράξει. Πράγματι εκείνος δέχεται τις υποδείξεις του Αινεία και ζητάει κάποιον εθελοντή. Την αποστολή κατασκοπείας αναλαμβάνει ο Δόλων. Σαν ανταμοιβή πετυχαίνει να του υποσχεθεί ο αρχηγός του τα θαυμαστά και αθάνατα άλογα του Αχιλλέα. Εξηγεί μετά στο Χορό το τέχνασμα που θα μεταχειριστεί. Θα ρίξει πάνω του ένα τομάρι λύκου κι έτσι πιο εύκολα θα εισχωρήσει στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Γεμάτος πεποίθηση για την επιτυχία του φεύγει.
Στάσιμο Α' (στ. 224-263): Ο Χορός στην πρώτη στροφή επικαλείται τη βοήθεια του θεού Απόλλωνα που είναι προστάτης της Τροίας. Τον παρακαλεί να οδηγήσει και να σώσει τον Δόλωνα. Στην πρώτη αντιστροφή και στη δεύτερη στροφή εύχεται την επιτυχία της αποστολής του κατασκόπου και υμνεί την πολύτιμη ανταμοιβή του, τα άλογα του Αχιλλέα. Θαυμάζει το μεγάλο του θάρρος και τον πατριωτισμό του. Στη δεύτερη αντιστροφή τον φαντάζεται να μπαίνει στο στρατόπεδο των Αχαιών και να θριαμβεύει.
Επεισόδιο Β' (στ. 262-341): Καθώς τελειώνει ο Χορός το τραγούδι του φτάνει στη σκηνή κάποιος βοσκός που αναγγέλλει στον Έκτορα ότι έρχεται ένας τρανός σύμμαχος. Ο γιος του Στρυμόνα, βασιλιάς των Θρακών Ρήσος. Εξιστορεί με απλοϊκό θαυμασμό τη μεγαλοπρέπειά του και τον αναρίθμητο στρατό που φέρνει. Ο Έκτορας περιφρονητικά εκφράζει τη σκέψη ότι ο Ρήσος είτε από αδιαφορία είτε από υστεροβουλία έρχεται καθυστερημένα, μόνο και μόνο για να μοιραστεί μαζί με τους Τρώες τα λάφυρα της νίκης, χωρίς όμως να πολεμήσει μαζί τους από την αρχή του πολέμου. Γι’ αυτό σκέφτεται να τον δεχθεί ψυχρά και να αρνηθεί τη βοήθειά του. Μεταπείθεται όμως από το Χορό και το βοσκό.
Στάσιμο Β' (στ. 342-388): Στην πρώτη στροφή και αντιστροφή ο Χορός εκφράζει πολύ μεγάλο θαυμασμό κι εμπιστοσύνη στη δύναμη του Ρήσου που τον βλέπει σαν ελευθερωτή. Στη δεύτερη στροφή και αντιστροφή, βέβαιος για τον οριστικό λυτρωμό της Τροίας, αποτέλεσμα της βοήθειας του Θρακιώτη αρχηγού, φαντάζεται τους χορούς και τις γιορτές που θα ακολουθήσουν, όταν οι Έλληνες κυνηγημένοι θα φεύγουν για την Ελλάδα. Στην επωδό που μπορεί να θεωρηθεί και υπόρχημα, καθώς μπαίνει μεγαλοπρεπής και φανταχτερός ο Ρήσος με τη συνοδεία του, ο Χορός θαυμάζει την κορμοστασιά του και τα λαμπερά όπλα, παρομοιάζοντάς τον με θεό που έρχεται να ανακουφίσει την Τροία.
Επεισόδιο Γ' (στ. 389-526): Ο Ρήσος χαιρετά τον Έκτορα φιλικά και του λέει για το σκοπό που ήρθε. Ο Έκτορας τον κατηγορεί για αχαριστία και αδιαφορία που φτάνει τα όρια της προδοσίας. Ο Θρακιώτης αρχηγός, δίκαια οργισμένος, του εξηγεί την αιτία της μεγάλης του αργοπορίας. Πολεμούσε με τους Σκύθες, και με αλαζονική αυτοπεποίθηση τον βεβαιώνει ότι μέσα σε μια μέρα αυτός θα πετύχει όσα δεν μπόρεσαν οι Τρώες σε δέκα χρόνια. Θα εξολοθρεύσει τους Έλληνες. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θέλει να πολεμήσει μοναχός με το στρατό του κι αφού τους νικήσει, να μεταφέρει τον πόλεμο και στην Ελλάδα. Κατηγορεί τον Έκτορα για έλλειψη αντιδράσεων όταν αυτός εκφράζει τη γνώμη ότι θα είναι πολύ ικανοποιημένος, αν ο πόλεμος τελειώσει. Ο αρχηγός των Τρώων του λέει έπειτα το σύνθημα και τον οδηγεί στο μέρος, όπου τελικά θα κατασκηνώσει με το θρακικό στράτευμά του.
Στάσιμο Γ' (στ. 527-564): Στη στροφή ο Χορός κοιτάζει το νυχτερινό ουρανό και βλέποντας ότι πέρασε πια η ώρα της δικής του σκοπιάς, αναρωτιέται ποιοι θα φρουρήσουν ύστερα από αυτόν. Είναι η σειρά των Λυκίων που έχουν την πέμπτη βάρδια. Στην Αντιστροφή ακούει το μακρινό λάλημα του αηδονιού που κελαηδεί στις όχθες του ποταμού Σιμόεντα, ακούει τις φλογέρες των βοσκών καθώς αυλίζουν στο βουνό της Ίδης τα κοπάδια τους. Ο ύπνος αγγίζει τα βλέφαρα των φρουρών και κουρασμένοι φεύγουν για να ξυπνήσουν τους αντικαταστάτες τους.
