24/9/10

Εισαγωγή στον «Ίωνα» του Ευριπίδη

Η τραγωδία «Ίων» έχει να παρουσιάσει, εκτός από το γενικότερο καλλιτεχνικό της ενδιαφέρον, έμμεση εσωτερική σχέση με το θέμα της καταγωγής των Ελλήνων, που κατά τη μυθολογία, θεωρούνται γενάρχες των Ιώνων και τελικά ταυτίζονται με κείνους.
Είναι φανερή στο έργο η προσπάθεια του ποιητή να εμφανίσει την Ιωνική φυλή σαν την πιο ένδοξη και πιο καθαρή απ’ όλες τις γνωστές φυλές της αρχαιότητας, αποδίδοντας τη γέννηση της στον ίδιο το θεό Απόλλωνα.
Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, η όλη πλοκή του μύθου στον «Ίωνα» ερμηνεύεται περισσότερο σαν εκδήλωση σοβινιστικών τάσεων του ποιητή, παρά σαν προϊόν καλλιτεχνικής έμπνευσης. Ο Ευριπίδης, δηλαδή, διάλεξε αυτόν τον όχι και τόσο πρωτότυπο τρόπο για να διατρανώσει τα πατριωτικά του συναισθήματα, κυρίως όμως για να δικαιώσει την όλη πολιτική των Αθηναίων, που διεκδικούσαν την κυριαρχία πάνω στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ
Η ονομασία «Ίωνες» είναι προσωνυμία ενός πανάρχαιου λαού και θεωρείται μέχρι σήμερα ταυτόσημη προς το «Έλληνες». Την προσωνυμία αυτή την πήραν πρώτοι, ανάμεσα στους αρχαίους λαούς, οι Αθηναίοι. Ο Όμηρος (Ν 685) με τον όρο «Ίωνες» εννοεί τους Αθηναίους.
Από πού όμως και πότε μπαίνει στον ελληνικό χώρο το όνομα αυτό, για το οποίο οι Αθηναίοι δείχνουν έναν καταπληκτικό ζήλο να το οικειοποιηθούν πρώτοι;
Το μόνο που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε είναι ότι δεν πρόκειται για κάποια ξενική φυλή, η οποία, άγνωστο πότε, κατέκλυσε τα ελληνικά εδάφη, για τον πολύ απλό λόγο ότι καμιά ελληνική φυλή, και ιδίως οι Αθηναίοι που υπερηφανεύονταν ότι ήταν αυτόχθονες, δεν θα δεχόταν να οικειοποιηθεί ξένο όνομα και μάλιστα με τόσο ενθουσιασμό. Πολύ πιθανόν λοιπόν να πρόκειται για πανάρχαια ελληνικά φύλα, τα οποία αφού περιπλανήθηκαν μακριά από τη χώρα τους για διάφορους λόγους (εμπόριο, μισθοφορικός στρατός κλπ.) επανέρχονται στα πάτρια εδάφη που ποτέ δεν ξέχασαν.
Την παραπάνω γνώμη έρχεται να ενισχύσει μια σημαντική πληροφορία, την οποία όμως κανένας από τους Έλληνες συγγραφείς δεν μνημονεύει. Έτσι λοιπόν από την Παλαιά Διαθήκη μαθαίνουμε την ύπαρξη ελληνικής περιοχής ή πόλης στη χώρα των Σαβαίων, τη σημερινή Υεμένη. Συγκεκριμένα, ο Ιεζεκιήλ (27:19) αναφέρει ότι υπήρχε τόπος και λαός με το όνομα YAVAN, όνομα που η Βουλγάτα (η λατινική μετάφραση της Βίβλου) μεταφράζει Graecia, δηλαδή Ελλάδα. Η μετάφραση του Βάμβα από το ίδιο κείμενο μεταγράφει απλώς το όνομα σε Ιαυάν, που σημαίνει Ίωνες και γενικότερα Έλληνες.
Την ερμηνεία της Βουλγάτας παραδέχονται οι περισσότεροι κριτικοί. Για τους Σταντ και Ντέλιτς, το Ιαυάν της Ευδαίμονος Αραβίας σημαίνει Ελλάς και ήταν τόπος που τον κατοικούσαν Έλληνες. Το ίδιο δέχεται και ο Τουχ, που εκφράζει τη γνώμη ότι πρόκειται για αποικία Ελλήνων εμπόρων εγκατεστημένων στη χώρα των Σαβαίων. Εκτός από αυτά, υπάρχουν και άλλα στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν την ταυτότητα. Ο Πλίνιος (Φ. Ιστ. 6, 159) γράφει ότι στην Ευδαίμονα Αραβία υπήρχε πόλη ATHENE, δηλαδή Αθήνα. Ο Σπρέγκελ μάλιστα την ταυτίζει με το σημερινό Άντεν, που βρίσκεται ακριβώς στην αρχαία χώρα των Σαβαίων, όπου και το Ιαυάν της Γραφής.
Υπάρχει όμως και μια άλλη μαρτυρία, αρχαιολογική αυτή τη φορά, που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι το Ιαυάν της Γραφής ήταν τόπος και λαός Ιωνικός. Στην Ευδαίμονα Αραβία βρέθηκαν δύο νομίσματα, που φυλάσσονται στο Νομισματικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, που έχουν στην πρόσθια όψη «κεφαλή γλαύκας» και την επιγραφή ΑΘΕ, και στην οπίσθια την «κεφαλή της Αθηνάς». Είναι δηλαδή παρόμοια με τα αττικά νομίσματα. Το μόνο που τα διακρίνει είναι ένα Ν σαβαϊκό, που δείχνει ότι τα νομίσματα αυτά κόπηκαν σε νομισματοκοπεία των Σαβαίων.
Έτσι αποδεικνύεται ότι στη χώρα των Σαβαίων, στη σημερινή Υεμένη, ήταν εγκατεστημένοι Ίωνες σε δική τους πόλη, την Αθήνη, τόσο πλούσια και σημαντική ώστε να κόβει δικά της νομίσματα. Εκτός από την Αθήνη όμως οι Ίωνες ήταν εγκατεστημένοι και σ’ αυτήν την πρωτεύουσα των Σαβαίων Ουζάλ (τη μετέπειτα Σάνα), όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Ιεζεκιήλ, ονομάζοντάς τους Ίωνες της Ουζάλ, γεγονός που αποδεικνύει ότι είχαν πολύ στενές σχέσεις με τους Άραβες και κατείχαν στη Νότια Αραβία την ίδια θέση που είχαν παλιά οι Έλληνες στην Αίγυπτο.
Οι Ίωνες λοιπόν βρίσκονται διασκορπισμένοι στα πέρατα του κόσμου. Με το όνομά τους χαρακτηρίστηκε αργότερα συμβολικά κάποια φυλετική τους ιδιότητα, όπως το ίδιο συμβολικά είναι τα ονόματα και των άλλων μελών της οικογένειας του Ίωνα: Έλλην, Ξούθος, Δώρος, Αίολος κλπ. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί η ερμηνεία των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της οικογενείας του Ίωνα και η ετυμολογία των ονομάτων τους. Έτσι λοιπόν από τη μελέτη του Ησιόδειου «Καταλόγου» (απόσπ. 7) που τον έχει υπόψη του και ο Ευριπίδης, όπως φαίνεται, μαθαίνουμε ότι: «Από τον Έλληνα, το φιλοπόλεμο βασιλιά, γεννήθηκαν ο Δώρος και ο Ξούθος κι ο αρματομάχος Αίολος…»
Από άλλες πηγές ξέρουμε ότι ο Ξούθος γέννησε τον Ίωνα και τον Αχαιό. Ανάμεσα στα ονόματα αυτά, το όνομα του Ξούθου δείχνει περισσότερο από τα άλλα ότι αποτελεί καθαρή ανθρώπινη επινόηση. Δεν έχει ουσιαστικά ούτε πατρίδα ούτε κανέναν άλλο τίτλο και δεν φανερώνει εθνικότητα, αφού δεν υπήρξε ποτέ λαός με το όνομα Ξούθος, όπως υπήρξαν Έλληνες, Αχαιοί, Δωριείς, Αιολείς κλπ.
Η παρεμβολή του Ξούθου στη γενεαλογία δεν χρησιμεύει λοιπόν παρά για να δηλώσει απλά την ιδιαίτερη συγγένεια μεταξύ Αχαιών και Ιώνων. Μια πιο προσεκτική έρευνα θα μπορούσε ίσως να μας δείξει ότι ο ποιητής της «Θεογονίας» σχημάτισε το όνομα του Ξούθου. Ο Αίολος, που μας τον κληροδότησε η ιστορία και ο μύθος, σημαίνει σαν επίθετο «ο το χρώμα μεταβάλλων», ο «απαστράπτων» (εκ του «αιόλος»). Ο ποιητής, ζητώντας να του βρει ένα ταίρι, σκέφτηκε πολύ σωστά το Ξούθος, που σημαίνει «υπόξανθος» ή «χρυσοκίτρινος». Παράλληλο φαινόμενο παρατηρείται και στην Ιλιάδα, όπου το φημισμένο ζευγάρι των αλόγων του Αχιλλέα φέρει το όνομα Βαλιός (ποικιλόχρωμος) και Ξανθός.