Επεισόδιο Δ' (στ. 565-691): Στην άδεια σκηνή μπαίνουν με προφύλαξη ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Βαστούν τα λάφυρα που πήραν από το Δόλωνα: Τα όπλα του και το λυκοτόμαρο. Πλησιάζουν προσεκτικά τη σκηνή του Έκτορα. Σκοπός της επιδρομής τους είναι να τον σκοτώσουν. Καθώς δεν τον βρίσκουν, απογοητεύονται και ετοιμάζονται να γυρίσουν πίσω παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Διομήδη που θέλει να σκοτώσει τον Αινεία ή τον Πάρη. Τότε αμφανίζεται η Αθηνά και τους πληροφορεί για την άφιξη του Ρήσου και για το θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν οι Έλληνες, αν αυτός ζήσει ως την άλλη μέρα και πολεμήσει εναντίον τους. Τους παρακινεί και τους οδηγεί να τον σκοτώσουν και να κλέψουν τα άλογά του. Μόλις αυτοί φεύγουν, φτάνει τρέχοντας ο Πάρις να ειδοποιήσει τον αδελφό του Έκτορα ότι στο στρατόπεδο έχουν εισχωρήσει κατάσκοποι των εχθρών. Η Αθηνά παίρνοντας τη μορφή και την ομιλία της Αφροδίτης τον εξαπατά καθησυχάζοντάς τον. Ο Πάρις φεύγει ήσυχος. Πριν αποχωρήσει η θεά με δυνατή φωνή φωνάζει στον Οδυσσέα και τον Διομήδη να βιαστούν, γιατί οι φρουροί τους αντιλήφθηκαν και τρέχουν καταπάνω τους.
Επιπάροδος (στ. 692-827): Μπαίνει ο Χορός κυνηγώντας τον Οδυσσέα που τον περικυκλώνει και είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Αυτός λέει το σύνθημα και, προσποιούμενος ότι ακολουθεί τα ίχνη των δολοφόνων του Ρήσου, ξεγλιστρά και φεύγει. Στη στροφή κι αντιστροφή που ακολουθούν, οι φύλακες συνειδητοποιούν σιγά – σιγά ότι αυτός που έφυγε ήταν ίσως ο Οδυσσέας. Τους κυριεύει φόβος γιατί πιστεύουν ότι ο Έκτορας θα τους θεωρήσει σαν μοναδικούς υπεύθυνους του κακού που έγινε.
Επεισόδιο Ε' (στ. 828-881): Ενώ ο Χορός κάνει όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις, ακούγεται θρήνος και σε λίγο μπαίνει στη σκηνή ο πληγωμένος Ηνίοχος του Ρήσου που εξιστορεί τα γεγονότα του φόνου του αρχηγού του και κάνει υπαινιγμό πως όλα αυτά είναι έργα φίλων κι όχι εχθρών. Οι φρουροί προσπαθούν να τον παρηγορήσουν. Έρχεται οργισμένος ο Έκτορας και τους απειλεί με πολύ σκληρή τιμωρία, γιατί εξαιτίας τους έγινε ό,τι έγινε. Έντρομοι αυτοί τον βεβαιώνουν ότι έμειναν ξάγρυπνοι και προσεκτικοί. Ο λαβωμένος Ηνίοχος παρεμβαίνει και κατηγορεί με επιχειρήματα τον Έκτορα σαν αυτουργό του φόνου, επειδή ήθελε να αποκτήσει τα άλογα του Ρήσου. Εκείνος αντικρούει την κατηγορία κι αρχίζει να υποθέτει σχεδόν με βεβαιότητα μήπως δράστης αυτών ήταν ο Οδυσσέας. Ο Ηνίοχος δεν παραδέχεται την άποψη αυτή κι εύχεται να πέθαινε στην πατρίδα του. Τέλος πείθεται να τον μεταφέρουν στην Τροία, όπου θα του περιποιηθούν το τραύμα. Ακόλουθοι του Έκτορα τον παίρνουν και φεύγουν.
Έξοδος (στ.889-995): Καθώς ο Χορός θλιμμένος απορεί για την κακή τροπή των πραγμάτων, εμφανίζεται από ψηλά η Μούσα κρατώντας το σκοτωμένο γιο της. Πληροφορεί τους έκπληκτους Τρώες ποια είναι, θρηνεί το παιδί της, και καταριέται τον Οδυσσέα και τον Διομήδη που τον σκότωσαν και την Ελένη, την αφορμή του χαμού του. Έπειτα εξιστορεί πώς γεννήθηκε, πώς ανατράφηκε και μεγάλωσε ο Ρήσος. Ο Έκτορας εκφράζει τη λύπη του και προθυμοποιείται να θάψει τιμητικά τον Θρακιώτη αρχηγό. Η Μούσα όμως προλέγει τη μεταμόρφωση του Ρήσου σε άνθρωπο-δαίμονα, σε πνεύμα αγαθό του Παγγαίου και προφητεύει το θάνατο του Αχιλλέα. Τέλος, θρηνώντας για τις συμφορές που φέρνει ο θάνατος των παιδιών στους γονείς, αποσύρεται. Ο Έκτορας δίνει εντολή στο Χορό να ειδοποιήσει τους Τρώες να ετοιμαστούν για επίθεση. Κι ο Χορός φεύγει με την ευχή ο θεός να τους χαρίσει τη νίκη μαζί με το φως της ημέρας που έρχεται.

[1] Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του William Ritchie, «The authenticity of the Rhesus of Euripides» - Cambridge University Press 1964.

Εισαγωγή στον «Ίωνα» του Ευριπίδη

Η τραγωδία «Ίων» έχει να παρουσιάσει, εκτός από το γενικότερο καλλιτεχνικό της ενδιαφέρον, έμμεση εσωτερική σχέση με το θέμα της καταγωγής των Ελλήνων, που κατά τη μυθολογία, θεωρούνται γενάρχες των Ιώνων και τελικά ταυτίζονται με κείνους.