Ο Ίων καθώς και ο πατέρας του ο Ξούθος, δημιουργήματα και οι δυο της επικής περιόδου, είναι τελείως ξένοι προς τις παλαιότατες παραδόσεις της Ιωνίας. Καμιά πόλη της Ασίας και των γειτονικών νησιών δεν θεώρησε ποτέ ιδρυτές της ούτε αναφέρεται πουθενά καθιέρωση κάποιας θρησκευτικής λατρείας προς τιμή τους. Κι αυτό επιβεβαιώνει κάπως την καθαρά φιλολογική τους προέλευση.
[1] Τέλος, κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, η Αχαΐα και η Αττική, η «μητρόπολη πάντων των Ιώνων», προσπάθησαν με πολλή διάκριση να εισαγάγουν στις παραδόσεις τους τον γενάρχη των Ιώνων. Ούτε η μία όμως ούτε η άλλη πέτυχαν να τον καθιερώσουν μεταξύ των επώνυμων ηρώων.

Ο ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΙΩΝ
Γεννιέται τώρα το ερώτημα: ποιος σοβαρός λόγος ανάγκασε τους Αθηναίους και τους Πελοποννήσιους αργότερα να επιμένουν με τόσο πείσμα να θεωρούνται Ίωνες και να θεοποιούν μάλιστα έναν ξένο φαινομενικά ήρωα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αιτία μιας τέτοιας προτίμησης πρέπει να αναζητηθεί στη σημασία του ονόματος «Ίων», που κατά τα φαινόμενα περικλείει κάποιο στοιχείο πολύ κολακευτικό γι’ αυτούς. Και το στοιχείο αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί ασφαλώς στη συσχέτιση όλων των ονομάτων που αποτελούν τους γενεαλογικούς κλάδους του Ίωνα.
Ας ακούσουμε λοιπόν τι λέει πάνω σ’ αυτό ο Ηρόδοτος (Η', 44): «Οι Αθηναίοι, την εποχή που οι Πελασγοί κατείχαν την περιοχή που σήμερα την ονομάζουν Ελλάδα, ήταν Πελασγοί και ονομάζονταν Κραναοί, κατά τη βασιλεία δε του Κέκροπα ονομάστηκαν Κεκροπίδες, κι όταν ανέβηκε στην αρχή ο Ερεχθέας μετονομάστηκαν Αθηναίοι. Κι όταν τέλος, ο Ίων, ο γιος του Ξούθου, έγινε στρατάρχης των Αθηναίων, ονομάστηκαν για χάρη του Ίωνες».
Το ίδιο φαινόμενο ακριβώς συμβαίνει αργότερα και με τους Πελοποννήσιους, σύμφωνα με κάποιο άλλο χωρίο του Ηροδότου (Ζ, 94): «Οι Πελοποννήσιοι, πριν έρθουν στην Πελοπόννησο ο Δαναός κι ο Ξούθος, ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς και μετονομάστηκαν Ίωνες από τον Ίωνα, το γιο του Ξούθου».
Οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι λοιπόν κατά τους προϊστορικούς χρόνους ονομάζονταν Πελασγοί (αττ. Πελαργοί). Αν δεχτούμε σαν ορθή τη μαρτυρία των αρχαίων ότι οι Έλληνες ήταν αυτόχθονες, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το «Πελασγός» ή «Πελαργός» αποτελεί παλιά προσωνυμία του ίδιου λαού, που από την αρχή του δόθηκε σαν διακριτικό, μάλλον για κάποιο ιδιαίτερο φυλετικό του γνώρισμα. Τούτο βγαίνει κυρίως από την ετυμολογία του ονόματος. Παρατηρούμε ότι το «Πελασγός» είναι σύνθετη λέξη από το «πελός» (φαιόχρωμος, μελανός) και το «–ασγός» ή «-αργός» (στιλπνός, λαμπρός, λευκός). Άρα, « Πελασγός» σημαίνει ασπρόμαυρος, μιγάς.