Είναι φανερή στο έργο η προσπάθεια του ποιητή να εμφανίσει την Ιωνική φυλή σαν την πιο ένδοξη και πιο καθαρή απ’ όλες τις γνωστές φυλές της αρχαιότητας, αποδίδοντας τη γέννηση της στον ίδιο το θεό Απόλλωνα.
Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, η όλη πλοκή του μύθου στον «Ίωνα» ερμηνεύεται περισσότερο σαν εκδήλωση σοβινιστικών τάσεων του ποιητή, παρά σαν προϊόν καλλιτεχνικής έμπνευσης. Ο Ευριπίδης, δηλαδή, διάλεξε αυτόν τον όχι και τόσο πρωτότυπο τρόπο για να διατρανώσει τα πατριωτικά του συναισθήματα, κυρίως όμως για να δικαιώσει την όλη πολιτική των Αθηναίων, που διεκδικούσαν την κυριαρχία πάνω στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ
Η ονομασία «Ίωνες» είναι προσωνυμία ενός πανάρχαιου λαού και θεωρείται μέχρι σήμερα ταυτόσημη προς το «Έλληνες». Την προσωνυμία αυτή την πήραν πρώτοι, ανάμεσα στους αρχαίους λαούς, οι Αθηναίοι. Ο Όμηρος (Ν 685) με τον όρο «Ίωνες» εννοεί τους Αθηναίους.
Από πού όμως και πότε μπαίνει στον ελληνικό χώρο το όνομα αυτό, για το οποίο οι Αθηναίοι δείχνουν έναν καταπληκτικό ζήλο να το οικειοποιηθούν πρώτοι;
Το μόνο που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε είναι ότι δεν πρόκειται για κάποια ξενική φυλή, η οποία, άγνωστο πότε, κατέκλυσε τα ελληνικά εδάφη, για τον πολύ απλό λόγο ότι καμιά ελληνική φυλή, και ιδίως οι Αθηναίοι που υπερηφανεύονταν ότι ήταν αυτόχθονες, δεν θα δεχόταν να οικειοποιηθεί ξένο όνομα και μάλιστα με τόσο ενθουσιασμό. Πολύ πιθανόν λοιπόν να πρόκειται για πανάρχαια ελληνικά φύλα, τα οποία αφού περιπλανήθηκαν μακριά από τη χώρα τους για διάφορους λόγους (εμπόριο, μισθοφορικός στρατός κλπ.) επανέρχονται στα πάτρια εδάφη που ποτέ δεν ξέχασαν.
Την παραπάνω γνώμη έρχεται να ενισχύσει μια σημαντική πληροφορία, την οποία όμως κανένας από τους Έλληνες συγγραφείς δεν μνημονεύει. Έτσι λοιπόν από την Παλαιά Διαθήκη μαθαίνουμε την ύπαρξη ελληνικής περιοχής ή πόλης στη χώρα των Σαβαίων, τη σημερινή Υεμένη. Συγκεκριμένα, ο Ιεζεκιήλ (27:19) αναφέρει ότι υπήρχε τόπος και λαός με το όνομα YAVAN, όνομα που η Βουλγάτα (η λατινική μετάφραση της Βίβλου) μεταφράζει Graecia, δηλαδή Ελλάδα. Η μετάφραση του Βάμβα από το ίδιο κείμενο μεταγράφει απλώς το όνομα σε Ιαυάν, που σημαίνει Ίωνες και γενικότερα Έλληνες.
Την ερμηνεία της Βουλγάτας παραδέχονται οι περισσότεροι κριτικοί. Για τους Σταντ και Ντέλιτς, το Ιαυάν της Ευδαίμονος Αραβίας σημαίνει Ελλάς και ήταν τόπος που τον κατοικούσαν Έλληνες. Το ίδιο δέχεται και ο Τουχ, που εκφράζει τη γνώμη ότι πρόκειται για αποικία Ελλήνων εμπόρων εγκατεστημένων στη χώρα των Σαβαίων. Εκτός από αυτά, υπάρχουν και άλλα στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν την ταυτότητα. Ο Πλίνιος (Φ. Ιστ. 6, 159) γράφει ότι στην Ευδαίμονα Αραβία υπήρχε πόλη ATHENE, δηλαδή Αθήνα. Ο Σπρέγκελ μάλιστα την ταυτίζει με το σημερινό Άντεν, που βρίσκεται ακριβώς στην αρχαία χώρα των Σαβαίων, όπου και το Ιαυάν της Γραφής.
Υπάρχει όμως και μια άλλη μαρτυρία, αρχαιολογική αυτή τη φορά, που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι το Ιαυάν της Γραφής ήταν τόπος και λαός Ιωνικός. Στην Ευδαίμονα Αραβία βρέθηκαν δύο νομίσματα, που φυλάσσονται στο Νομισματικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, που έχουν στην πρόσθια όψη «κεφαλή γλαύκας» και την επιγραφή ΑΘΕ, και στην οπίσθια την «κεφαλή της Αθηνάς». Είναι δηλαδή παρόμοια με τα αττικά νομίσματα. Το μόνο που τα διακρίνει είναι ένα Ν σαβαϊκό, που δείχνει ότι τα νομίσματα αυτά κόπηκαν σε νομισματοκοπεία των Σαβαίων.
Έτσι αποδεικνύεται ότι στη χώρα των Σαβαίων, στη σημερινή Υεμένη, ήταν εγκατεστημένοι Ίωνες σε δική τους πόλη, την Αθήνη, τόσο πλούσια και σημαντική ώστε να κόβει δικά της νομίσματα. Εκτός από την Αθήνη όμως οι Ίωνες ήταν εγκατεστημένοι και σ’ αυτήν την πρωτεύουσα των Σαβαίων Ουζάλ (τη μετέπειτα Σάνα), όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Ιεζεκιήλ, ονομάζοντάς τους Ίωνες της Ουζάλ, γεγονός που αποδεικνύει ότι είχαν πολύ στενές σχέσεις με τους Άραβες και κατείχαν στη Νότια Αραβία την ίδια θέση που είχαν παλιά οι Έλληνες στην Αίγυπτο.
Οι Ίωνες λοιπόν βρίσκονται διασκορπισμένοι στα πέρατα του κόσμου. Με το όνομά τους χαρακτηρίστηκε αργότερα συμβολικά κάποια φυλετική τους ιδιότητα, όπως το ίδιο συμβολικά είναι τα ονόματα και των άλλων μελών της οικογένειας του Ίωνα: Έλλην, Ξούθος, Δώρος, Αίολος κλπ. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί η ερμηνεία των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της οικογενείας του Ίωνα και η ετυμολογία των ονομάτων τους. Έτσι λοιπόν από τη μελέτη του Ησιόδειου «Καταλόγου» (απόσπ. 7) που τον έχει υπόψη του και ο Ευριπίδης, όπως φαίνεται, μαθαίνουμε ότι: «Από τον Έλληνα, το φιλοπόλεμο βασιλιά, γεννήθηκαν ο Δώρος και ο Ξούθος κι ο αρματομάχος Αίολος…»
Από άλλες πηγές ξέρουμε ότι ο Ξούθος γέννησε τον Ίωνα και τον Αχαιό. Ανάμεσα στα ονόματα αυτά, το όνομα του Ξούθου δείχνει περισσότερο από τα άλλα ότι αποτελεί καθαρή ανθρώπινη επινόηση. Δεν έχει ουσιαστικά ούτε πατρίδα ούτε κανέναν άλλο τίτλο και δεν φανερώνει εθνικότητα, αφού δεν υπήρξε ποτέ λαός με το όνομα Ξούθος, όπως υπήρξαν Έλληνες, Αχαιοί, Δωριείς, Αιολείς κλπ.
Η παρεμβολή του Ξούθου στη γενεαλογία δεν χρησιμεύει λοιπόν παρά για να δηλώσει απλά την ιδιαίτερη συγγένεια μεταξύ Αχαιών και Ιώνων. Μια πιο προσεκτική έρευνα θα μπορούσε ίσως να μας δείξει ότι ο ποιητής της «Θεογονίας» σχημάτισε το όνομα του Ξούθου. Ο Αίολος, που μας τον κληροδότησε η ιστορία και ο μύθος, σημαίνει σαν επίθετο «ο το χρώμα μεταβάλλων», ο «απαστράπτων» (εκ του «αιόλος»). Ο ποιητής, ζητώντας να του βρει ένα ταίρι, σκέφτηκε πολύ σωστά το Ξούθος, που σημαίνει «υπόξανθος» ή «χρυσοκίτρινος». Παράλληλο φαινόμενο παρατηρείται και στην Ιλιάδα, όπου το φημισμένο ζευγάρι των αλόγων του Αχιλλέα φέρει το όνομα Βαλιός (ποικιλόχρωμος) και Ξανθός.
Ο Ίων καθώς και ο πατέρας του ο Ξούθος, δημιουργήματα και οι δυο της επικής περιόδου, είναι τελείως ξένοι προς τις παλαιότατες παραδόσεις της Ιωνίας. Καμιά πόλη της Ασίας και των γειτονικών νησιών δεν θεώρησε ποτέ ιδρυτές της ούτε αναφέρεται πουθενά καθιέρωση κάποιας θρησκευτικής λατρείας προς τιμή τους. Κι αυτό επιβεβαιώνει κάπως την καθαρά φιλολογική τους προέλευση.
[1] Τέλος, κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, η Αχαΐα και η Αττική, η «μητρόπολη πάντων των Ιώνων», προσπάθησαν με πολλή διάκριση να εισαγάγουν στις παραδόσεις τους τον γενάρχη των Ιώνων. Ούτε η μία όμως ούτε η άλλη πέτυχαν να τον καθιερώσουν μεταξύ των επώνυμων ηρώων.

Ο ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΙΩΝ
Γεννιέται τώρα το ερώτημα: ποιος σοβαρός λόγος ανάγκασε τους Αθηναίους και τους Πελοποννήσιους αργότερα να επιμένουν με τόσο πείσμα να θεωρούνται Ίωνες και να θεοποιούν μάλιστα έναν ξένο φαινομενικά ήρωα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αιτία μιας τέτοιας προτίμησης πρέπει να αναζητηθεί στη σημασία του ονόματος «Ίων», που κατά τα φαινόμενα περικλείει κάποιο στοιχείο πολύ κολακευτικό γι’ αυτούς. Και το στοιχείο αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί ασφαλώς στη συσχέτιση όλων των ονομάτων που αποτελούν τους γενεαλογικούς κλάδους του Ίωνα.
Ας ακούσουμε λοιπόν τι λέει πάνω σ’ αυτό ο Ηρόδοτος (Η', 44): «Οι Αθηναίοι, την εποχή που οι Πελασγοί κατείχαν την περιοχή που σήμερα την ονομάζουν Ελλάδα, ήταν Πελασγοί και ονομάζονταν Κραναοί, κατά τη βασιλεία δε του Κέκροπα ονομάστηκαν Κεκροπίδες, κι όταν ανέβηκε στην αρχή ο Ερεχθέας μετονομάστηκαν Αθηναίοι. Κι όταν τέλος, ο Ίων, ο γιος του Ξούθου, έγινε στρατάρχης των Αθηναίων, ονομάστηκαν για χάρη του Ίωνες».
Το ίδιο φαινόμενο ακριβώς συμβαίνει αργότερα και με τους Πελοποννήσιους, σύμφωνα με κάποιο άλλο χωρίο του Ηροδότου (Ζ, 94): «Οι Πελοποννήσιοι, πριν έρθουν στην Πελοπόννησο ο Δαναός κι ο Ξούθος, ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς και μετονομάστηκαν Ίωνες από τον Ίωνα, το γιο του Ξούθου».
Οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι λοιπόν κατά τους προϊστορικούς χρόνους ονομάζονταν Πελασγοί (αττ. Πελαργοί). Αν δεχτούμε σαν ορθή τη μαρτυρία των αρχαίων ότι οι Έλληνες ήταν αυτόχθονες, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το «Πελασγός» ή «Πελαργός» αποτελεί παλιά προσωνυμία του ίδιου λαού, που από την αρχή του δόθηκε σαν διακριτικό, μάλλον για κάποιο ιδιαίτερο φυλετικό του γνώρισμα. Τούτο βγαίνει κυρίως από την ετυμολογία του ονόματος. Παρατηρούμε ότι το «Πελασγός» είναι σύνθετη λέξη από το «πελός» (φαιόχρωμος, μελανός) και το «–ασγός» ή «-αργός» (στιλπνός, λαμπρός, λευκός). Άρα, « Πελασγός» σημαίνει ασπρόμαυρος, μιγάς.
[2]
Βέβαια δεν είναι καθόλου περίεργη η διαπίστωση ότι οι πρώτοι κάτοικοι της χώρας μας (γνωστοί ως προέλληνες) ήταν μελαψού χρώματος, αν λάβουμε υπόψη μας τη γνωστή θεωρία ότι κοιτίδα του ανθρώπινου γένους είναι η Αφρική, απ’ όπου ξεκίνησαν οι άνθρωποι για να απλωθούν στα πέρατα της γης. Αυτοί με το πέρασμα των χιλιετηρίδων άλλαξαν σιγά – σιγά χρώμα για να καταλήξουν στη σημερινή κατάσταση του λευκού. Δεν αποκλείεται λοιπόν όλη αυτή η φιλολογία για τους Ίωνες να συμβολίζει την τελική φάση της αλλαγής αυτής, μιας αλλαγής που σύμφωνα με την παράδοση πρώτη η ελληνική φυλή τη γεύτηκε.
Γεννιέται τώρα η απορία πότε συνειδητοποίησαν την ολοκληρωμένη λευκότητά τους για να δημιουργήσουν τους γνωστούς συμβολικούς μύθους που σημαδεύουν τα όρια της νέας φυλετικής τους πορείας. Όπως ξέρουμε το άσπρισμα του δέρματος χρειάζεται χιλιετηρίδες για να γίνει και περνάει από χιλιάδες αποχρώσεις. Θα ήταν εξωφρενικό λοιπόν να φανταστούμε τους Αθηναίους ή τους Θεσσαλούς ή τους Πελοποννήσιους κλπ. να ξυπνούν ένα πρωί και να ανακαλύπτουν ότι άσπρισαν και να αρχίσουν να σκαρώνουν μύθους.
Θα πρέπει λοιπόν να έγινε κάτι ξαφνικό, μια μεταβολή άλλης φύσης, όπως μια επιδρομή π.χ. λευκών που κατέκτησαν το παλιά εδάφη. Με τη διαφορά ότι οι λευκοί αυτοί δεν ήταν ξένοι, αλλά παλαιότατοι κάτοικοι της χώρας που είχαν μεταναστεύσει βορειότερα (και γι’ αυτό άσπρισαν πρώτοι) και έρχονται τώρα να εποικίσουν τα πατρώα εδάφη τους, είτε από νοσταλγία είτε από ανάγκη.
Μόνον έτσι συμβιβάζεται η πληροφορία για την κάθοδο των ελληνικών φύλων, Ιώνων, Αχαιών, Δωριέων κλπ. με την άλλη που επιμένει να ονομάζει τους Έλληνες αυτόχθονες. Το ότι πρόκειται για κάθοδο αμιγώς λευκών φύλων, μας το δηλώνουν άλλωστε τα ίδια τα ονόματα που έχουν οι γενάρχες των νέων αυτών κατοίκων της χώρας. Ετυμολογώντας τα παρατηρούμε ότι όλα σχεδόν σημαίνουν φως ή λευκότητα (όχι από σύμπτωση πιστεύουμε):
Δευκαλίων (φωτεινός, λευκός).
[3]
Πύρρα (από το θηλυκό πυρρά, με ανέβασμα του τόνου) (η πυρόξανθη).
Έλλην (λαμπρός, λευκός).
[4]
Ξούθος (ξανθός, χρυσοκίτρινος).
Αίολος (αστραφτερός).
Ο Ίων τέλος, που αποτελεί το θέμα μας, έχει πατέρα τον ίδιο τον Απόλλωνα, θεό του φωτός, και είναι ο κατ’ εξοχήν λευκός γενάρχης, που η Αττική είχε πρώτη την τιμή να τον δεχθεί στα χώματά της. Πάνω σ’ αυτήν την πίστη οι Αθηναίοι τολμούν αργότερα να προβάλουν δικαιώματα ηγεμονίας πάνω στους άλλους Έλληνες.
Υπάρχει όμως εδώ ένα σημείο που θα μπορούσε ίσως να γεννήσει αμφισβητήσεις για τη γνησιότητα της φυλής τους. Ο Απόλλων και πατέρας του Ίωνα είναι ξένος. Δεν είναι αυτόχθων Αθηναίος. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί γι’ αυτόν έστω και θετός πατέρας που να είναι από δική τους γενιά. Διαλέγεται έτσι ο Ξούθος, ο γιος του Έλληνα, για να παντρευτεί την Κρέουσα, από το ένδοξο γένος των Ερεχθείδων και να απαλλαγεί ο Ίων από το στίγμα του νόθου.
Πάνω ακριβώς στο θέμα της αποπλάνησης της Κρέουσας, της έκθεσης του γιου της, του γάμου της με τον Ξούθο και τελικά πάνω στην αναγνώριση και την υιοθεσία του Ίωνα στηρίζεται και η τραγωδία του Ευριπίδη.