[2]
Βέβαια δεν είναι καθόλου περίεργη η διαπίστωση ότι οι πρώτοι κάτοικοι της χώρας μας (γνωστοί ως προέλληνες) ήταν μελαψού χρώματος, αν λάβουμε υπόψη μας τη γνωστή θεωρία ότι κοιτίδα του ανθρώπινου γένους είναι η Αφρική, απ’ όπου ξεκίνησαν οι άνθρωποι για να απλωθούν στα πέρατα της γης. Αυτοί με το πέρασμα των χιλιετηρίδων άλλαξαν σιγά – σιγά χρώμα για να καταλήξουν στη σημερινή κατάσταση του λευκού. Δεν αποκλείεται λοιπόν όλη αυτή η φιλολογία για τους Ίωνες να συμβολίζει την τελική φάση της αλλαγής αυτής, μιας αλλαγής που σύμφωνα με την παράδοση πρώτη η ελληνική φυλή τη γεύτηκε.
Γεννιέται τώρα η απορία πότε συνειδητοποίησαν την ολοκληρωμένη λευκότητά τους για να δημιουργήσουν τους γνωστούς συμβολικούς μύθους που σημαδεύουν τα όρια της νέας φυλετικής τους πορείας. Όπως ξέρουμε το άσπρισμα του δέρματος χρειάζεται χιλιετηρίδες για να γίνει και περνάει από χιλιάδες αποχρώσεις. Θα ήταν εξωφρενικό λοιπόν να φανταστούμε τους Αθηναίους ή τους Θεσσαλούς ή τους Πελοποννήσιους κλπ. να ξυπνούν ένα πρωί και να ανακαλύπτουν ότι άσπρισαν και να αρχίσουν να σκαρώνουν μύθους.
Θα πρέπει λοιπόν να έγινε κάτι ξαφνικό, μια μεταβολή άλλης φύσης, όπως μια επιδρομή π.χ. λευκών που κατέκτησαν το παλιά εδάφη. Με τη διαφορά ότι οι λευκοί αυτοί δεν ήταν ξένοι, αλλά παλαιότατοι κάτοικοι της χώρας που είχαν μεταναστεύσει βορειότερα (και γι’ αυτό άσπρισαν πρώτοι) και έρχονται τώρα να εποικίσουν τα πατρώα εδάφη τους, είτε από νοσταλγία είτε από ανάγκη.
Μόνον έτσι συμβιβάζεται η πληροφορία για την κάθοδο των ελληνικών φύλων, Ιώνων, Αχαιών, Δωριέων κλπ. με την άλλη που επιμένει να ονομάζει τους Έλληνες αυτόχθονες. Το ότι πρόκειται για κάθοδο αμιγώς λευκών φύλων, μας το δηλώνουν άλλωστε τα ίδια τα ονόματα που έχουν οι γενάρχες των νέων αυτών κατοίκων της χώρας. Ετυμολογώντας τα παρατηρούμε ότι όλα σχεδόν σημαίνουν φως ή λευκότητα (όχι από σύμπτωση πιστεύουμε):
Δευκαλίων (φωτεινός, λευκός).
[3]
Πύρρα (από το θηλυκό πυρρά, με ανέβασμα του τόνου) (η πυρόξανθη).
Έλλην (λαμπρός, λευκός).
[4]
Ξούθος (ξανθός, χρυσοκίτρινος).
Αίολος (αστραφτερός).
Ο Ίων τέλος, που αποτελεί το θέμα μας, έχει πατέρα τον ίδιο τον Απόλλωνα, θεό του φωτός, και είναι ο κατ’ εξοχήν λευκός γενάρχης, που η Αττική είχε πρώτη την τιμή να τον δεχθεί στα χώματά της. Πάνω σ’ αυτήν την πίστη οι Αθηναίοι τολμούν αργότερα να προβάλουν δικαιώματα ηγεμονίας πάνω στους άλλους Έλληνες.
Υπάρχει όμως εδώ ένα σημείο που θα μπορούσε ίσως να γεννήσει αμφισβητήσεις για τη γνησιότητα της φυλής τους. Ο Απόλλων και πατέρας του Ίωνα είναι ξένος. Δεν είναι αυτόχθων Αθηναίος. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί γι’ αυτόν έστω και θετός πατέρας που να είναι από δική τους γενιά. Διαλέγεται έτσι ο Ξούθος, ο γιος του Έλληνα, για να παντρευτεί την Κρέουσα, από το ένδοξο γένος των Ερεχθείδων και να απαλλαγεί ο Ίων από το στίγμα του νόθου.
Πάνω ακριβώς στο θέμα της αποπλάνησης της Κρέουσας, της έκθεσης του γιου της, του γάμου της με τον Ξούθο και τελικά πάνω στην αναγνώριση και την υιοθεσία του Ίωνα στηρίζεται και η τραγωδία του Ευριπίδη.

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Με τον «Ίωνα» ο Ευριπίδης προσπαθεί ολοφάνερα να εξυψώσει την αθηναϊκή φυλή. Δε διστάζει ακόμα και να μεταβάλλει μύθους, που ο ίδιος διατύπωσε παλιότερα με άλλη μορφή, αρκεί ότι η νεώτερη εκδοχή κολάκευε περισσότερο το ίνδαλμά του. Χτυπητό παράδειγμα σ’ αυτό αποτελεί η «Μελανίππη», χαμένη πια τραγωδία του ποιητή.
Στον πρόλογο λοιπόν της «Μελανίππης», η Κρέουσα εμφανίζεται σαν κόρη του Αιόλου (κι όχι του Ερεχθέα), γιου του Έλληνα και εγγονού του Δία. Ο Έλλην αυτός, μας λέει ο ποιητής, είχε κι άλλο γιο, τον Ξούθο, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα την πολυδοξασμένη, κι εκεί η σύζυγός του και κόρη του Ερεχθέα του χάρισε ένα γιο, τον Ίωνα.
Γεννιέται τώρα πολύ εύλογα η απορία γιατί ο Αίολος στη «Μελανίππη» εμφανίζεται σαν αδελφός του Ξούθου, ενώ στον «Ίωνα» σαν πατέρας του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ευριπίδης θέλησε με την παραλλαγή αυτή του μύθου να υπογραμμίσει εδώ τη Θεσσαλική καταγωγή του Ξούθου, πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία στην τραγωδία αυτή. Γιατί με τον τρόπο αυτόν ο Ξούθος, σαν γιος του Αίολου, βασιλιά της Θεσσαλίας και Βοιωτίας, δικαιούται να χαρακτηριστεί σαν Αχαιός,
[5] κι αυτήν ακριβώς την εθνικότητα του αποδίδει ο Ευριπίδης στον πρόλογο του «Ίωνα» (στ.64).
Υπάρχει όμως κι άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία εδώ πρόκειται για ένα έντεχνο ελιγμό του Ευριπίδη να τονίσει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο φυσικό και στο θετό πατέρα του ήρωα, δηλαδή ανάμεσα στον Αχαιό και στον Απόλλωνα. Σκοπός του είναι και πάλι να εξυψώσει την ιωνο-αθηναϊκή φυλή, υποτιμώντας παράλληλα την Αχαϊκή και Δωρική. Της πρώτης το αίμα είναι τελείως καθαρό, ενώ των άλλων είναι ανάμικτο, αφού προέρχεται από την ένωση του Ξούθου με την Κρέουσα.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ
Η ακριβής χρονολογία της διδασκαλίας του δράματος δεν μας είναι γνωστή. Πολύ πιθανόν διδάχτηκε λίγο μετά τη σύναψη της «Νικιείου Ειρήνης» (421), και μάλιστα κατά το 419-418 π.Χ. Αυτό βγαίνει από διάφορους υπαινιγμούς που περιέχονται σποραδικά στο ίδιο το δράμα, καθώς κι από τη μελέτη διαφόρων αρχαίων κειμένων που αναφέρονται σ’ αυτό.
Επιβάλλεται λοιπόν μια μικρή ιστορική ανασκόπηση που θα μας επιτρέψει να ζήσουμε πιο έντονα την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία εκτυλίσσεται το έργο, και να καταλάβουμε τα κίνητρα που έσπρωξαν τον ποιητή στην παρουσίαση του δράματος. Πρόκειται για τα γεγονότα που ακολουθούν την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου.
Όπως είναι γνωστό, η ανακωχή που έκλεισαν οι Λακεδαιμόνιοι με τους Αθηναίους κατά το 421 π.Χ., η γνωστή «Νικίειος Ειρήνη», δεν ικανοποίησε καθόλου τους Αθηναίους, τους οποίους συνήθως παρέσερναν οι διάφοροι δημαγωγοί για να συνεχίσουν την ολέθρια διαμάχη τους. Τελικά επικρατούν οι φιλοπόλεμοι με αρχηγό τον Αλκιβιάδη. Αυτός, από το 420-416 πετυχαίνει να κλείσει συμμαχία με το Άργος, την Ήλιδα και τη Μαντίνεια, σκοπεύοντας να την επεκτείνει και στις άλλες πόλεις της χερσονήσου, απομονώνοντας έτσι την Σπάρτη. Το έτος 419 θεωρείται σαν το απόγειο μιας λαμπρής όσο και βραχύχρονης περιόδου, κατά την οποία οι Αθηναίοι τολμούσαν να πιστεύουν ότι δεν απέχει και πολύ η στιγμή που θα πραγματοποιούσαν το όνειρό τους για την ηγεμονία της Ελλάδας.