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Με τον «Ίωνα» ο Ευριπίδης προσπαθεί ολοφάνερα να εξυψώσει την αθηναϊκή φυλή. Δε διστάζει ακόμα και να μεταβάλλει μύθους, που ο ίδιος διατύπωσε παλιότερα με άλλη μορφή, αρκεί ότι η νεώτερη εκδοχή κολάκευε περισσότερο το ίνδαλμά του. Χτυπητό παράδειγμα σ’ αυτό αποτελεί η «Μελανίππη», χαμένη πια τραγωδία του ποιητή.
Στον πρόλογο λοιπόν της «Μελανίππης», η Κρέουσα εμφανίζεται σαν κόρη του Αιόλου (κι όχι του Ερεχθέα), γιου του Έλληνα και εγγονού του Δία. Ο Έλλην αυτός, μας λέει ο ποιητής, είχε κι άλλο γιο, τον Ξούθο, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα την πολυδοξασμένη, κι εκεί η σύζυγός του και κόρη του Ερεχθέα του χάρισε ένα γιο, τον Ίωνα.
Γεννιέται τώρα πολύ εύλογα η απορία γιατί ο Αίολος στη «Μελανίππη» εμφανίζεται σαν αδελφός του Ξούθου, ενώ στον «Ίωνα» σαν πατέρας του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ευριπίδης θέλησε με την παραλλαγή αυτή του μύθου να υπογραμμίσει εδώ τη Θεσσαλική καταγωγή του Ξούθου, πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία στην τραγωδία αυτή. Γιατί με τον τρόπο αυτόν ο Ξούθος, σαν γιος του Αίολου, βασιλιά της Θεσσαλίας και Βοιωτίας, δικαιούται να χαρακτηριστεί σαν Αχαιός,
[5] κι αυτήν ακριβώς την εθνικότητα του αποδίδει ο Ευριπίδης στον πρόλογο του «Ίωνα» (στ.64).
Υπάρχει όμως κι άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία εδώ πρόκειται για ένα έντεχνο ελιγμό του Ευριπίδη να τονίσει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο φυσικό και στο θετό πατέρα του ήρωα, δηλαδή ανάμεσα στον Αχαιό και στον Απόλλωνα. Σκοπός του είναι και πάλι να εξυψώσει την ιωνο-αθηναϊκή φυλή, υποτιμώντας παράλληλα την Αχαϊκή και Δωρική. Της πρώτης το αίμα είναι τελείως καθαρό, ενώ των άλλων είναι ανάμικτο, αφού προέρχεται από την ένωση του Ξούθου με την Κρέουσα.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ
Η ακριβής χρονολογία της διδασκαλίας του δράματος δεν μας είναι γνωστή. Πολύ πιθανόν διδάχτηκε λίγο μετά τη σύναψη της «Νικιείου Ειρήνης» (421), και μάλιστα κατά το 419-418 π.Χ. Αυτό βγαίνει από διάφορους υπαινιγμούς που περιέχονται σποραδικά στο ίδιο το δράμα, καθώς κι από τη μελέτη διαφόρων αρχαίων κειμένων που αναφέρονται σ’ αυτό.
Επιβάλλεται λοιπόν μια μικρή ιστορική ανασκόπηση που θα μας επιτρέψει να ζήσουμε πιο έντονα την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία εκτυλίσσεται το έργο, και να καταλάβουμε τα κίνητρα που έσπρωξαν τον ποιητή στην παρουσίαση του δράματος. Πρόκειται για τα γεγονότα που ακολουθούν την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου.
Όπως είναι γνωστό, η ανακωχή που έκλεισαν οι Λακεδαιμόνιοι με τους Αθηναίους κατά το 421 π.Χ., η γνωστή «Νικίειος Ειρήνη», δεν ικανοποίησε καθόλου τους Αθηναίους, τους οποίους συνήθως παρέσερναν οι διάφοροι δημαγωγοί για να συνεχίσουν την ολέθρια διαμάχη τους. Τελικά επικρατούν οι φιλοπόλεμοι με αρχηγό τον Αλκιβιάδη. Αυτός, από το 420-416 πετυχαίνει να κλείσει συμμαχία με το Άργος, την Ήλιδα και τη Μαντίνεια, σκοπεύοντας να την επεκτείνει και στις άλλες πόλεις της χερσονήσου, απομονώνοντας έτσι την Σπάρτη. Το έτος 419 θεωρείται σαν το απόγειο μιας λαμπρής όσο και βραχύχρονης περιόδου, κατά την οποία οι Αθηναίοι τολμούσαν να πιστεύουν ότι δεν απέχει και πολύ η στιγμή που θα πραγματοποιούσαν το όνειρό τους για την ηγεμονία της Ελλάδας.
Υπάρχει σχετικά σε μια προφητεία του Ίωνα (στ. 1592) κάποια γεωγραφική λεπτομέρεια αρκετά χαρακτηριστική αυτών των τάσεων και των πόθων της αθηναϊκής φυλής. Λέει λοιπόν η προφητεία ότι «ο Αχαιός, δευτερότοκος γιος του Ξούθου, θα βασιλεύσει στην παραθαλάσσια πόλη κοντά στο Ρίο». Ο Böck πιστεύει εδώ ότι με το όνομα αυτό ο Ευριπίδης σκόπευε να θυμίσει τη ναυτική νίκη του Φορμίωνα (429) φέρνοντάς της σαν παράδειγμα για τις μελλοντικές κινήσεις των Αθηναίων. Ένα χωρίο του Θουκυδίδη (Ε’ 52,2) θα μας δώσει ίσως μια πιο συγκεκριμένη εξήγηση του πράγματος και θα μας επιτρέψει να χρονολογήσουμε με κάποια πιστότερη ακρίβεια την τραγωδία:
«Το ίδιο καλοκαίρι (δηλαδή το 419) ο Αλκιβιάδης, γιος του Κλεινία και στρατηγός των Αθηναίων, σε συνεργασία με τους Αργείους και τους συμμάχους ήρθε στην Πελοπόννησο με μια μικρή δύναμη από Αθηναίους τοξότες και οπλίτες. Αφού παρέλαβε κι από εκεί μερικούς συμμάχους και τακτοποίησε τα υπόλοιπα θέματα της συμμαχίας, διέσχισε την Πελοπόννησο με το στρατό του κι έπεισε τους Πατρινούς να φτιάξουν τείχη, από την πόλη ως τη θάλασσα, ο ίδιος μάλιστα σκόπευε να υψωθεί ένα τείχος στο Αχαϊκό Ρίο. Οι Κορίνθιοι όμως, οι Σικυώνιοι και όσοι άλλοι βλάπτονταν από την κατασκευή του τείχους αυτού, έσπευσαν και τη ματαίωσαν».