Υπάρχει σχετικά σε μια προφητεία του Ίωνα (στ. 1592) κάποια γεωγραφική λεπτομέρεια αρκετά χαρακτηριστική αυτών των τάσεων και των πόθων της αθηναϊκής φυλής. Λέει λοιπόν η προφητεία ότι «ο Αχαιός, δευτερότοκος γιος του Ξούθου, θα βασιλεύσει στην παραθαλάσσια πόλη κοντά στο Ρίο». Ο Böck πιστεύει εδώ ότι με το όνομα αυτό ο Ευριπίδης σκόπευε να θυμίσει τη ναυτική νίκη του Φορμίωνα (429) φέρνοντάς της σαν παράδειγμα για τις μελλοντικές κινήσεις των Αθηναίων. Ένα χωρίο του Θουκυδίδη (Ε’ 52,2) θα μας δώσει ίσως μια πιο συγκεκριμένη εξήγηση του πράγματος και θα μας επιτρέψει να χρονολογήσουμε με κάποια πιστότερη ακρίβεια την τραγωδία:
«Το ίδιο καλοκαίρι (δηλαδή το 419) ο Αλκιβιάδης, γιος του Κλεινία και στρατηγός των Αθηναίων, σε συνεργασία με τους Αργείους και τους συμμάχους ήρθε στην Πελοπόννησο με μια μικρή δύναμη από Αθηναίους τοξότες και οπλίτες. Αφού παρέλαβε κι από εκεί μερικούς συμμάχους και τακτοποίησε τα υπόλοιπα θέματα της συμμαχίας, διέσχισε την Πελοπόννησο με το στρατό του κι έπεισε τους Πατρινούς να φτιάξουν τείχη, από την πόλη ως τη θάλασσα, ο ίδιος μάλιστα σκόπευε να υψωθεί ένα τείχος στο Αχαϊκό Ρίο. Οι Κορίνθιοι όμως, οι Σικυώνιοι και όσοι άλλοι βλάπτονταν από την κατασκευή του τείχους αυτού, έσπευσαν και τη ματαίωσαν».
Ο στρατιωτικός αυτός «περίπατος» του Αλκιβιάδη αποτελεί μια από τις πιο αξιοσημείωτες πτυχές του πολέμου, που οι Αθηναίοι ποτέ δεν λησμόνησαν. Αντικειμενικός σκοπός του ήταν να εισάγει την Αχαΐα στην τετραπλή συμμαχία και να περισφίξει τον κλοιό γύρω από τη Σπάρτη και τους συμμάχους της.
Ο «Ίων» γράφτηκε χωρίς αμφιβολία προς το τέλος του έτους 419, κάτω από την επήρεια των γεγονότων που είδαμε, η διδασκαλία όμως δόθηκε για πρώτη φορά το 418. Ο πόθος ή και η ελπίδα μιας προσεχούς συμμαχίας με την Αχαΐα, έσπρωξε πολύ πιθανόν τον Ευριπίδη να εμφανίσει τον Ξούθο πατέρα του Αχαιού, αδιαφορώντας αν αντιφάσκει έτσι σε παλαιότερες πληροφορίες του. Οι Αχαιοί θεωρούνταν από παλιά φίλοι των Αθηναίων (Θουκυδίδης Β', 9,2). Οι παραπάνω πολιτικές τάσεις του ποιητή φαίνονται πιο καθαρά στον επίλογο του έργου και συγκεκριμένα στον λόγο της Αθηνάς.

ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο «Ίων» δεν παρουσιάζει κανένα σχεδόν τραγικό στοιχείο, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ορισμό της τραγωδίας που δίνει ο Αριστοτέλης. Με άλλα λόγια, βασικός σκοπός του δράματος δεν είναι η κατά τον αριστοτέλειο ορισμό διέγερση των συναισθημάτων ελέους και φόβου στις ψυχές των θεατών, με τα οποία συντελείται η «κάθαρση των παθημάτων», αλλά η δημιουργία συναισθήματος υπεροχής απέναντι των άλλων. Ο Ευριπίδης φαίνεται να υποδαυλίζει έτσι στο έργο του τους μύχιους πόθους των Αθηναίων για την ηγεμονία.