Ο στρατιωτικός αυτός «περίπατος» του Αλκιβιάδη αποτελεί μια από τις πιο αξιοσημείωτες πτυχές του πολέμου, που οι Αθηναίοι ποτέ δεν λησμόνησαν. Αντικειμενικός σκοπός του ήταν να εισάγει την Αχαΐα στην τετραπλή συμμαχία και να περισφίξει τον κλοιό γύρω από τη Σπάρτη και τους συμμάχους της.
Ο «Ίων» γράφτηκε χωρίς αμφιβολία προς το τέλος του έτους 419, κάτω από την επήρεια των γεγονότων που είδαμε, η διδασκαλία όμως δόθηκε για πρώτη φορά το 418. Ο πόθος ή και η ελπίδα μιας προσεχούς συμμαχίας με την Αχαΐα, έσπρωξε πολύ πιθανόν τον Ευριπίδη να εμφανίσει τον Ξούθο πατέρα του Αχαιού, αδιαφορώντας αν αντιφάσκει έτσι σε παλαιότερες πληροφορίες του. Οι Αχαιοί θεωρούνταν από παλιά φίλοι των Αθηναίων (Θουκυδίδης Β', 9,2). Οι παραπάνω πολιτικές τάσεις του ποιητή φαίνονται πιο καθαρά στον επίλογο του έργου και συγκεκριμένα στον λόγο της Αθηνάς.

ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο «Ίων» δεν παρουσιάζει κανένα σχεδόν τραγικό στοιχείο, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ορισμό της τραγωδίας που δίνει ο Αριστοτέλης. Με άλλα λόγια, βασικός σκοπός του δράματος δεν είναι η κατά τον αριστοτέλειο ορισμό διέγερση των συναισθημάτων ελέους και φόβου στις ψυχές των θεατών, με τα οποία συντελείται η «κάθαρση των παθημάτων», αλλά η δημιουργία συναισθήματος υπεροχής απέναντι των άλλων. Ο Ευριπίδης φαίνεται να υποδαυλίζει έτσι στο έργο του τους μύχιους πόθους των Αθηναίων για την ηγεμονία.
Το στοιχείο αυτό και η «ευτυχής λύση» του δράματος πλησιάζουν στην κωμωδία μάλλον παρά στην τραγωδία. Ο Ευριπίδης σαν να φοβόταν ενδεχόμενη αποδοκιμασία ή οποιαδήποτε άλλη αντίδραση στην παρουσίαση του έργου του, επανέρχεται αδιάκοπα στο θέμα του πατριωτισμού. Ίσως μάλιστα και το ότι η σκηνή του δράματος εκτυλίσσεται στους Δελφούς να κρύβει κάποια σκοπιμότητα, αφού δίνεται έτσι η ευκαιρία στο χορό και στον Παιδαγωγό να αναφωνήσουν: «Εδώ πέρα βρίσκομαι. Η σκέψη μου όμως είναι στην πατρίδα μου».
Θα μπορούσε όμως κανείς να καταλάβει το βαθύτερα αίτια που ώθησαν τον ποιητή στην παρουσίαση του «Ίωνα» και από τους χαρακτήρες των προσώπων τα οποία εμφανίζονται στη σκηνή. Όλοι, εκτός από τον Ίωνα, του οποίου σε κάθε ευκαιρία τονίζεται το υψηλό φρόνημα, εμφανίζονται μάλλον ταπεινοί και ασήμαντοι.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ο «Ίων», αν και δεν ανήκει στη χορεία των μεγάλων δραματικών έργων, άρεσε πάντοτε πολύ σε όλες σχεδόν τις εποχές μέχρι και σήμερα. Και άρεσε ακριβώς για την ωραία πλοκή του, τις γεμάτες πάθος σκηνές του, τις «αναγνωρίσεις», τη ζωηράδα των σκηνών του και προπάντων για τα έξυπνα εφευρήματα και τα τεχνάσματα (άξια του μυαλού του ποιητή) χάρη στα οποία ξεφεύγουν τα πρόσωπα των ηρώων από διάφορα δυσάρεστα ενδεχόμενα. Θα μπορούσαμε να πούμε άφοβα ότι το έργο, όταν το εξετάσουμε με το σημερινό τρόπο αντίληψης, είναι ένα πολύ «εμπορικό» δημιούργημα. Γι’ αυτό και το μιμήθηκαν πολλοί, δικοί μας και ξένοι. Ο Racine π.χ. στο έργο του «Αθαλία» (1691) πήρε σαν πρότυπο τον Ίωνα. Τον μιμήθηκε επίσης και ο A.W. Schlegel. Έμμετρη διασκευή του «Ίωνα» είναι και ο «Απολλωνίδης» του Leconte de Lisle.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πρόλογος (1-183): Εμφανίζεται ο Ερμής που «εισάγει» το θεατή στην υπόθεση του έργου και αμέσως μετά βγαίνει ο Ίων συνοδευόμενος από δούλους, τους οποίους στέλνει να εξαγνιστούν, ενώ ο ίδιος ευπρεπίζει το ναό του Απόλλωνα.