Το στοιχείο αυτό και η «ευτυχής λύση» του δράματος πλησιάζουν στην κωμωδία μάλλον παρά στην τραγωδία. Ο Ευριπίδης σαν να φοβόταν ενδεχόμενη αποδοκιμασία ή οποιαδήποτε άλλη αντίδραση στην παρουσίαση του έργου του, επανέρχεται αδιάκοπα στο θέμα του πατριωτισμού. Ίσως μάλιστα και το ότι η σκηνή του δράματος εκτυλίσσεται στους Δελφούς να κρύβει κάποια σκοπιμότητα, αφού δίνεται έτσι η ευκαιρία στο χορό και στον Παιδαγωγό να αναφωνήσουν: «Εδώ πέρα βρίσκομαι. Η σκέψη μου όμως είναι στην πατρίδα μου».
Θα μπορούσε όμως κανείς να καταλάβει το βαθύτερα αίτια που ώθησαν τον ποιητή στην παρουσίαση του «Ίωνα» και από τους χαρακτήρες των προσώπων τα οποία εμφανίζονται στη σκηνή. Όλοι, εκτός από τον Ίωνα, του οποίου σε κάθε ευκαιρία τονίζεται το υψηλό φρόνημα, εμφανίζονται μάλλον ταπεινοί και ασήμαντοι.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ο «Ίων», αν και δεν ανήκει στη χορεία των μεγάλων δραματικών έργων, άρεσε πάντοτε πολύ σε όλες σχεδόν τις εποχές μέχρι και σήμερα. Και άρεσε ακριβώς για την ωραία πλοκή του, τις γεμάτες πάθος σκηνές του, τις «αναγνωρίσεις», τη ζωηράδα των σκηνών του και προπάντων για τα έξυπνα εφευρήματα και τα τεχνάσματα (άξια του μυαλού του ποιητή) χάρη στα οποία ξεφεύγουν τα πρόσωπα των ηρώων από διάφορα δυσάρεστα ενδεχόμενα. Θα μπορούσαμε να πούμε άφοβα ότι το έργο, όταν το εξετάσουμε με το σημερινό τρόπο αντίληψης, είναι ένα πολύ «εμπορικό» δημιούργημα. Γι’ αυτό και το μιμήθηκαν πολλοί, δικοί μας και ξένοι. Ο Racine π.χ. στο έργο του «Αθαλία» (1691) πήρε σαν πρότυπο τον Ίωνα. Τον μιμήθηκε επίσης και ο A.W. Schlegel. Έμμετρη διασκευή του «Ίωνα» είναι και ο «Απολλωνίδης» του Leconte de Lisle.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πρόλογος (1-183): Εμφανίζεται ο Ερμής που «εισάγει» το θεατή στην υπόθεση του έργου και αμέσως μετά βγαίνει ο Ίων συνοδευόμενος από δούλους, τους οποίους στέλνει να εξαγνιστούν, ενώ ο ίδιος ευπρεπίζει το ναό του Απόλλωνα.
Πάροδος χορού (184-246): Ο χορός αποτελείται από 15 δούλες της Κρέουσας που περιγράφουν εξυμνώντας τα διάφορα σημεία του ναού που αντικρίζουν.
Επεισόδιο Α' (247-451): Η Κρέουσα, κόρη του Ερεχθέα και της Πραξιθέας, αποκαλύπτει στον Ίωνα το πάθημά της με τον Απόλλωνα, ενώ παράλληλα ο Ίων της αφηγείται ό,τι ξέρει από το παρελθόν του. Φτάνει στο μεταξύ ο Ξούθος από το μαντείο του Τροφωνίου και μπαίνει στο ναό για να ζητήσει το χρησμό.
Στάσιμο Α' (452-508): Ο χορός απευθύνει δεήσεις στην Αθηνά και την Άρτεμη να βοηθήσουν την Κρέουσα για να αποκτήσει γιο και εξυμνεί την ευτυχία που φέρνουν τα παιδιά στο σπιτικό.
Επεισόδιο Β' (509-675): Καθώς βγαίνει ο Ξούθος από το ναό συναντά τον Ίωνα και τον προσφωνεί γιο του. Επειδή ο Ίων διαμαρτύρεται του εξηγεί ότι σύμφωνα με το χρησμό, ο πρώτος που θα συναντούσε κατά την έξοδό του θα ήταν γιος του. Ο Ίων χαίρεται γι’ αυτό, αλλά συγχρόνως λυπάται που δεν γνωρίζει τη μητέρα του και τελικά δέχεται να ακολουθήσει τον Ξούθο, που απειλεί το χορό με θάνατο αν τυχόν μαρτυρήσει την αλήθεια στην Κρέουσα.
Στάσιμο Β' (676-724): Ο χορός αμφιβάλλει για την ορθότητα του χρησμού, αγανακτεί με την απόφαση του Ξούθου να πάρει τον Ίωνα στα ανάκτορα κι αποφασίζει να ανακοινώσει τα πάντα στην Κρέουσα.
Επεισόδιο Γ' (725-1047): Εμφανίζεται η Κρέουσα οδηγώντας τον γέροντα Παιδαγωγό, ζητάει πληροφορίες από το χορό σχετικά με το χρησμό και κείνος της αποκαλύπτει ότι ο φύλακας του ναού είναι γιος του Ξούθου και θα τον πάρει μαζί του στα ανάκτορα του Ερεχθέα. Της ρίχνει μάλιστα την ιδέα ότι ο Ίων είναι νόθος γιος του Ξούθου με μια δούλη, και τότε η Κρέουσα έξαλλη για τη νέα ατίμωση που της κάνει ο Απόλλωνας, δίνει στον Παιδαγωγό δηλητήριο να το ρίξει στο ποτήρι του Ίωνα την ώρα του συμποσίου.
Στάσιμο Γ' (1048-1105): Ο χορός παρακαλεί την Ενοδία, προστάτισσα των οδοιπόρων, να βοηθήσει στη δολοφονία του Ίωνα και εκφράζει την αγανάκτησή του για τους άνομους έρωτες του Ξούθου.
Επεισόδιο Δ' (1106-1552): Ένας υπηρέτης της Κρέουσας αναγγέλλει την αποτυχία της δολοφονίας του. Αποκαλύπτεται η ένοχος και οι άρχοντες των Δελφών την καταδικάζουν σε θάνατο। Η Κρέουσα καταφεύγει στο βωμό, και την ώρα που ο Ίων ετοιμάζεται να τη σκοτώσει εμφανίζεται η Πυθία κρατώντας το καλάθι με τα σπάργανα στα οποία ήταν τυλιγμένος ο Ίων όταν τον είχαν ρίξει έκθετο। Γίνεται έτσι η «αναγνώριση» και η Κρέουσα του αποκαλύπτει ότι είναι γιος του Απόλλωνα। Νέες αμφιβολίες γεννιούνται στην ψυχή του Ίωνα που ζητάει να μπει στο ναό για να ρωτήσει τον ίδιο το θεό, όταν εμφανίζεται από μηχανής θεός η Αθηνά.

Έξοδος (1553-1622): Η θεά επιβεβαιώνει την αλήθεια των λόγων της Κρέουσας και τη συμβουλεύει να εγκαταστήσει το γιο της στο θρόνο των Αθηνών κρατώντας μυστική από τον Ξούθο την καταγωγή του Ίωνα। Μετά προφητεύει ότι οι απόγονοι του Ίωνα θα κυριαρχήσουν στις Κυκλάδες και την απέναντι ασιατική ακτή, ότι από τον Ξούθο θα γεννήσει η Κρέουσα τον Δώρο και τον Αχαιό, που θα κυβερνήσουν στη Δωρίδα και στην Πελοπόννησο και δικαιολογεί τον Φοίβο για την παλαιά προσβολή της Κρέουσας.

[1] Ο Ξούθος θεωρείται ιδρυτής της Αττικής Τετράπολης (Στράβων VIII, 383) και οικιστής της Ξουθίας, κοντά στους Λεοντίνους της Σικελίας.
[2] Εκφράζεται μάλιστα η υποψία ότι και το σημερινό αποδημητικό πουλί πελαργός πήρε την ονομασία του από το ασπρόμαυρο πτέρωμά του.
[3] Από τη ρίζα δευκ = φως, κατά τον Ησύχιο (Σύγκρινε Πολυδεύκης, λατινικά Pol-lux).
[4] Από το σέλας-σελάνα-σελήνη.
[5] Οι Αχαιοί κατοικούσαν από πολύ παλιά στη Θεσσαλία, αφού απώθησαν τους Πελασγούς.