Πάροδος χορού (184-246): Ο χορός αποτελείται από 15 δούλες της Κρέουσας που περιγράφουν εξυμνώντας τα διάφορα σημεία του ναού που αντικρίζουν.
Επεισόδιο Α' (247-451): Η Κρέουσα, κόρη του Ερεχθέα και της Πραξιθέας, αποκαλύπτει στον Ίωνα το πάθημά της με τον Απόλλωνα, ενώ παράλληλα ο Ίων της αφηγείται ό,τι ξέρει από το παρελθόν του. Φτάνει στο μεταξύ ο Ξούθος από το μαντείο του Τροφωνίου και μπαίνει στο ναό για να ζητήσει το χρησμό.
Στάσιμο Α' (452-508): Ο χορός απευθύνει δεήσεις στην Αθηνά και την Άρτεμη να βοηθήσουν την Κρέουσα για να αποκτήσει γιο και εξυμνεί την ευτυχία που φέρνουν τα παιδιά στο σπιτικό.
Επεισόδιο Β' (509-675): Καθώς βγαίνει ο Ξούθος από το ναό συναντά τον Ίωνα και τον προσφωνεί γιο του. Επειδή ο Ίων διαμαρτύρεται του εξηγεί ότι σύμφωνα με το χρησμό, ο πρώτος που θα συναντούσε κατά την έξοδό του θα ήταν γιος του. Ο Ίων χαίρεται γι’ αυτό, αλλά συγχρόνως λυπάται που δεν γνωρίζει τη μητέρα του και τελικά δέχεται να ακολουθήσει τον Ξούθο, που απειλεί το χορό με θάνατο αν τυχόν μαρτυρήσει την αλήθεια στην Κρέουσα.
Στάσιμο Β' (676-724): Ο χορός αμφιβάλλει για την ορθότητα του χρησμού, αγανακτεί με την απόφαση του Ξούθου να πάρει τον Ίωνα στα ανάκτορα κι αποφασίζει να ανακοινώσει τα πάντα στην Κρέουσα.
Επεισόδιο Γ' (725-1047): Εμφανίζεται η Κρέουσα οδηγώντας τον γέροντα Παιδαγωγό, ζητάει πληροφορίες από το χορό σχετικά με το χρησμό και κείνος της αποκαλύπτει ότι ο φύλακας του ναού είναι γιος του Ξούθου και θα τον πάρει μαζί του στα ανάκτορα του Ερεχθέα. Της ρίχνει μάλιστα την ιδέα ότι ο Ίων είναι νόθος γιος του Ξούθου με μια δούλη, και τότε η Κρέουσα έξαλλη για τη νέα ατίμωση που της κάνει ο Απόλλωνας, δίνει στον Παιδαγωγό δηλητήριο να το ρίξει στο ποτήρι του Ίωνα την ώρα του συμποσίου.
Στάσιμο Γ' (1048-1105): Ο χορός παρακαλεί την Ενοδία, προστάτισσα των οδοιπόρων, να βοηθήσει στη δολοφονία του Ίωνα και εκφράζει την αγανάκτησή του για τους άνομους έρωτες του Ξούθου.
Επεισόδιο Δ' (1106-1552): Ένας υπηρέτης της Κρέουσας αναγγέλλει την αποτυχία της δολοφονίας του. Αποκαλύπτεται η ένοχος και οι άρχοντες των Δελφών την καταδικάζουν σε θάνατο। Η Κρέουσα καταφεύγει στο βωμό, και την ώρα που ο Ίων ετοιμάζεται να τη σκοτώσει εμφανίζεται η Πυθία κρατώντας το καλάθι με τα σπάργανα στα οποία ήταν τυλιγμένος ο Ίων όταν τον είχαν ρίξει έκθετο। Γίνεται έτσι η «αναγνώριση» και η Κρέουσα του αποκαλύπτει ότι είναι γιος του Απόλλωνα। Νέες αμφιβολίες γεννιούνται στην ψυχή του Ίωνα που ζητάει να μπει στο ναό για να ρωτήσει τον ίδιο το θεό, όταν εμφανίζεται από μηχανής θεός η Αθηνά.

Έξοδος (1553-1622): Η θεά επιβεβαιώνει την αλήθεια των λόγων της Κρέουσας και τη συμβουλεύει να εγκαταστήσει το γιο της στο θρόνο των Αθηνών κρατώντας μυστική από τον Ξούθο την καταγωγή του Ίωνα। Μετά προφητεύει ότι οι απόγονοι του Ίωνα θα κυριαρχήσουν στις Κυκλάδες και την απέναντι ασιατική ακτή, ότι από τον Ξούθο θα γεννήσει η Κρέουσα τον Δώρο και τον Αχαιό, που θα κυβερνήσουν στη Δωρίδα και στην Πελοπόννησο και δικαιολογεί τον Φοίβο για την παλαιά προσβολή της Κρέουσας.

[1] Ο Ξούθος θεωρείται ιδρυτής της Αττικής Τετράπολης (Στράβων VIII, 383) και οικιστής της Ξουθίας, κοντά στους Λεοντίνους της Σικελίας.
[2] Εκφράζεται μάλιστα η υποψία ότι και το σημερινό αποδημητικό πουλί πελαργός πήρε την ονομασία του από το ασπρόμαυρο πτέρωμά του.
[3] Από τη ρίζα δευκ = φως, κατά τον Ησύχιο (Σύγκρινε Πολυδεύκης, λατινικά Pol-lux).
[4] Από το σέλας-σελάνα-σελήνη.
[5] Οι Αχαιοί κατοικούσαν από πολύ παλιά στη Θεσσαλία, αφού απώθησαν τους Πελασγούς.